(Απόσπασμα από την ομιλία του κ. Κωνσταντίνου Π. Θύμη
Θεολόγου –master Ιστορίας,με τίτλο:
«Η Εκκλησία της Κερκύρας την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής (1943-1944)», που πραγματοποιήθηκε στην Ιατροχειρουργική Εταιρεία Κερκύρας, στις 11.09.2013)
Ο π. Αλέξανδρος Περδικομάτης του Δημητρίου γεννήθηκε στους Κανακάδες το 1907. Αφού εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις (03.09.1929 - 29.12.1930), στις 19 Απριλίου 1931 νυμφεύτηκε την συγχωριανή του Ειρήνη Μουμούρη του Δημητρίου. Η Ειρήνη ήταν τότε 23 χρόνων. Καρπός του γάμου τους ήταν η απόκτηση πέντε τέκνων. Ο Αλέξανδρος από μικρός συνόδευε τον ιερέα παππού του. Η σχέση του αυτή τον έκανε να αγαπήσει την ιερωσύνη σε βάθος. Όντας απόφοιτος της Β΄ τάξεως του Σχολαρχείου χειροτονήθηκε Διάκονος στις 14 Νοεμβρίου 1936 στον ιερό ναό Υ. Θεοτόκου Λιμνιωτίσσης στην πόλη της Κέρκυρας και Πρεσβύτερος στις 28 Μαρτίου 1937 στον ιερό ναό Αγίου Νικολάου Γιαννάδων από τον Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών Αλέξανδρο (1930-1942). Αυθημερόν τοποθετήθηκε τακτικός εφημέριος του ιερού ναού Αγίας Αικατερίνης Κανακάδων κατόπιν εκλογής που είχε πραγματοποιηθεί στις 17 Μαΐου 1936. Άνθρωπος με λεβεντιά και σθένος, λευίτης της θυσίας και πατέρας αληθινός έδειξε με απαράμιλλο μεγαλείο την ανδρεία του και το θυσιαστικό του ήθος.
Το μαρτύριο του π. Αλεξάνδρου από τους Γερμανούς Ναζί αρχίζει στις 17 Μαρτίου 1944. Την ημέρα εκείνη ένας Γερμανός στρατιώτης καθώς περνούσε από τους Κανακάδες, στην πορεία του Έρμονες–Δουκάδες, άκουσε κάποιες ντουφεκιές. Να σημειωθεί ότι υπήρχε σχετική απαγόρευση από τους Γερμανούς για τη χρήση όπλων. Ο Γερμανός στρατιώτης αμέσως προσπάθησε να εντοπίσει από πού και ποίος τις έριξε. Πλησιάζοντας στην περιοχή που ακούστηκαν οι πυροβολισμοί βρήκε τον π. Αλέξανδρο να καλλιεργεί το αμπέλι του. Τον ρώτησε να του πει ποίος έριξε τις ντουφεκιές, αν ήταν αυτός ή κάποιος άλλος. Ο π. Αλέξανδρος δήλωσε άγνοια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κριθεί ως ύποπτος και να συλληφθεί.
Σύμφωνα με τις σωζόμενες μαρτυρίες δεν ήταν εκείνος που έκανε χρήση του όπλου, αλλά άλλος. Ο π. Αλέξανδρος πολύ πιθανόν είδε ποίος ήταν, αλλά η ιερατική του συνείδηση και το πατρική του αγάπη δεν του επέτρεπαν να τον μαρτυρήσει. Οι Γερμανοί τον συνέλαβαν και τον μετέφεραν αρχικά στο φυλάκιο των Δουκάδων και από εκεί στο Σκριπερό. Παράλληλα πήγαν μετά δύο τρεις ημέρες στο σπίτι του όπου έκαναν έρευνα. Εκεί βρήκαν σε ένα ντουλάπι μερικές σφαίρες, όχι όμως και όπλο. Οι σφαίρες -κατά τον γιό του Δημήτριο- ανήκαν στο παππού του, στον πατέρα του π. Αλεξάνδρου, που ήταν κυνηγός. Εκεί, βέβαια, τις είχε φυλάξει ο π. Αλέξανδρος για να μην τις βρουν τα παιδιά του και συμβεί κάποιο ατύχημα. Οι Γερμανοί με το στοιχείο αυτό πήγαν και έκαναν επιπλέον έρευνα στο κτήμα και στο στάβλο του, χωρίς και εκεί να βρουν κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο. Βρήκαν όμως ένα όπλο σε ένα γειτονικό στάβλο. Κατά την άποψη του γιού του Δημητρίου -ο οποίος τότε ήταν περίπου 6 ετών και θυμάται πολύ καλά τα γεγονότα- το όπλο αυτό δεν ανήκε στον πατέρα του. Οι Γερμανοί στη συνέχεια με το όπλο ήρθαν στην πλατεία του χωριού και ζήτησαν από τους συγχωριανούς να τους πουν σε ποιόν ανήκει. Τότε κανείς δε φανερώθηκε.
Οι Γερμανοί έχοντας αυτά τα στοιχεία στοιχειοθέτησαν κατηγορία και οδήγησαν τον π. Αλέξανδρο στο Στρατοδικείο των Ιωαννίνων. Κατά τη μετάβασή του στα Γιάννενα τον κράτησαν για μερικές ημέρες στην πόλη της Κέρκυρας. Εκεί είχε την ευκαιρία να κυκλοφορήσει για λίγο ελεύθερος. Να σημειωθεί ότι από το Σκριπερό στην Κέρκυρα τον συνόδευσε ένας συγχωριανός του χωροφύλακας. Στην πόλη συναντήθηκε με κάποια συγγενικά του πρόσωπα. Αυτά τον προέτρεψαν για να αποφύγει τις συνέπειες να δραπετεύσει, να βγάλει τα ράσα και να ξυριστεί. Ο συνεπής λευίτης αρνήθηκε. Τους δήλωνε την αθωότητά του και πίστευε ότι θα έχει ένα αίσιο αποτέλεσμα. Αντίθετα όμως το στρατοδικείο του απέδωσε το περιστατικό και λέγεται ότι τον καταδίκασε «εις θάνατον», αλλά με παρέμβαση του Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνος του μειώθηκε η ποινή σε πολυετή φυλάκιση. Στα Γιάννενα κρατήθηκε ως το Μάιο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου παρέμεινε μέχρι τα τέλη Ιουλίου.
Από εκεί οι δικοί του έλαβαν την τελευταία επιστολή του, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει ότι τον φόρτωσαν με μία πράξη που δεν του ανήκει. Από την Αθήνα τον Αύγουστο του 1944 μεταφέρθηκε στις σκληρές φυλακές των Ναζί στο Στάιν της Αυστρίας. Το στρατόπεδο αυτό υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα στρατόπεδα συγκεντρώσεως των ναζιστικών δυνάμεων (το επονομαζόμενο Κάστρο Βαβέλ).
Εκεί υπέμεινε φρικτές δοκιμασίες και ταπεινώσεις με δύναμη την ελπίδα της επιστροφής στην οικογένειά του και στο αγαπημένο του ποίμνιο.
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει για τη συνάντηση που είχε με τον π. Αλέξανδρο στις 30 Σεπτεμβρίου 1944, ο συγκρατούμενός του Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Χαραλάμπους, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος, στο βιβλίο του «Μάρτυρες».
Στις 6 Απριλίου 1945, ημέρα εισβολής των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Αυστρία, και συνθηκολόγησης των Αυστριακών, η διοίκηση των κολαστηρίων άνοιξε τις πόρτες του στρατοπέδου για να πάρουν οι κρατούμενοι το δρόμο της ελευθερίας και της επιστροφής, πριν προλάβουν και τους εκτελέσουν τα «Ες Ες». Μαζί με αυτούς και ο π. Αλέξανδρος. Εκεί, όμως, που ετοιμάζονταν να φύγουν τους αιφνιδίασαν σαν αιμοβόρα ερπετά τα «Ες Ες».
Οι άνθρωποι του Φύρερ ηττημένοι και εκδικητικοί ξεδίπλωσαν και αυτή την ύστατη ώρα τα κτηνώδη αισθήματά τους. Στον προαύλιο χώρο των φυλακών άνοιξαν πυρ και έκοψαν το νήμα της ζωής σε εκατοντάδες κρατούμενους που προσδοκούσαν και ζούσαν για την ώρα εκείνη, την ώρα της ελευθερίας και της επιστροφής στις εστίες τους.
Μαζί με αυτούς -στα 38 του χρόνια- και ο π. Αλέξανδρος Περδικομάτης, αφήνοντας πίσω του την πρεσβυτέρα του με πέντε ανήλικα παιδιά.
Ο γενναίος λευίτης που έζησε και άντεξε επί ένα και πλέον χρόνο τη βαναυσότητα και την απανθρωπιά των κολαστηρίων των Ναζί, ατύχησε ή καλύτερα «παγιδεύτηκε» στην εκδικητική και λυσσώδη μανία των «Ες Ες».
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος υπό την προεδρεία του αειμνήστου Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου στις 26 Νοεμβρίου 2000 αναγνωρίζουσα τη μεγίστη προσφορά του, τη θυσία του, του απένειμε μετά θάνατον -μαζί με όλους τους άλλους αντιστασιακούς κληρικούς και θύματα της περιόδου εκείνης- ευεργετήριον γράμμα και τον χρυσούν σταυρόν του Αγίου Αποστόλου Παύλου.
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος υπό την προεδρεία του αειμνήστου Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου στις 26 Νοεμβρίου 2000 αναγνωρίζουσα τη μεγίστη προσφορά του, τη θυσία του, του απένειμε μετά θάνατον -μαζί με όλους τους άλλους αντιστασιακούς κληρικούς και θύματα της περιόδου εκείνης- ευεργετήριον γράμμα και τον χρυσούν σταυρόν του Αγίου Αποστόλου Παύλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου