ΠΑΤΗΣΤΕ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΔΕΞΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΜΑΣ!

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Ο πόθος του γέροντος Σάββα Αχιλλέως για την ιερωσύνη

Ὁ πατὴρ Σάββας Ἀχιλλέως γεννήθηκε στὸ ὀρεινὸ χωριὸ τῆς Λευκωσίας, τὴν ὄμορφη Ἅλωνα, στὶς 2 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1930. Ἦταν τὸ πέμπτο καὶ τὸ μικρότερο παιδὶ μιᾶς φτωχικῆς ἀγροτικῆς οἰκογένειας. Γονεῖς του ἦταν οἱ εὐσεβεῖς καὶ θεοφοβούμενοι ἄνθρωποι: ὁ Ἀχιλλῆς καὶ ἡ Ἑλένη.

Πατήρ Σάββας Αχιλλέως:
 «Μικρὸ παιδὶ τοῦ δημοτικοῦ σχολείου δὲν ἔλειπα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Ἤμουν πάντοτε ὁ βοηθὸς τοῦ γέροντος ἱερέα τοῦ χωριοῦ μου καὶ κάθε βράδυ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀπήγγειλα τὸν Ὕμνο πρὸς τὴν Παναγία μας. Ὅταν μαζευόταν ὅλη ἡ οἰκογένεια στὸ φτωχικό μας σπιτάκι, ἔπιανα στὰ χέρια μου τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ ἔψαλλα ἐπιμελῶς τὸ Εὐαγγέλιο εἰς ἀκρόασιν τῶν γονέων μου καὶ τῶν μεγαλυτέρων ἀδελφῶν μου. Ἤμουν τὸ πέμπτο καὶ τὸ μικρότερο ἀπὸ ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς οἰκογένειάς μου. Οἱ γονεῖς μου ἦταν εὐσεβεῖς καὶ φιλοπάτριδες καὶ ἀγαποῦσαν πολὺ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἐμφύτευσαν αὐτή τους τὴν ἀγάπη στὴν ἁγνὴ καρδούλα τῶν παιδιῶν τους.

 Ἀνεπτύχθη μέσα μου ἡ φλογερὴ ἐπιθυμία νὰ ἀξιωθῶ κἄποτε νὰ ἱερωθῶ. Ἔβλεπα τὸν ἱερέα στὸν δρόμο μου καὶ ὅταν ἐκεῖνος προσπερνοῦσε στεκόμουν καὶ τὸν παρακολουθοῦσα καὶ τὸν θαύμαζα. Παρακαλοῦσα Τὸν Θεὸ νὰ φτάσω κἄποτε στὸ ὕψος αὐτὸ τῆς Ἱερωσύνης. Σκεφτόμουν ὅμως καὶ ἔλεγα: «αὐτὸς ποὺ συνάντησα τώρᾳ στὸ δρόμο μου εἶναι Θεολόγος ἱερέας. Ἐγὼ ἕνα φτωχόπαιδο, πῶς θὰ σπουδάσω καὶ πῶς θὰ ἀξιωθῶ νὰ ἔχω ἕνα Πτυχίο Θεολογίας;». Θεολογία ἔλεγα…! Μὰ ὑπάρχει μεγαλύτερη ἐπιστήμη σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, νὰ μιλᾷς καὶ νὰ διδάσκῃς τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ; Καὶ συζητοῦσα πάντοτε μὲ τὸν ἑαυτό μου καὶ μόνος μου ἀναλογιζόμουν τὸ μέγα βάρος τῆς Ἱερωσύνης. 

 Πέρασαν τὰ χρόνια, ἀλλὰ ὁ πόθος μου γιὰ τὴν Ἱερωσύνη δὲν μὲ ἐγκατέλειπε. Ἔφθασα στὴν Ἱερὰ Μονὴ καὶ ἔμαθα πολλὰ γιὰ τὸ μέγα μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης. Εὑρισκόμενος κἄποια μέρα στὴν μεγάλη αὐλὴ τῆς ἱερᾶς Μονῆς, σκεφτόμουν τὶς δυσκολίες τοῦ λειτουργήματος. Περισσότερο ἀναλογιζόμουν τὴν ἀναξιότητά μου γιὰ τὸ πῶς θὰ μποροῦσα νὰ ἐπωμισθῶ ἕνα τέτοιο βάρος. Ἔνοιωθα, ἕνα δέος, ἕναν μεγάλο φόβο. Κάμινος, ὅμοια μὲ τὴν κάμινο τοῦ Ναβουχοδονόσορος, ἡ ὁποία δέχθηκε τοὺς τρεῖς παῖδας καὶ ἀκόμα μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη εἶναι τὸ μέγα μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης. Νὰ ἀναλάβω, λοιπόν, ἕνα τέτοιο βάρος; Αὐτὸ σκεφτόμουν καὶ αὐτὸ μὲ βασάνιζε. Ἢ νὰ μὴν ἀναλάβω καὶ νὰ στρέψω τὴν προσοχή μου σὲ ἕνα ὁποιοδήποτε ἐπάγγελμα; Μοῦ ἐρχόταν ὅμως πάλι ἡ εἰκόνα τῶν ἱερέων ποὺ συναντοῦσα στοὺς δρόμους καὶ πόσο τοὺς θαύμαζα. Θαύμαζα τὴν μεγαλοπρέπεια καὶ τὸ Ἀγγελικὸ σχῆμα, τὸ ὁποῖο τοὺς περιέβαλε. Μὲ καταλάμβανε ὁ ἱερὸς πόθος νὰ τοὺς μιμηθῶ. 
Οι γονείς του πατρός Σάββα.

Αὐτομάτως ἐρχόταν στὴν μνήμη μου ἡ μοναδικὴ εὐχὴ τῆς γλυκιᾶς μου μανούλας. «Ἔχε τὴν εὐχή μου γιέ μου καὶ νὰ σὲ δῶ παπᾶ. Νὰ ὑπηρετῇς: τὸν Χριστό μου, τὸν Θεό μου καὶ νὰ μὲ μνημονεύῃς ὅταν θὰ πεθάνω». 
 Μετὰ τὴν μοναδικὴ καὶ ἐπαναληπτικὴ καὶ στερεότυπη εὐχὴ τῆς μάνας μου, μοῦ ἐρχόταν στὴν σκέψη ἡ εὐχὴ τῆς μακαριστῆς γιαγιᾶς μου. Μοῦ τὴν ἔλεγαν τὰ μεγαλύτερά μου ἀδέλφια καὶ τὰ ἐπικύρωνε ἡ μανούλα μου. Μὲ κατελάμβαναν δάκρυα συγκίνησης. Μὲ σήκωνε στὴν ἀγκαλιά της, ἡ γιαγιά μου, καὶ προσπαθῶντας νὰ μὲ κοιμήσῃ, καθὼς ἤμουν βρέφος, εὐχόταν καὶ ἔλεγε: «ἔχε τὴν εὐχή μου γιέ μου καὶ νὰ φορῇς φελόνια καὶ νὰ ψάλλῃς μὲς στὶς ἐκκλησιὲς ὅπως τὰ χελιδόνια». 

Ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα γλυκύτερα ὄνειρα, μοῦ γέμιζαν τὴν ψυχὴ καὶ ἀνέβαινα νοερὰ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, στὸ κάλλος τοῦ Παραδείσου. Ἄκουγα νοερὰ τοὺς ἱεροὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔβλεπα πῶς τελῶ τὴν θεία καὶ ἱερὴ Λειτουργία. Ἔβλεπα τοὺς ἀγγέλους τοῦ οὐρανοῦ νὰ μὲ περικυκλώνουν στὸ ἱερὸ Θυσιαστήριο καὶ νὰ συλλειτουργῶ μαζί τους...

Δεν υπάρχουν σχόλια: