Αρχιμ. Αρσένιος Κατερέλος,
Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΗΣΥΧΑΣΤΡΙΑ-ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑ
Ἄλλωστε, αὐτός εἶναι καί ὁ κατ᾽ ἐξοχήν προορισμός τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ Ἡσυχαστική πνευματική Παράδοσις τῆςὈρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Δέν ἀρκεῖ ἡ διαλεκτική, ἡ ἀνθρωπίνη σκέψις, κλπ., γιά νά φθάση κανείς εἰς τόν Θεόν, ὅπως ἀπό τότε καί ἕως τήν σήμερον ὑποστηρίζουν, ἐσφαλμένως προφανῶς, οἱ αἱρετικοί λατινόφρονες Παπικοί καί οἱ σύν αὐτοῖς. Ἀλλά ἀπαιτεῖται, γιά νά φθάση κανείς εἰς τόν Θεόν, ὀντολογικά ἡ ἐν Θεῷ σύγκρασις, νά γίνη ὁ ἄνθρωπος δηλαδή ἕνα κράμα μέ τόν Θεό. Δηλαδή, νά ἑνώνεται ὁ ἄνθρωπος, ὁλοένα καί περισσότερο, μέ ἄκτιστο θεία ἐνέργεια μέ ὅλο του τό εἶναι διά τῆς ἡδονικῆς θεοεμπειρίας. Ὅπως ψάλλωμε, ἐπί παραδείγματι, εἰς τούς αἴνους τῆς ἑορτῆς τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ἀναφερόμενοι πρός τόν Ἅγιο Ἀντώνιο, λέγοντας ὁ ὑμνογράφος «νοΐ ἑνούμενος –μέ τόν Θεόν δηλαδή ἑνούμενος ὁ Μέγας Ἀντώνιος - ἀλλά καί φωτός πληρούμενος», πληρούμενος δηλαδή θείου φωτός.
Αὐτό, δέν ἠμπορεῖ νά λάβη χώρα ἐντός τῆς ψευδοεκκλησίας τοῦ Παπισμοῦ, διότι ἐκτός τῶν ἄλλων ἐσφαλμένως καί δυστυχῶς, ἔχουν ταυτίσει εἰς τόν Θεόν τήν ἄκτιστον καί ἀπρόσιτον οὐσία Του μέ τήν ἄκτιστη καί μεθεκτή ἐνέργειά Του. Ἐπί πλέον δέ θεωροῦν, ὅτι ὁ Θεός ἐπικοινωνεῖ μέ τά κτίσματα, δηλαδή μέ τά δημιουργήματα, μέσῳ κτιστῶν ἐνεργειῶν. Ἀπό αὐτό ὅμως αὐτομάτως συνεπάγεται, κατ᾽ αὐτούς πάντα τούς Λατινόφρονας, ὅτι ἡ ἁγιαστική θεία Χάρις εἶναι κτιστή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καί ἄρα δέν ἠμπορεῖ νά μᾶς θεώση καί νά μᾶς γλυτώση ἀπό τίς ὀδυνηρές καί πολλές συνέπειες τῆς κτιστότητος, τόν θάνατο, τήν φθορά, κλπ. Δέν ἠμπορεῖ νά μᾶς θεώση. Γι᾽ αὐτόν τόν λόγο, τά »Μυστήρια» τῶν Παπικῶν εἰς τήν οὐσία δυστυχῶς δέν ὑφίστανται, δέν ὑπάρχουν εἰς τήν πραγματικότητα, μέ ὅ,τι θλιβερό αὐτό συνεπάγεται στήν θεογνωσία, στήν θεοκοινωνία καί στήν σωτηριολογία.
Ὅμως ἤδη διά τοῦ λόγου, ὁ ἡγεμόνας νοῦς ἐντός τῆς πνευματικῆς καρδίας ἀναπαύεται κυρίως καί πρωτίστως στίς θεομητορικές περιγραφές αὐτῶν τούτων τῶν θεωμένων Ἁγίων μας.
Στήν μεγάλη πραγματικότητα, ὅτι ἡ πρώτη Καθηγουμένη καί ἡ πρώτη πού ἀπήλαυσε σέ ὕψιστο καί ἀσύλληπτο βαθμό τά δῶρα τοῦ Ἡσυχασμοῦ εἶναι ἡ Κυρία Θεοτόκος, ὅπως αὐτό τό καταγράφει ξεκάθαρα ὁ κήρυκας τῆς Χάριτος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἔχοντας ὁ ἐν λόγῳ Ἅγιος βιώσει πρῶτα τίς προσωπικές του ἐμπειρίες καί ἀποκαλύψεις τῆς ἰδίας τῆς Προστάτιδος ὅλων ἡμῶν, τῆς Παναγίας μας δηλαδή, θά βεβαιώση ὅτι ἡ Θεοτόκος ἔζησε ὡς ἡσυχάστρια εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων κατά τρόπον ἀπόρρητον εἰς τούς ἀνθρώπους.
Ἔτσι, ἡ Παναγία μας προβάλλεται ἐνώπιόν μας ὡς ἰδανικόν πρότυπον πνευματικῆς τελειώσεως καί φυσικά ὡς ἰδεατό παράδειγμα πρός μίμησιν, γιά ὅλους βέβαια ἀνεξαρτήτως τούς πιστούς, ἰδίως δέ εἰς τούς φέροντας τό ἀγγελικόν Σχῆμα.
Αὐτός δέ ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος θά ἀποδείξη καί θά καταθέση εἰς τούς πιστούς ὅτι Αὕτη ἦτο ἡ μόνη κυρίως φερωνύμως Παρθένος, δηλαδή ἐν ἀπολύτῳ ἐννοίᾳ παρθένος, ἡ ὁποία εἶχε ἀποκτήσει τήν τελείαν ἁγνείαν εἰς τό σῶμα καί εἰς τήν ψυχήν. Καί ὅτι οὐδείς μολυσμός, εἴτε τῶν αἰσθήσεων τοῦ σώματος, εἴτε καί τῶν πιό λεπτῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς ἦτο κἄν δυνατόν νά προσεγγίση τήν πάναγνον Κόρην.
Φυσικά, καί ἐκτός ἀπό τόν Ἅγιο Γρηγόριο, δέν ὑπάρχει διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας καί πραγματικός πιστός, πού νά μήν αἰσθάνεται τό ὅλως ἰδιαίτερον τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς τῆς Θεοτόκου. Αὐτή, ἡ Παναγία, ὄχι μόνον κατά τήν περίοδο πού εὑρίσκετο εἰς τόν μυστικόν «θάλαμον», εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅπου ὁ νοῦς Της ἦτο εἰς τόν ἰδιαίτερον «θάλαμον» τῆς Χάριτος, τήν ἀπόλυτον ἡσυχαστικήν ἔκφρασιν, καί συνωμίλει ἐκεῖ μέ τά οὐράνια πνεύματα καί ἐγεύετο τόν ἄρτον τῶν ἀγγέλων, ὄχι μόνον τότε, κατά τήν περίοδον ἐκείνην, ἀλλά καί καθ᾽ ὅλην τήν μοναδικήν καί ἀνεξιχνίαστον καί ξεχωριστήν Της ζωήν. Τό εἶναι τῆς Παναγίας ἦτο ἑνωμένο μέ τόν Θεόν σέ τέλειο καί ἀσύλληπτο βαθμό.
Ἀκόμη καί ὅταν ὁ Υἱός Της καί Θεός Της καί Θεός μας ἐσταυρώνετο, ἡ ψυχή τῆς Παναγίας Μητέρας μας ἐβίωνε αὐτό τό πνεῦμα τοῦ Ἡσυχασμοῦ, καί μάλιστα εἰς τήν κορυφήν τῶν κορυφῶν δι᾽ αὐτῆς τῆς μυστικῆς θεοεπικοινωνίας καί θεοκοινωνίας.
Ἀλλά, καί ἐκτός τῆς Θεοτόκου, ὅλοι οἱ Ἅγιοι, τοὐλάχιστον μέ τήν εὐρεῖαν ἔννοιαν, ἀλλά καί μέ τήν στενήν ἀρκετοί ἀπό αὐτούς, ἀνεξαρτήτως δηλαδή τό ποῦ ἔζησαν, εἴτε στόν κόσμο, εἴτε στίς ἐρημιές, ὑπῆρξαν στήν οὐσία ὅλοι τους, πραγματικοί ἡσυχαστές, κατά τό ὀλιγώτερον ἤ περισσότερον.
Καί αὐτό, μέ δεδομένο ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον οἱ Ἅγιοι εἶχαν ἐπιτύχει τήν θεραπεία τῆς ψυχῆς τους, συνεπάγεται αὐτομάτως ὅτι σέ αὐτούς εἶχε ὄντως ἐπιστρέψει ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ τους στήν οὐσία του. Διότι, μόνο σέ αὐτήν τήν περίπτωσι ἔχομε τήν τελεία ὑγεία τῆς ψυχῆς μας. Ἄλλωστε, οὐχ ὁ τόπος, ἀλλ᾽ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας ἔχει κυρίως σημασία γιά τόν ἁγιασμό μας.
Διά τοῦ Ἡσυχασμοῦ, ὅπως τόν βιώνει ἡ Ὀρθόδοξη διαχρονική ἀναλλοίωτη πνευματικότητα, ὁ ἄνθρωπος ἀνάγεται μέ ἀκόρεστο κορεσμό σέ ἄληκτη θεοκοινωνία ἀπό αὐτήν τήν ζωή, ἡ ὁποία μέ τήν σειρά της μετατρέπεται, καί μόνον τότε μετατρέπεται, σέ ἀληθινή ἀνθρωποκοινωνία καί περιβαλλοντοκοινωνία. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔλεγε «μεῖζον μοι ἡ »ἀπραξία»», δηλαδή ἡ πιό ἱερά του ἐργασία ἦτο, ὄχι ἡ κατά κόσμον, ἀλλά ἡ κατά Θεόν ἀπραξία.
Ἡ κατά Θεόν ἀπραξία ἀποτελεῖ τήν συνισταμένη καί τό καταστάλαγμα πολλῶν, ἀμετρήτων, πνευματικῶν ἀγώνων καί ἐνθέων δράσεων. Ὅπως τά πολλά χρώματα – πού φαίνονται στό γνωστό μας οὐράνιο τόξο, κλπ. – συνθέτουν τελικά καί δίδουν τό ἄχρωμο λευκό μας φῶς, ἔτσι καί οἱ πολλοί καί οἱ ποιοτικοί ἀγῶνες συντρέχουν καί ὁδηγοῦν τελικά εἰς τήν ἄληκτον καί ἀτελείωτον καί ἀκόρεστον κατά Θεόν »ἀπραξίαν». Μίαν ἀπραξίαν ὅμως, πού ὄχι μόνο τελικά δέν εἶναι ἀπραξία μέ τήν καθημερινή γνωστή ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀλλά αὐτή ἡ κατά Θεόν ἀπραξία στηρίζει παντοιοτρόπως ὅλη τήν οἰκουμένη. Τόσο πολύ, ὅσο καμμία ἄλλη, ἔστω καί θεάρεστη δρᾶσι νά εἶναι αὐτή. Μία ἀπραξία, πού αὐτή τελικά τρέμει περισσότερο ἀπό ὅλα καί θά τρέμη ὅσο τίποτε ἄλλο ὁ Διάβολος μέ τήν συμμορία του καί τά ποικίλα φανερά, γνωστά καί κρυφά ὄργανά του.
Μόνο ἀπό τόν γνήσιο κατά Θεόν ἡσυχασμό, ὅλα ἐκπηγάζουν σωστά, ὅπως ἐπί παραδείγματι ἡ αὐτενέργητη καρδιακή νοερά ἀδιάλειπτη προσευχή. Δηλαδή νά λέμε τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ καί στόν ὕπνο μας, κι ὅταν σκεφτώμαστε, καί πάντα, ἀβίαστα πλέον. Ἀπό τόν ἡσυχασμό ἐπίσης ἐκπηγάζει καί ἡ Ὀρθόδοξος Θεολογία καί ὅλες γενικῶς, οἱ χριστοκεντρικές καί ὄχι εὐσεβιστικές ἀρετές. Ἀπό τόν ἡσυχασμό ἐκπηγάζει ἀκόμη καί αὐτό πού φαίνεται ὅτι εἶναι δῆθεν ἀντίθετο τοῦ ἡσυχασμοῦ, ἀκόμη καί ἡ ἔνθεη δηλαδή ὁμολογία, πού εἶναι μία ἀπαραίτητος καί ἀναγκαία συνθήκη καί παράμετρος τῆς ὑγιοῦς πνευματικότητος.
Ἄλλωστε, ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία διδασκόμεθα, πάλιν καί πολλάκις, ὅτι ἡ θεία Πρόνοια αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἡσυχαστική καί δυναμική κατά Θεόν ἀπραξία εὐηρεστήθη νά χρησιμοποιήση, προκειμένου νά κατατροπώση τούς διαφόρους ἐχθρούς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀλλά καί τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος.
Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης ὅτι »ἡσυχαστής εἶναι ἐκεῖνος πού προσπαθεῖ διά τοῦ ἀγῶνος του νά περιορίση τό ἀσώματον μέσα σέ σωματικό οἶκο, πού ἀσφαλῶς εἶναι πρᾶγμα παραδοξώτατο». Σέ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ρῆσι παρέπεμπαν καί οἱ ὑπέρμαχοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἡσυχαστικῆς Παραδόσεως ἔναντι τῆς πλανεμένης Λατινικῆς τοιαύτης, κατά τίς περίφημες Ἡσυχαστικές Ἔριδες τοῦ 14ου αἰῶνος.
Ἔλεγαν οἱ Ὀρθόδοξοι: «Ἔνδον τοῦ σώματος κατέχειν τόν νοῦν προσευχόμενον». Πρέπει δηλαδή νά εἶναι ὁ νοῦς μέσα στό σῶμα, κατά τήν προσευχή, καί νά μή διασκορπίζεται. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στόν Ὑπέρ τῶν Ἱερῶς Ἡσυχαζόντων λόγον του τονίζει ἀκριβῶς ὅτι πρέπει νά ἐντρέπωνται τοὐλάχιστον οἱ Λατινόφρονες τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Σιναΐτην, ὅταν σφαλερῶς οἱ ταλαίπωροι Λατῖνοι ὑποστηρίζουν ὅτι κατά τήν προσευχή ὁ νοῦς πρέπει νά εὑρίσκεται ἔξω ἀπό τό σῶμα.
Βέβαια, αὐτήν τήν θέσι-κλειδί γιά τήν Ὀρθόδοξη ἡσυχαστική πνευματικότητα τήν τονίζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης ἐπί πλέον καί στήν 52α Παράγραφό του, στόν Περί Διακρίσεως λόγον του, λέγοντας: «Εἶναι ἐκ φύσεως ἀδύνατον ἕνα πρᾶγμα ἀσώματο – ὅπως γιά παράδειγμα εἶναι ὁ νοῦς – νά περιορίζεται ἐντός τοῦ σώματος. Ὅλα ὅμως εἶναι δυνατά σέ ἐκεῖνον πού ἀπέκτησε μέσα του τόν Θεόν».
Ἡ κατά Θεόν ἡσυχία, ὄχι ἁπλῶς δέν εἶναι μία παθητική κατάστασις, ἀλλά εἶναι ἡ πλέον δυναμική. Εἶναι τό ἄκρον ἐφετόν μέ πολυποίκιλους πνευματικούς καρπούς. Δέν εἶναι κἄν στάσις, ἀλλά εἶναι μία διαρκής καί ἀέναος κίνησις. Εἶναι μία ἀπό καί πρός τόν Θεόν, διά τοῦ Θεοῦ, θεοκατευθυνόμενη θεοκίνησις. Εἶχαν ἐρωτήσει ἕναν ἡσυχαστή, πού ἐξασκοῦσε πλήρως καί τήν τοπική καί τήν τροπική ἡσυχία, καί τοῦ εἶπαν: «Πῶς ἠμπορεῖς καί κάθεσαι τόσα χρόνια στό ἴδιο μέρος ἔγκλειστος;». Καί ἐκεῖνος ἀπήντησε λιτά: «Δέν κάθομαι. Συνεχῶς ταξειδεύω», ἄν καί ἦτο ἔγκλειστος. Καί προφανῶς ἐκεῖνος ὁ μακάριος δέν ἐννοοῦσε, ὅταν εἶπε »ταξειδεύω», συναισθηματικές ὀνειροπολήσεις, φαντασιώσεις, νοσηρές αὐθυποβολές ἤ ἄλλες χειρότερες ψυχοπαθητικές καταστάσεις, ἀλλά ὄντως ἐννοοῦσε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀναβάσεις καί ἐμπειρίες.
Παράλληλα μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματος – τοῦ αἵματος διά τόν Χριστόν ἐννοοῦμε - ὁ ἡσυχαστικός κατά Θεόν βίος εἶναι ὅ,τι τό ἀνώτερον στόν ἐπίγειο βίο τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἡ ἀνωτέρα ἔκφανσις πίστεως καί ἡ ἐναργεστέρα ἔκφρασις Χάριτος μέ ὑπεράριθμες εὐεργετικές ἐπιπτώσεις, ὄχι μόνο σέ προσωπικό ἐπίπεδο, ἀλλά καί σέ ὁλόκληρο τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα διαχρονικῶς. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Διάβολος πολεμεῖ πολύ τόν μοναχισμό καί τά μοναστήρια, τά ὁποῖα εἶναι τά ἀλεξικέραυνα ὅλου τοῦ κόσμου.
Ἀπό ὅλους αὐτούς τούς χυμώδεις πνευματικούς καρπούς τοῦ Ἡσυχασμοῦ, ἄς ἀναφέρωμε μόνο ἕναν, πού εἶναι ἡ ἔνθεος χαρά τῆς ὁμολογίας. Μόνο ἀπό τόν κατά Θεό ἡσυχασμό ἐκπηγάζει αὐτομάτως, ἀβιάστως, φυσικῷ τῷ τρόπῳ, ἡ ὑγιής, θεάρεστη, χωρίς ἐμμονές, φανατισμούς, ὑστερίες καί παρενέργειες ὁμολογία. Μία ὁμολογία χωρίς ἐμπάθειες, ἰδιοτέλειες, ἀδιακρισίες, ἀλλά καί χωρίς συμβιβασμούς.
Ὁ ἡσυχασμός, ὄχι ἁπλῶς συνδυάζεται, ἀλλά ἀλληλοπεριχωρεῖται μέ τήν ὁμολογία τῆς πίστεως καί τῆς ἀνοθεύτου Ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Ἐπιβάλλεται ὁ μοναχισμός-ἡσυχασμός νά φέρη ὡς σφραγίδα γνησία του τήν ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί πνευματικότητος καί τήν σθεναράν ἀντίδρασιν ἐναντίον ὅλων ἐκείνων, πού ἰδιαίτερα στίς ἡμέρες μας, ἀντί πινακίου φακῆς, προσπαθοῦν καί θέλουν καί πωλοῦν τά πρωτοτόκια.
Ὅπως δέ ὁ ὄμορφος, ἀγαθός καί ὑγιής καρπός ἀποδεικνύει τήν ὑγεία τῆς ρίζης τοῦ δένδρου, οὕτω πως, ἔτσι καί ἡ ποιότης τῆς ὁμολογίας φανερώνει τήν γνησιότητα ἤ τό νόθον τοῦ μοναχικοῦ πνεύματος καί τό ἀνύπαρκτον ἤ τό αὐθεντικόν τοῦ ἡσυχαστικοῦ πνεύματος. Καί πῶς θά ἠμποροῦσε νά συμβαίνη διαφορετικά, ἀφοῦ διά τό ἀποτέλεσμα τοῦ αἰτιατοῦ προϋποτίθεται πάντα ἡ ὕπαρξις τῆς αἰτίας; Στό θέμα τοῦ γνησίου ἡσυχασμοῦ καί τῆς θεαρέστου ὁμολογίας τό ἕνα γεννᾷ τό ἄλλο καί τό ἕνα συναυξάνει μέ τό ἕτερο. Ἡσυχασμός καί ὁμολογία, ὁμολογία δι᾽ ἡσυχασμοῦ. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι τυχαῖο τό ὅτι σέ ὅσους χώρους δέν καλλιεργεῖται τό ἕνα σωστά, καί τό ἄλλο, δυστυχῶς, ἀναποφεύκτως καί νομοτελειακῶς, ἀτροφεῖ καί μαραζώνει.
Ἀγαπητοί μου προσκυνηταί, εὑρισκόμεθα σήμερα ἐδῶ, ἐντός τοῦ ἡσυχαστικοῦ καί ὁμολογιακοῦ αὐτοῦ ἱεροῦ Παρθενῶνος, στόν ὁποῖον πρίν δύο χρόνια, ὡς ξένον ἄκουσμα καί λάλημα εὐλογίας, ὑπό τῶν ἀλόγων πτηνῶν ἔλαβε χώραν ἡ ἐνθρόνησις τῆς δευτέρας εἰκόνος τῆς Παναγίας Παραμυθίας, πού εὑρίσκεται ἐδῶ ἐμπρός μας. Ἐξ οὗ καί »Παναγία ἡ Εὐλαλοενθρονισθεῖσα». Παρακαλῶ, ὅποιος τυχόν δέν γνωρίζει τό θαῦμα, ἄς ἐρωτήση τίς ἀδελφές γιά νά τό μάθη.
Ἀλήθεια, τά τιτιβίσματα αὐτῶν τῶν ἀναριθμήτων πουλιῶν δέν ἀποτελοῦν στήν οὐσία παρά μία νέα ὁμολογία διά τό πάνσεπτον Πρόσωπον τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Αὐτή δέ ἡ ὁμολογία τῶν πτερωτῶν θεόθεν ἀγγελιοφόρων, δέν ἀποτελεῖ ταυτοχρόνως καί ἕνα τρομερόν ἔλεγχον πρός ὅ,τι ἀντιβαίνει στήν διδασκαλία τοῦ Υἱοῦ Της καί Θεοῦ μας; Δηλαδή, στήν ἀναλλοίωτη πίστι τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, πού Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας; Προφανῶς καί ἀναμφισβήτητα ναί. Χιλιάδες »ναί». Τόσα »ναί», ὅσα καί τά πετεινά, πού τό καθένα ξεχωριστά κι ὅλα μαζί ταυτοχρόνως καί ὑπερθαυμαστῶς τό ἐπεβεβαίωσαν προσφάτως.
Τώρα πλέον, στήν περίπτωσί μας, δέν ἐλέγχει καί ἀποκαλύπτει τήν πραγματικότητα κάποια ὄνος τοῦ Βαλαάμ ὑπό τήν σκιάν τοῦ Νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά τώρα, ἐντός τοῦ χώρου τῆς Χάριτος τῆς Καινῆς Διαθήκης, τά ἡδύγφογγα πετεινά, πού »οὔτε σπείρουσι, οὔτε θερίζουσι, οὐδέ συνάγουσι εἰς ἀποθήκας», αὐτά τά ἄλογα πτηνά μᾶς καθοδηγοῦν, σύν τοῖς ἄλλοις, καί εἰς τήν σχοινοβασία τῆς ἡσυχαστικῆς καί ὁμολογιακῆς ζωῆς.
Τότε, στήν Παλαιά Διαθήκη, μέσῳ τῆς ἀλόγου ὄνου, κατεδίκασε ὁ Θεός τήν ἀλογία τοῦ Προφήτου.
Ἐδῶ τώρα, ἐν προκειμένῳ, δέν ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Γεροντικοῦ »τά πετεινά μοῦ κλέπτουσι τόν σπόρον», ἐννοῶντας, μεταφορικῷ τῷ τρόπῳ, τόν ἐχθρό καί τόν κίνδυνο τοῦ μετεωρισμοῦ, ἰδίως κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς.
Στό συγκεκριμένο, πρίν δύο χρόνια, γνωστό πλέον θαυμαστό γεγονός, τά πετεινά μᾶς δείχνουν μέ τόν δικό τους χαριτωμένο τρόπο, τόν δρόμο τῆς ἐπιγνώσεως τῶν ἀνεξαντλήτων μεγαλείων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καί δή τῆς Παναγίας Παραμυθίας, πού μητρικῶς παραμυθοῖ, ἐάν Τῆς τό ζητοῦμε, τούς πόνους μας καί τίς ἀνάγκες μας, ὄχι μόνο τίς πνευματικές, ἀλλά καί τίς σωματικές καί τίς βιοτικές.
Φυσικά, αὐτή ἡ ὑπερφυσική τιμή τῶν αὐτοκλήτων, ἤ μᾶλλον, θεοκλήτων πτερωτῶν ἐπισκεπτῶν καί ψαλτῶν πρός τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, αὐτή ἡ τιμή τῶν πουλιῶν, »ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει», ἐπί τόν Θεόν δηλαδή διαβαίνει.
Ὅπως ἡ Παναγία Μητέρα μας εἰς τόν γάμον τῆς Κανᾶ εἶπε στούς διακόνους «ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε», δηλαδή »ὅ,τι σᾶς λέγει ὁ Χριστός νά τό κάνετε», ἔτσι καί τά ἀναρίθμητα σμήνη τῶν πτερωτῶν εὐλαλοσυνοδῶν, μιμούμενα τούς ἀνεκφράστους ὕμνους τῶν ἀγγέλων, ὑποψάλλοντας, κράζουν, βοοῦν καί διαλαλοῦν ἡδυφθόγγως, ὅτι τό μεγαλεῖο καί ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, «χθές καί σήμερον καί εἰς τούς αἰῶνας» εἶναι ἀναλλοίωτα. Αὐτό πλέον τό ἀντιλαμβάνεται σαφῶς κάθε καλοπροαίρετος ἄνθρωπος. Δέν ἀπαιτεῖται κἄν ἰδιαίτερη φώτισι. Ἁπλῶς, ἀπαιτεῖται καλή προαίρεσι.
Πῶς λοιπόν εἶναι δυνατόν νά εὑρίσκεται ἐχέφρων πνευματικά ἄνθρωπος, καί δή ρασοφόρος Θεοτοκόφιλος, ὁ ὁποῖος νά ἠμπορῆ ἔστω καί κατ᾽ ὀλίγον νά ἀρνηθῆ τά ἀνωτέρω; Ἑπομένως, ἐάν κανείς – ὦ, μή γένοιτο! – ἀρνῆται τόν ἔλεγχο τοῦ Θεοῦ, τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄς ἐντραπῇ τοὐλάχιστον τόν «ἔλλογο» ἔλεγχο αὐτῶν τῶν ἀλόγων ἀλλά παραδεισίων φωνῶν, αὐτῶν δηλαδή τῆς πτερωτῆς τιμητικῆς τῆς Θεοτόκου φρουρᾶς, τά ὁποῖα καί ἀσφαλῶς ἐν προκειμένῳ νουθετοῦν τούς ἀτάκτους καί ἐνισχύουν τούς Ὀρθοδόξως φρονοῦντας καί πράττοντας. Ἐλέγχουν τούς ἀτάκτους περί τήν πίστιν καί τήν Ὀρθόδοξον πνευματικότητα, τούς ἀποκλίνοντας περί τά δόγματα καί τήν ἐφηρμοσμένην δογματικήν, πού εἶναι ἡ ἀναλλοίωτος Ὀρθόδοξος πνευματικότης.
Ἀλλά, »φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος», ἀλλά καί »δόξα τῇ μακροθυμίᾳ Σου, Κύριε»!
Σεβαστή Γερόντισσα Ἰωάννα, εὔχεσθε, ὅπως διά πρεσβειῶν τῆς Κυρίας Θεοτόκου τῆς Παραμυθίας τῆς εὐλαλοενθρονισθείσης, στίς χαλεπές αὐτές ἡμέρες πού διανύομε, νά εὐλαλοησυχάζωμε θεοπρεπῶς καί ἐν παρρησίᾳ νά εὐλαλοομολογοῦμε σθεναρῶς, πρός πᾶσαν κατεύθυνσιν, τήν ἀποκαλυπτικήν καί σώζουσαν καί ἀναλλοίωτον παναλήθειαν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί πνευματικότητος.
Εἴθε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἡ Παραμυθία, ὅπως, τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, διεφύλαξε τούς τότε ἀμελεῖς μοναχούς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου ἀπό τήν ἐπερχομένη πειρατική προσβολή, ἔτσι καί τώρα νά διαφυλάσση ἐς ἀεί τόν ἱερόν καί ὄντως ὁμολογιακόν τοῦτον Παρθενῶνα. Εἴθε ἡ Παναγία Μητέρα μας νά χαρίζη εἰς ὅλους μας τήν ἀκρίβειαν τῆς πίστεως, τῆς ὁμολογίας καί τῆς ἡσυχαστικῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Ἔτσι μόνο θά προφυλαχθοῦμε ἀπό τούς «πειρατές» τῆς ψυχῆς μας, πού εἶναι τά πάθη μας, ὁ Διάβολος καί ὁ κόσμος, ὁ ὁποῖος κόσμος κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ, ὥστε ὄχι μόνο νά μή ἀπενεργοποιοῦμε τήν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού μᾶς ἐδόθη κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα καί τό Χρῖσμα, ἀλλά νά τήν αὐξάνωμε.
Χαῖρε Θεοτόκε, τήν ἡσυχίαν ἐπευλογοῦσα
Χαῖρε Σάς παρθένους, πρός Υἱόν Σου καθοδηγοῦσα
Χαῖρε Σύ ἀναγεννῶσα, ὁμολογίαν τῶν πιστῶν
Χαῖρε ἡ παρρησία, τῶν Ὀρθοδόξων μοναστῶν
Χαῖρε ἡ ἀμφοτέρας καταστάσεις ἁρμόζουσα
Χαῖρε σχοινοβασία Πίστεως καταρτίζουσα
Χαῖρε ἡσυχαστικῆς ὁμολογίας τό καύχημα
Χαῖρε θαρσαλέοις πατράσι τό ἔμβλημα
Χαῖρε ὅτι ὑποβάλλεις λαλιάν ἀληθείας
Χαῖρε ὅτι καταισχύνεις ὀθνείαν νεολογίαν
Χαῖρε Θεοτόκε, εὐλαλοενθρονισθεῖσα Παραμυθία!
Ἀμήν.
Ὅπως δέ ὁ ὄμορφος, ἀγαθός καί ὑγιής καρπός ἀποδεικνύει τήν ὑγεία τῆς ρίζης τοῦ δένδρου, οὕτω πως, ἔτσι καί ἡ ποιότης τῆς ὁμολογίας φανερώνει τήν γνησιότητα ἤ τό νόθον τοῦ μοναχικοῦ πνεύματος καί τό ἀνύπαρκτον ἤ τό αὐθεντικόν τοῦ ἡσυχαστικοῦ πνεύματος. Καί πῶς θά ἠμποροῦσε νά συμβαίνη διαφορετικά, ἀφοῦ διά τό ἀποτέλεσμα τοῦ αἰτιατοῦ προϋποτίθεται πάντα ἡ ὕπαρξις τῆς αἰτίας; Στό θέμα τοῦ γνησίου ἡσυχασμοῦ καί τῆς θεαρέστου ὁμολογίας τό ἕνα γεννᾷ τό ἄλλο καί τό ἕνα συναυξάνει μέ τό ἕτερο. Ἡσυχασμός καί ὁμολογία, ὁμολογία δι᾽ ἡσυχασμοῦ. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι τυχαῖο τό ὅτι σέ ὅσους χώρους δέν καλλιεργεῖται τό ἕνα σωστά, καί τό ἄλλο, δυστυχῶς, ἀναποφεύκτως καί νομοτελειακῶς, ἀτροφεῖ καί μαραζώνει.
Ἀγαπητοί μου προσκυνηταί, εὑρισκόμεθα σήμερα ἐδῶ, ἐντός τοῦ ἡσυχαστικοῦ καί ὁμολογιακοῦ αὐτοῦ ἱεροῦ Παρθενῶνος, στόν ὁποῖον πρίν δύο χρόνια, ὡς ξένον ἄκουσμα καί λάλημα εὐλογίας, ὑπό τῶν ἀλόγων πτηνῶν ἔλαβε χώραν ἡ ἐνθρόνησις τῆς δευτέρας εἰκόνος τῆς Παναγίας Παραμυθίας, πού εὑρίσκεται ἐδῶ ἐμπρός μας. Ἐξ οὗ καί »Παναγία ἡ Εὐλαλοενθρονισθεῖσα». Παρακαλῶ, ὅποιος τυχόν δέν γνωρίζει τό θαῦμα, ἄς ἐρωτήση τίς ἀδελφές γιά νά τό μάθη.
Ἀλήθεια, τά τιτιβίσματα αὐτῶν τῶν ἀναριθμήτων πουλιῶν δέν ἀποτελοῦν στήν οὐσία παρά μία νέα ὁμολογία διά τό πάνσεπτον Πρόσωπον τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Αὐτή δέ ἡ ὁμολογία τῶν πτερωτῶν θεόθεν ἀγγελιοφόρων, δέν ἀποτελεῖ ταυτοχρόνως καί ἕνα τρομερόν ἔλεγχον πρός ὅ,τι ἀντιβαίνει στήν διδασκαλία τοῦ Υἱοῦ Της καί Θεοῦ μας; Δηλαδή, στήν ἀναλλοίωτη πίστι τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, πού Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας; Προφανῶς καί ἀναμφισβήτητα ναί. Χιλιάδες »ναί». Τόσα »ναί», ὅσα καί τά πετεινά, πού τό καθένα ξεχωριστά κι ὅλα μαζί ταυτοχρόνως καί ὑπερθαυμαστῶς τό ἐπεβεβαίωσαν προσφάτως.
Τώρα πλέον, στήν περίπτωσί μας, δέν ἐλέγχει καί ἀποκαλύπτει τήν πραγματικότητα κάποια ὄνος τοῦ Βαλαάμ ὑπό τήν σκιάν τοῦ Νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά τώρα, ἐντός τοῦ χώρου τῆς Χάριτος τῆς Καινῆς Διαθήκης, τά ἡδύγφογγα πετεινά, πού »οὔτε σπείρουσι, οὔτε θερίζουσι, οὐδέ συνάγουσι εἰς ἀποθήκας», αὐτά τά ἄλογα πτηνά μᾶς καθοδηγοῦν, σύν τοῖς ἄλλοις, καί εἰς τήν σχοινοβασία τῆς ἡσυχαστικῆς καί ὁμολογιακῆς ζωῆς.
Τότε, στήν Παλαιά Διαθήκη, μέσῳ τῆς ἀλόγου ὄνου, κατεδίκασε ὁ Θεός τήν ἀλογία τοῦ Προφήτου.
Ἐδῶ τώρα, ἐν προκειμένῳ, δέν ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Γεροντικοῦ »τά πετεινά μοῦ κλέπτουσι τόν σπόρον», ἐννοῶντας, μεταφορικῷ τῷ τρόπῳ, τόν ἐχθρό καί τόν κίνδυνο τοῦ μετεωρισμοῦ, ἰδίως κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς.
Στό συγκεκριμένο, πρίν δύο χρόνια, γνωστό πλέον θαυμαστό γεγονός, τά πετεινά μᾶς δείχνουν μέ τόν δικό τους χαριτωμένο τρόπο, τόν δρόμο τῆς ἐπιγνώσεως τῶν ἀνεξαντλήτων μεγαλείων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καί δή τῆς Παναγίας Παραμυθίας, πού μητρικῶς παραμυθοῖ, ἐάν Τῆς τό ζητοῦμε, τούς πόνους μας καί τίς ἀνάγκες μας, ὄχι μόνο τίς πνευματικές, ἀλλά καί τίς σωματικές καί τίς βιοτικές.
Φυσικά, αὐτή ἡ ὑπερφυσική τιμή τῶν αὐτοκλήτων, ἤ μᾶλλον, θεοκλήτων πτερωτῶν ἐπισκεπτῶν καί ψαλτῶν πρός τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, αὐτή ἡ τιμή τῶν πουλιῶν, »ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει», ἐπί τόν Θεόν δηλαδή διαβαίνει.
Ὅπως ἡ Παναγία Μητέρα μας εἰς τόν γάμον τῆς Κανᾶ εἶπε στούς διακόνους «ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε», δηλαδή »ὅ,τι σᾶς λέγει ὁ Χριστός νά τό κάνετε», ἔτσι καί τά ἀναρίθμητα σμήνη τῶν πτερωτῶν εὐλαλοσυνοδῶν, μιμούμενα τούς ἀνεκφράστους ὕμνους τῶν ἀγγέλων, ὑποψάλλοντας, κράζουν, βοοῦν καί διαλαλοῦν ἡδυφθόγγως, ὅτι τό μεγαλεῖο καί ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, «χθές καί σήμερον καί εἰς τούς αἰῶνας» εἶναι ἀναλλοίωτα. Αὐτό πλέον τό ἀντιλαμβάνεται σαφῶς κάθε καλοπροαίρετος ἄνθρωπος. Δέν ἀπαιτεῖται κἄν ἰδιαίτερη φώτισι. Ἁπλῶς, ἀπαιτεῖται καλή προαίρεσι.
Πῶς λοιπόν εἶναι δυνατόν νά εὑρίσκεται ἐχέφρων πνευματικά ἄνθρωπος, καί δή ρασοφόρος Θεοτοκόφιλος, ὁ ὁποῖος νά ἠμπορῆ ἔστω καί κατ᾽ ὀλίγον νά ἀρνηθῆ τά ἀνωτέρω; Ἑπομένως, ἐάν κανείς – ὦ, μή γένοιτο! – ἀρνῆται τόν ἔλεγχο τοῦ Θεοῦ, τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄς ἐντραπῇ τοὐλάχιστον τόν «ἔλλογο» ἔλεγχο αὐτῶν τῶν ἀλόγων ἀλλά παραδεισίων φωνῶν, αὐτῶν δηλαδή τῆς πτερωτῆς τιμητικῆς τῆς Θεοτόκου φρουρᾶς, τά ὁποῖα καί ἀσφαλῶς ἐν προκειμένῳ νουθετοῦν τούς ἀτάκτους καί ἐνισχύουν τούς Ὀρθοδόξως φρονοῦντας καί πράττοντας. Ἐλέγχουν τούς ἀτάκτους περί τήν πίστιν καί τήν Ὀρθόδοξον πνευματικότητα, τούς ἀποκλίνοντας περί τά δόγματα καί τήν ἐφηρμοσμένην δογματικήν, πού εἶναι ἡ ἀναλλοίωτος Ὀρθόδοξος πνευματικότης.
Ἀλλά, »φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος», ἀλλά καί »δόξα τῇ μακροθυμίᾳ Σου, Κύριε»!
Σεβαστή Γερόντισσα Ἰωάννα, εὔχεσθε, ὅπως διά πρεσβειῶν τῆς Κυρίας Θεοτόκου τῆς Παραμυθίας τῆς εὐλαλοενθρονισθείσης, στίς χαλεπές αὐτές ἡμέρες πού διανύομε, νά εὐλαλοησυχάζωμε θεοπρεπῶς καί ἐν παρρησίᾳ νά εὐλαλοομολογοῦμε σθεναρῶς, πρός πᾶσαν κατεύθυνσιν, τήν ἀποκαλυπτικήν καί σώζουσαν καί ἀναλλοίωτον παναλήθειαν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί πνευματικότητος.
Εἴθε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἡ Παραμυθία, ὅπως, τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, διεφύλαξε τούς τότε ἀμελεῖς μοναχούς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου ἀπό τήν ἐπερχομένη πειρατική προσβολή, ἔτσι καί τώρα νά διαφυλάσση ἐς ἀεί τόν ἱερόν καί ὄντως ὁμολογιακόν τοῦτον Παρθενῶνα. Εἴθε ἡ Παναγία Μητέρα μας νά χαρίζη εἰς ὅλους μας τήν ἀκρίβειαν τῆς πίστεως, τῆς ὁμολογίας καί τῆς ἡσυχαστικῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Ἔτσι μόνο θά προφυλαχθοῦμε ἀπό τούς «πειρατές» τῆς ψυχῆς μας, πού εἶναι τά πάθη μας, ὁ Διάβολος καί ὁ κόσμος, ὁ ὁποῖος κόσμος κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ, ὥστε ὄχι μόνο νά μή ἀπενεργοποιοῦμε τήν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού μᾶς ἐδόθη κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα καί τό Χρῖσμα, ἀλλά νά τήν αὐξάνωμε.
Χαῖρε Θεοτόκε, τήν ἡσυχίαν ἐπευλογοῦσα
Χαῖρε Σάς παρθένους, πρός Υἱόν Σου καθοδηγοῦσα
Χαῖρε Σύ ἀναγεννῶσα, ὁμολογίαν τῶν πιστῶν
Χαῖρε ἡ παρρησία, τῶν Ὀρθοδόξων μοναστῶν
Χαῖρε ἡ ἀμφοτέρας καταστάσεις ἁρμόζουσα
Χαῖρε σχοινοβασία Πίστεως καταρτίζουσα
Χαῖρε ἡσυχαστικῆς ὁμολογίας τό καύχημα
Χαῖρε θαρσαλέοις πατράσι τό ἔμβλημα
Χαῖρε ὅτι ὑποβάλλεις λαλιάν ἀληθείας
Χαῖρε ὅτι καταισχύνεις ὀθνείαν νεολογίαν
Χαῖρε Θεοτόκε, εὐλαλοενθρονισθεῖσα Παραμυθία!
Ἀμήν.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Ἑσπερινή ὁμιλία εἰς τήν Ἱερά Μονή Παναγίας Παραμυθίας καί Ἁγίου Γεωργίου Ἀνύδρου Γιαννιτσῶν – 20/1/2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου