Απόσπασμα από το νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη, κεφάλαιο ΙΗ΄.
—Τι τρέχει;
Και την άλλη τα ίδια.
Δεν μπορούμε να το ξηγήσουμε. Τέλος το μαθαίνουμε: Θα 'ρχόταν μια επιτροπή, ένας Σπανιόλος λέει, Ντελλάρα τ' όνομα, να μας δει πώς τα πάμε.
—Αλήθεια, μωρέ παιδιά μου; Ταυριά δεν είναι που έχουνε κει κάτου στην πατρίδα του;
Ένα πρωί μας παίρνουν καμιά εξηνταριά σκλάβους για μια μικρή αγγαρεία. Είναι λίγο όξω απ’ τη Μαγνησά. Δίπλα στις ράγιες του σιδηρόδρομου τελειώνει μια μεγάλη χαράδρα, ανάμεσα στο Σίπυλο. Τη λεν «Κιρτίκ-ντερέ». Μες σ’ αυτή τη χαράδρα λογάριαζαν πως θα σκοτώθηκαν ίσαμε σαράντα χιλιάδες χριστιανοί απ’ τη Σμύρνη κι απ’ τη Μαγνησά, αρσενικοί και θηλυκοί. Τις πρώτες μέρες της καταστροφής. Τα κορμιά λιώσανε το χειμώνα, και το νερό της χαράδρας που κατέβαινε από ψηλά έσπρωξε τα κουφάρια προς τα κάτω. Έτσι φτάξανε ίσαμε το δρόμο, στις ράγιες.
Ο Ντελλάρα σα θα ‘ρχόταν θα φούμερνε ένα πούρο. Μες στο «βαγκόν-λι». Θα κοίταζε απ’ το παραθυράκι όξω και θ’ αποθαύμαζε το τοπίον. Εκεί, άξαφνα, μπορούσε να προσέξει τα κουφάρια. Κεραμιδαριό η έκσταση! Λοιπόν η δουλειά μας όλη τη μέρα ήταν να σπρώξουμε τα κουφάρια, που ατάχτησαν, προς τα μέσα. Να μη φαίνουνται.
Στην αρχή μας έκανε κακό να τα πιάνουμε με τα χέρια μας, αγκαλιές αγκαλιές, και να τα κουβαλούμε. Μα σε λίγες ώρες οι πρώτες εντυπώσεις είχαν περάσει. Οι σκλάβοι κάναν κι αστεία.
– Τι βαστάς; ρωτούσε ένας.
Ο άλλος κοιτάζει την αγκαλιά του. Περπατά και μετρά:
– Δυo κεφάλια. Πέντε καλάμια. Έξι χτένια.
-Αρσενικοί, για θηλυκοί;
– Σαν αρσενικοί μοιάζουν.
– Δεν ψούνισες καλά, σύντροφε!
– Γιατί;
Ο άλλος δείχνει θριαμβευτικά τη δική του αγκαλιά:
– Κοίτα δω! Μια λεκάνη, δυο λεκάνες, τρεις λεκάνες! Και μοιάζει όλο γυναικείο πράμα…
Σε κάμποσα καλάμια, κόκαλα χεριών, βρίσκαμε διατηρημένο ένα ψιλό σύρμα. Ο χριστιανός θα 'ταν δεμένος με κάποιον άλλο — μα, με το κατρακύλισμα στη χαράδρα, αυτός ο σύντροφος σκελετός είχε ξεκόψει. Ένας όμως από μας στάθηκε
τυχερός. Βρήκε τέσσερα κόκαλα χεριών δεμένα μαζί μαζί. Έτσι μαζί μαζί τα σήκωσε και τα κουβάλησε παραμέσα.
ΜΕΣΗΜΕΡΙ. Βαρεμένοι απ' αυτό το πάνε έλα. Περπατούμε αργά, ναρκωμένοι απ' τον φρέσκο ήλιο. Κ' οι κουβέντες, τ' άγαρμπα αστεία, έχουν σταματήσει. Κανένας δε βγάζει μιλιά. Μονάχα όταν ένας βρήκε ένα μικρό κρανίο το έδειξε στους αλλουνούς.
– Για δέστε, είπε. Ήταν παιδάκι.
– Αλλάχ!… Αλλάχ!… μουρμουρίζει ταραγμένος ο μαφαζάς.
Καθίσαμε να φάμε ψωμί. Κανείς δεν έχει όρεξη. Ένας λέει:
– Πόσων χρονών να ‘ταν;
– Για το παιδάκι λες;
– Ναι.
– Τι θα ‘ταν; Κάνα-δυο χρονών….
Νωρίς νωρίς το βράδυ είχαμε τελειώσει.
Ο λοχίας πάει στη σιδηροδρομική γραμμή. Κοιτάζει από κει πάνου αν φαίνεται τίποτα στο άνοιγμα της χαράδρας. Δε φαινόταν.
—Εν τάξει!
Ένα δυο παίρνουν ενθύμια γι' αυτή τη μέρα. Άλλος ένα σύρμα. Άλλος ένα μικρό κόκαλο.
—Τι κουράγιο είναι αυτό! διαμαρτύρεται ένας σύντροφος.
—Είναι για δείγμα! άπαντα τότες ένας απ' αυτούς.
Σαν πέσαμε στο δρόμο να γυρίσουμε στο στρατόπεδο ο νους μας δεν μπορούσε να φύγη απ’ τον τόπο που αφήσαμε. Η χαράδρα με τους σκελετούς βάραινε κυριαρχικά -κάτι κουνιόταν, μας παρακολουθούσε βήμα με βήμα.
Σε μια πηγή σταθήκαμε. Πλύναμε τα χέρια μας, τα πρόσωπά μας. Σαν’ αλαφρώσαμε.
– Τι θα γίνουν τόσα κόκαλα; Αναρωτιέται μια στιγμή ένας.
Ο Μίλτος τον κοιτάζει ήρεμα.
– Δεν ξέρεις τι γίνεται με τα κόκαλα;
– Οχι.
– Κοπριά, σύντροφε.
– Τι έκανε, λέει;
– Κοπριά, σύντροφε. Θα δεις μια μέρα που θα μοσκοπουληθούν. Θα δης…
Ήταν ταξιδεμένος ο Μίλτος. Ήξερε.
Ω, βέβαια, έτσι θα γίνει: Απ' το Σαουθάμπτον—κάποιο τέτοιο «μπτον»— θ' αριβάρει μια μέρα ένας μπιχιμίχος. Θα σιάξει τα γυαλιά του, θα ξετάσει το πράμα: ποιότης έξτρα για χημικά λιπάσματα.
«Πόσα τον τόνο;»
«Τόσα.»
«Ω, μα αλλού
πήραμε τούρκικο πράμα, βουλγάρικο πράμα, ρούσικο πράμα τόσα!»
πήραμε τούρκικο πράμα, βουλγάρικο πράμα, ρούσικο πράμα τόσα!»
«Μα τούτο δω είναι γνήσιο ελληνικό!» θα του αντιτάξει ο πλασιέ.
«Αλήθεια γνήσιο;»
«Αλήθεια.»
«Ε, τότε ας πάει και το παλιάμπελο!»
Και ο μπιχιμίχος θα συγκατατεθεί σε τιμή ένα γρόσι μεγαλύτερη — επειδή τώρα πια θα ήταν στη μέση ο Περικλής και ο Ικτίνος.
ΤΟ ΑΛΛΟ πρωί επιθεώρηση. Ο Διοικητής. Έβγαλε στην μπάντα ίσαμε τρακόσους σκλάβους: όσους είχαν σουλουπωθεί με τίποτα παλιόρουχα που ζητιάνεψαν, παλιαρβύλες. Οι ρέστοι, που ήμαστε ντυμένοι ακόμα με τσουβάλια, πήραμε διαταγή να ετοιμαστούμε για πορεία.
Ξεκινήσαμε κάτω από ένα καυτόν ήλιο. Περπατούσαμε μες στα βουνά ίσαμε δυο ώρες.
—Μα τι είναι, μωρέ; Τι είναι;
Τέλος μας το ξηγήσαν. Έμας δεν έπρεπε να μας δει ο Ντελλάρα.
Μας πήγαιναν να μας κρύψουν.
Το βουνό που ανεβήκαμε γεμάτο θάμνα. Οι σκλάβοι που ήταν ξυπόλυτοι βλαστημούσαν κι άλλαζαν τον αδόξαστο του Σπανιόλου, γενεά προς γενεά.
—Αλήθεια, τον κερατά! Καλά ήταν με τα ταυριά και με τα Τολέδα του! Μ' εμάς τι ήθελε;
Όλη τη μέρα την περάσαμε στο βουνό. Το βράδυ γυρίσαμε στο στρατόπεδο. Ρωτούμε να μάθουμε τι έγινε.
Το «σχέδιο» λέει, ο Σπανιόλος, έκαμε μια γρήγορη βόλτα μπροστά στους σκλάβους, φορούσε λιλιά διάφορα, κ' ήταν σα βρεμένη πουλάδα μες στον ίδρο. Σκούπιζε τα μάγουλ κ' έλεγε με τα σάλια του που τρέχαν:
—Μουί μπιέν! Μουί μπιέν! (Πολύ καλά! Πολύ καλά!)
Οι δικοί μας μόκο! Που να βγάλει κανένας κιχ. Ο Γιαννιώτης ύστερα θα του άλλαζε την πίστη.
—Πες του πως κάθε Παρασκευή κάνουν και προσευχή! διάταξε το δραγουμάνο ο Διοικητής.
Ο δραγουμάνος το είπε: Έτσι κ' έτσι. Το «σχέδιο» έγλειψε τη γλώσσα του και μυξογέλασε:
—Μουί μπιέν! Μουί μπιέν!
Μουί, λοιπόν, παιδιά! Σ' όλο το στρατόπεδο, το βράδυ, δεν άκουγες παρά την ίδια κραυγή. Οι σκλάβοι την είχαν βρει του γούστου τους, την πιπίλιζαν και χαχάνιζαν. Κ' ύστερα, με τον καιρό, τη βάλαν στην κουβέντα τους, στ' αστεία και στα
σοβαρά, την κολνούσαν όπου και να 'ταν.
____________
Βιβλιογραφικά
Το νούμερο 31328, κεφάλαιο ΙΗ'.
Και ο μπιχιμίχος θα συγκατατεθεί σε τιμή ένα γρόσι μεγαλύτερη — επειδή τώρα πια θα ήταν στη μέση ο Περικλής και ο Ικτίνος.
ΤΟ ΑΛΛΟ πρωί επιθεώρηση. Ο Διοικητής. Έβγαλε στην μπάντα ίσαμε τρακόσους σκλάβους: όσους είχαν σουλουπωθεί με τίποτα παλιόρουχα που ζητιάνεψαν, παλιαρβύλες. Οι ρέστοι, που ήμαστε ντυμένοι ακόμα με τσουβάλια, πήραμε διαταγή να ετοιμαστούμε για πορεία.
Ξεκινήσαμε κάτω από ένα καυτόν ήλιο. Περπατούσαμε μες στα βουνά ίσαμε δυο ώρες.
—Μα τι είναι, μωρέ; Τι είναι;
Τέλος μας το ξηγήσαν. Έμας δεν έπρεπε να μας δει ο Ντελλάρα.
Μας πήγαιναν να μας κρύψουν.
Το βουνό που ανεβήκαμε γεμάτο θάμνα. Οι σκλάβοι που ήταν ξυπόλυτοι βλαστημούσαν κι άλλαζαν τον αδόξαστο του Σπανιόλου, γενεά προς γενεά.
—Αλήθεια, τον κερατά! Καλά ήταν με τα ταυριά και με τα Τολέδα του! Μ' εμάς τι ήθελε;
Όλη τη μέρα την περάσαμε στο βουνό. Το βράδυ γυρίσαμε στο στρατόπεδο. Ρωτούμε να μάθουμε τι έγινε.
Το «σχέδιο» λέει, ο Σπανιόλος, έκαμε μια γρήγορη βόλτα μπροστά στους σκλάβους, φορούσε λιλιά διάφορα, κ' ήταν σα βρεμένη πουλάδα μες στον ίδρο. Σκούπιζε τα μάγουλ κ' έλεγε με τα σάλια του που τρέχαν:
—Μουί μπιέν! Μουί μπιέν! (Πολύ καλά! Πολύ καλά!)
Οι δικοί μας μόκο! Που να βγάλει κανένας κιχ. Ο Γιαννιώτης ύστερα θα του άλλαζε την πίστη.
—Πες του πως κάθε Παρασκευή κάνουν και προσευχή! διάταξε το δραγουμάνο ο Διοικητής.
Ο δραγουμάνος το είπε: Έτσι κ' έτσι. Το «σχέδιο» έγλειψε τη γλώσσα του και μυξογέλασε:
—Μουί μπιέν! Μουί μπιέν!
Μουί, λοιπόν, παιδιά! Σ' όλο το στρατόπεδο, το βράδυ, δεν άκουγες παρά την ίδια κραυγή. Οι σκλάβοι την είχαν βρει του γούστου τους, την πιπίλιζαν και χαχάνιζαν. Κ' ύστερα, με τον καιρό, τη βάλαν στην κουβέντα τους, στ' αστεία και στα
σοβαρά, την κολνούσαν όπου και να 'ταν.
____________
Βιβλιογραφικά
Το νούμερο 31328, κεφάλαιο ΙΗ'.
Φωτογραφία
Το νούμερο 31328 ήταν ο αριθμός κράτησης του συγγραφέα στα Τουρκικά τάγματα εργασίας. Μια ιστορική φωτογραφία με τον Ηλία Βενέζη μεταξύ αιχμαλώτων μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Ηλίας Βενέζης εικονίζεται στην κάτω σειρά της φωτογραφίας, στο κέντρο και σημειώνεται με τον δυσδιάκριτο αριθμό 15.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου