Είναι μεγάλο πρόβλημα ο άνθρωπος. Σου γίνεται βάσανο και σταυρός ανανεούμενος, αν θέλης να σεβαστής τη φύσι του, να μην τον ακρωτηριάσεις, αλλά να τον δεχθής όπως είναι.
Γι’αυτό όλα τα συστήματα, για ν’ αποφύγουν το βάσανο αυτό που δημιουργεί ο άνθρωπος, με προκρούστεια μέθοδο τον φέρνουν στα μέτρα τους, κάνοντάς τον άτομο, μονάδα παραγωγής. Και οι ιδεαλισμοί τον εμπαίζουν με ανυπόστατους ρομαντισμούς, αφήνοντάς πεινασμένο, αμεταμόρφωτο και νεκρούμενο το σώμα της υπάρξεώς του.
Έτσι ο άνθρωπος έλκεται αγνοούμενος, περιφρονούμενος, χρησιμοποιούμενος και ατιμαζόμενος. Και το δράμα του μένει ανοιχτό.Γιατί δεν χωρά ο άνθρωπος σ’ ένα νόμο ή σ’ ένα σχήμα. Δεν τον σώζει η στατική,νομική λογική. Αν σ’ αυτή θελήσωμε να τον κλείσωμε,θα τον βασανίσωμε,έστω κι αν θέλωμε από καλή διάθεσι,να τον κάνωμε σοφό, φρόνιμο, ή να του βελτιώσωμε τον χαρακτήρα. Τί να την κάμη τη βελτίωσι του χαρακτήρα αυτός που ζητά την αιωνιότητα;
Το ερώτημα είναι: υπάρχει κανείς που μπορεί να ελευθερώση τον άνθρωπο, να συντρίψη τα δεσμά της αιχμαλωσίας που τον κρατούν κάθειρκτο;
Υπάρχει κανείς που μπορεί να διαλύση τα είδωλα που τον αποπνίγουν, και να του δώση της ελευθερία του άλλου κόσμου, που ζητά σ’ αυτόν τον κόσμο από σήμερα;
Μόνο το σήμερα ζη ο άνθρωπος. Το σήμερα θέλει αιωνιότητα, όχι το αύριο, για να δεχθή την Αλήθεια.
Θέλομε να ζήσωμε όλοι για όλα. Που θα το βρούμε αυτό;
Υπάρχει κανείς που μπορεί να διαλύση τα είδωλα που τον αποπνίγουν, και να του δώση της ελευθερία του άλλου κόσμου, που ζητά σ’ αυτόν τον κόσμο από σήμερα;
Μόνο το σήμερα ζη ο άνθρωπος. Το σήμερα θέλει αιωνιότητα, όχι το αύριο, για να δεχθή την Αλήθεια.
Θέλομε να ζήσωμε όλοι για όλα. Που θα το βρούμε αυτό;
Ποιος ανέχεται την ανυπόφορη απαίτησί μας, χωρίς να τα χάση και να συνθλιβή αυτός και το καθεστώς του, χωρίς να μας κλείση το στόμα με φίμωτρο δικτατορίας ή με το ψεύτικο ψωμί της εν φυλακή ελευθερίας και του λιμού της ευμάρειας;
Ποιος θα μας πάρη στα σοβαρά, αφήνοντάς μας να του μιλήσουμε ελεύθερα, όπως μιλά η φύσι μας;
Ποιος θα ανεχθή τον άνθρωπο;
Μόνο Αυτός που μας έπλασε μας ξέρει πριν γεννηθούμε και αφού πεθάνωμε. Ζητούμε Αυτόν που έχομε. Και θέλομε να πραγματοποιήσωμε αυτό που είμαστε.
Μόνο μέσα στη Θεία Λειτουργία η απαίτησι κορέννυται. Τα υπέρ φύσιν και αίσθησιν δίδονται από σήμερα.
«Νυν τα ανήκουστα ηκούσθη» και τα άρρητα αρρήτως ελέχθη. Τα πάντα γέμισαν από φως, ανθρωπιά και ουράνια παράκλησι.»
«Ήλθεν η της ζωής βασιλεία και κατελύθη του θανάτου το κράτος και γέγονεν άλλη γέννησις, βίος έτερος, άλλο ζωής είδος, αυτής της φύσεως ημών μεταστοιχείωσις». Τα πάντα υπάρχουν θεανθρώπινα. Τίποτα δεν υπάρχει ψεύτικο. Τίποτε δεν υπάρχει αναπόδεικτο. Καμμία απορία δεν μένει άλυτη. Και καμία απάντηση δεν κλείνει το δρόμο για νέες ερωτήσεις.
Τα παν καθολικά κοινωνείται. Είναι αισθητό, τωρινή γεύσι της ζωής. Τα πάντα έγιναν ένα θαυμαστό παρόν στο πρόσωπο του Θεανθρώπου, που είναι το Α και το Ω της δημιουργίας και «τας αρχάς των όντων τοις πέρασιν ουκ εά συναφίστασθαι».
Όλη η ιστορία είναι μία μονο Θεία Λειτουργία, και όλος ο κόσμος έγινε ένας ναός, οίκος Θεού, μία μόνη οικογένεια.
Όλα είναι φωτισμένα και καταγλαϊσμένα με το άκτιστο και άδυτο φάος.
Είναι σπασμένα τα κλείθρα του Άδη. Σχισμένα τα σάβανα των συστημάτων. Αναποδογυρισμένα τα τραπέζια των κολλυβιστών κάθε είδους. Και συντριμμένα όλα τα είδωλα, από τον Συντρίψαντα το κράτος του θανάτου.
Υπάρχει χώρος, για να ζήση ο άνθρωπος.
Είναι καλεσμένα τα μωρά, τα ασθενή, τα εξουθενημένα και τα μη όντα.
Είναι καλεσμένοι οι χωλοί, οι τυφλοί, οι ανάπηροι στο Δείπνο, στη Ζωή, στη θεολογία.
Είναι καλεσμένος ο άνθρωπος.
Δεν αφορά τους ειδικούς η Ορθόδοξη λειτουργική θεολογία. Αλλά χορταίνει τους πεινασμένους, ποτίζει τους διψασμένους, παρηγορεί τους πονεμένους και τους κλαμένους. Αφορά τον άνθρωπο, όχι την ειδίκευσι.
Δεύτε, «ίνα γεμισθή ο οίκος μου». Είναι η φωνή του Οικοδεσπότη.
Έρχονται και το πλήθος αυξάνει τον χώρο και τη χαρά. Γιατί δεν έχομε συνωστισμό όχλου, κορεσμό θέσεων, αλλά περιχώρησι αγαπωμένων προσώπων. «Γέγονεν ως επέταξας, και έτι τόπος εστί».
Όλοι προσδέχονται όλους. Συγχωρούν. Συγχωρούνται. Και περιχωρούνται.
Εδώ προσωποποιείται και παίρνει όνομα ο άνθρωπος, που με τη φιλαυτία και ανταρσία του είχε εκπέσει στην κατάστασι της απομονωμένης μονάδος.
Με το να γίνει Υιός του Θεού «υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» έλαβε «όνομα, το υπέρ παν όνομα».
Με το να πεθάνη Εκείνος από αγάπη, για να ζήσωμε εμείς, ήλθε στον κόσμο ο νέος τρόπος ζωής, που ανιστά το πρόσωπο.
Με το να σταυρωθή εδοξάσθη. Το «ούπω γαρ ην Πνεύμα άγιον, ότι Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη» σημαίνει ότι ο Ιησούς ουδέπω εσταυρώθη.
Και μεις παίρνομε όνομα βαπτιζόμενοι εν τω θανάτω του Ιησού.
Γινόμεθα πρόσωπα, «μηκέτι εαυτοίς ζώντες».
Δοξαζόμεθα και λαμβάνουμε τη χάρι του Πνεύματος, ταπεινούμενοι, υπομένοντες την ατιμίαν του καθ’ημέραν σταυρού.
Πλουτούμεν κενούμενοι δια τον Πτωχεύσαντα υπέρ ημών.
Είμεθα οι «μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες».
Όλοι ανακεφαλαιώνουν τα πάντα. Και καθένας μπορεί ελεύθερα να ακολουθήση τον δρόμο του «εν παντί καιρώ και τόπω».
Ο Κύριος διαλύει τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως με το να καλή κατ’ όνομα τα ίδια πρόβατα και να εκβάλη αυτά στην ευρυχωρία που ορίζει η Θεία Λειτουργία.
Δεν παρεμποδίζει η ελευθερία των προσώπων από την οποιαδήποτε αιχμαλωσία. Και δεν θίγεται η ενότης των από την οποιαδήποτε διασπορά.
Οι διεσπαρμένοι δεν πλανώνται, αλλά είναι «συνηγμένοι δια Κύριον».
Η ενότης έχει τη χάρι και την ευρυχωρία της διασποράς. Και τη διασπορά τη θέρμη και την ασφάλεια της συναγωγής.
Από όλη τη λειτουργική κοινότητα και τη διάρθρωσί της λατρεύεται και δοξάζεται η Παναγία Τριάς, «η διαίρεσει την ένωσιν και έμπαλιν έχουσα».
Το αληθινό –και διεσπαρμένο- είναι ενωμένο. Το ψεύτικο –και ενωμένο- είναι χωρισμένο και ανύπαρκτο.
Στη Θεία Λειτουργία ζητούμε την ενότητα της πίστως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, άρα, την αιώνιο ζωή και θεία περιχώρησι, και όχι την ανθρώπινη συνάρτησι ή συμμαχία.
π. Βασίλειος Γοντικάκης Προηγούμενος της Ιεράς Μονή Ιβήρων
από το βιβλίο: Λειτουργικός Τρόπος
1 σχόλιο:
Αλήθειες, δια των αγίων της Εκκλησίας μας μαρτυρούμενες,όσα γράφει ο πατήρ Βασίλειος.
Ο άνθρωπος ως " ζώον θεούμενον" δεν μπαίνει σε συστήματα,δεν ελευθερώνεται με πρέπει και δεν πρέπει.Όλα τα με κατάληξη σε -ιστης, -ισμός ή και με πρόθεμα αντι- και τα παρόμοια, που οριοθετούν κατά τις αρχές τους την ελευθερία, προσπαθώντας να "φορέσουν το ίδιο κουστούμι" σε ένα σύνολο ανθρώπων, είναι από μόνα τους αυτοαναιρούμενα.
Η αγία μας Εκκλησία, που είναι ο Χριστός παρατεινόμενος στους αιώνες, διαθέτει τα πρόσωπα και τα μέσα να οδηγήσει τον άνθρωπο, εν ελευθερία, εκεί που πραγματικά ανήκει.Στην αγκαλιά του Θεού.
Σε οποιοδήποτε δισταγμό ή αντίρρηση, προβάλλει ο Ευαγγελικός λόγος:"Έρχου και ίδε".
Δημοσίευση σχολίου