Αμαλίας Σπουρλάκου-Ευτυχιάδου, Διδάκτορος Θεολογίας
Το πρόσωπο της Θεοτόκου βάλλεται από αιρετικούς (προτεστάντες) που δεν θέλησαν να μάθουν την Ορθόδοξη Θεολογία μας γύρω από το πρόσωπο το οποίο υποτιμούν και συστηματικά διαβάλουν. Έτσι ακολουθείται το ηθικώς παράδοξο να κατηγορούν συνέχεια και δίχως συστολή την Θεοτόκο, δίχως να γνωρίζουν για τι πράγμα μιλάνε! Εκεί ακριβώς κρύβεται εκτός από την άγνοια και η μισαλλοδοξία, αφού τα πάντα ερμηνεύονται βάση της δικής τους θεωρίας.
Πώς γίνεται όμως να κρίνεις μια διδασκαλία, μια θεωρία, ένα λόγο, ή κάποια τοποθέτηση για ένα θέμα με μοναδικό κριτήριο τη δική σου κοσμοθεωρία; Και το πιο λυπηρό · πώς γίνεται να κρίνει κάποιος ένα πρόσωπο και τη θεολογία γύρω από αυτό το πρόσωπο, όταν ποτέ του δεν έχει μελετήσει συστηματικά κανένα έργο και δεν έχει κάνει την παραμικρή προσπάθεια να προσεγγίσει αυτό, για το οποίο με νεανικό ενθουσιασμό κατηγορεί;
Η Θεοτόκος δεν ήρθε να εξασθενήσει, ή να αντικαταστήσει τη μεσιτεία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού (Ά Τιμ. Β' 5-6). Η μεσιτεία είναι καθαρά δεήσεως και πρεσβείας. Κατά συνέπειαν «δεν είναι μεσιτεία θυτήριος και λυτρωτική, αλλά μεσιτεία δεήσεως και ικεσίας υπέρ της επί γης στρατευομένης Εκκλησίας» (Η Ορθοδοξία ελπίς του κόσμου, Νικ. Π. Βασιλειάδη, Α΄τόμος, σελ. 211).
Η θέση της, η διακονία και η προσφορά της είναι μοναδική για το έργο της Θείας Οικονομίας. Η ελεύθερη επιλογή της για Υπακοή στο θέλημα του Θεού (Λουκ. 1.38) αναδεικνύει το ανθρώπινο κάλλος και τη συμβολή της Θεοτόκου στη Σωτηρία του κόσμου.
Στο σημερινό άρθρο θα θίξω το θέμα της Νέας Εύας
«Εν τω μέτρω τούτο της Θείας ενανθρωπήσεως, ήτοι της Θείας σαρκώσεως και της εξ αυτής προκυψάσης νέας γεννήσεως του ανθρώπου, η περί Νέας Εύας έννοια δέον, όπως αναλύεται εις δύο τινά:
«Την εν τη των πιστών Εκκλησίαν απο γυναικός» γέννησιν της όντως Ζωής, της Θείας και αθανάτου Ζωής, Χριστού του Θεού, εις αναίρεσιν του θανάτου, και την δια της Εκκλησίας μετάδοσιν της Ζωής ταύτης εν τη νέα δημιουργία, τή απο του Χριστού.
Αλλώς ειπείν, η Νέα Εύα ενεργεί και επιτελεί το κατά Θείαν Πρόνοιαν και βούλησιν έργον αυτήςως βοηθός του Νέου Αδάμ εν τω μυστηρίω της Ζωής, εν τη νέα γεννήσει, εις δύο φάσεις: την εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου γέννησιν του Χριστού ως κεφαλής· την εκ Πνεύματος Αγίου και ύδατος αναγέννησιν των ανθρώπων ως Σώματος του Χριστού, ίνα «ομού πάντες ώμεν συνημμένοι και συγκεκολλημένοι τη κεφαλή» (Χρυσοστόμου, προς Εφεσίους, PG 62, 26).
Η Χριστιανική αλήθεια περί της αναδημιουργίας του ανθρώπου, της ζωοποιήσεως, δηλαδή, αυτού εν τω Χριστώ, στρέφεται πέριξ των δύο τούτων σημείων, ως αμετακίνητων, αμετάθετων και αμετάβλητων πόλων. Ούτως η Νέα Εύα κέκτηται, ομοίως, και «μαριολογικόν» χαρακτήρα, καθ'όσον η Παρθένος και Θεοτόκος Μαρία κατέστη και αυτή η Μήτηρ της Ζωής.
Η Εύα, παρατηρεί ο Τερτυλλιανός, ως βοηθός του Αδάμ δηλοί «το γένος της Μαρίας και εφ'εξής της Εκκλησίας» (Adversus Marciomem, II,4,PL 2, 289A). Ο Θεός, ως επεξηγεί ο αυτός, εγνώριζεν ότι η γυνή εν τη Μαρία και εν συνεχεία εν τη Εκκλησία θα ήτο ευεργετική διά τον άνθρωπον και ούτω προεικόνισεν αυτάς εν εκείνη.
Διο και διαχωρίζει σαφώς την ιδιότητα εκάστης ως Νέας Εύας εν τω μυστηρίω της Ζωής. «Η Παρθένος μήτηρ του Θεού είναι η Νέα Εύα εν τη πράξη της Υπακοής αυτής εις την Θείαν ενσάρκωσιν· η Εκκλησία, γεγγεννημένη εκ της νυγείσης πλευράς του Χριστού, ως η Εύα εξήλθεν εκ της πλευράς του Αδάμ, είναι η Νέα Εύα, η μήτηρ των Ζώντων, εν τη πνευματική γονιμότητι αυτής».
«Αντί της Εύας η Μαρία», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, αναφερόμενος εις την Νέαν Εύαν της ζωής εν τη δια της Θείας σαρκώσεως αναγεννήσει (Λόγος εις το άγιον Πάσχα), ενώ περί της ετέρας, της Νέας Εύας της πνευματικής αναγεννήσεως, δέχεται ότι αυτή είναι η απορρυείσα εκ της πλευράς του Χριστού, καθ'ομοιότητα της εκ της πλευράς του Αδάμ προκυψάσης Εύας.
«Από Μαρίας γαρ λαμβάνεται η λέξις και περί της Εκκλησίας έσται μοι τούτο λέγειν», διευκρινίζει ο Επιφάνιος Κύπρου, αναφερόμενος εις την αυτήν διάκρισιν της μητρός Εύας.
Αλλώς ειπείν, η Νέα Εύα ενεργεί και επιτελεί το κατά Θείαν Πρόνοιαν και βούλησιν έργον αυτήςως βοηθός του Νέου Αδάμ εν τω μυστηρίω της Ζωής, εν τη νέα γεννήσει, εις δύο φάσεις: την εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου γέννησιν του Χριστού ως κεφαλής· την εκ Πνεύματος Αγίου και ύδατος αναγέννησιν των ανθρώπων ως Σώματος του Χριστού, ίνα «ομού πάντες ώμεν συνημμένοι και συγκεκολλημένοι τη κεφαλή» (Χρυσοστόμου, προς Εφεσίους, PG 62, 26).
Η Χριστιανική αλήθεια περί της αναδημιουργίας του ανθρώπου, της ζωοποιήσεως, δηλαδή, αυτού εν τω Χριστώ, στρέφεται πέριξ των δύο τούτων σημείων, ως αμετακίνητων, αμετάθετων και αμετάβλητων πόλων. Ούτως η Νέα Εύα κέκτηται, ομοίως, και «μαριολογικόν» χαρακτήρα, καθ'όσον η Παρθένος και Θεοτόκος Μαρία κατέστη και αυτή η Μήτηρ της Ζωής.
Η Εύα, παρατηρεί ο Τερτυλλιανός, ως βοηθός του Αδάμ δηλοί «το γένος της Μαρίας και εφ'εξής της Εκκλησίας» (Adversus Marciomem, II,4,PL 2, 289A). Ο Θεός, ως επεξηγεί ο αυτός, εγνώριζεν ότι η γυνή εν τη Μαρία και εν συνεχεία εν τη Εκκλησία θα ήτο ευεργετική διά τον άνθρωπον και ούτω προεικόνισεν αυτάς εν εκείνη.
Διο και διαχωρίζει σαφώς την ιδιότητα εκάστης ως Νέας Εύας εν τω μυστηρίω της Ζωής. «Η Παρθένος μήτηρ του Θεού είναι η Νέα Εύα εν τη πράξη της Υπακοής αυτής εις την Θείαν ενσάρκωσιν· η Εκκλησία, γεγγεννημένη εκ της νυγείσης πλευράς του Χριστού, ως η Εύα εξήλθεν εκ της πλευράς του Αδάμ, είναι η Νέα Εύα, η μήτηρ των Ζώντων, εν τη πνευματική γονιμότητι αυτής».
«Από Μαρίας γαρ λαμβάνεται η λέξις και περί της Εκκλησίας έσται μοι τούτο λέγειν», διευκρινίζει ο Επιφάνιος Κύπρου, αναφερόμενος εις την αυτήν διάκρισιν της μητρός Εύας.
«Τυπικώς η πρώτη Εύα ζωή εκλήθη, ίνα σημάνει τήν δευτέραν, τουτέστιν την Αγίαν Μαρίαν, την γενννήσασαν την Ζωήν των ανθρώπων», παρατηρεί ο Νείλος Σιναϊτης (επιστολή ΣΞΖ', PG 79, 180 D), χωρίς βεβαίως να παραθεωρή το έτερον μέρος της τυπολογικής ερμηνείας της Εύας και του Αδάμ, καθ'ην «ο μεν Αδάμ πέπλασται», η δε Εύα ωκοδομήθη, ίνα δειχθεί Θεός Λόγος εκ Μαρίας μεν το σώμα το άσπιλον αναπλάσας εαυτώ, εκ δε της νυγείσης επί του Σταυρού πλευράς την νύμφην εαυτού την Εκκλησίαν οικοδομών».
«Το πρώτο ζεύγος (Εύα-Θεοτόκος) καταδεικνύει την συνεργία του ανθρώπου εις το έργον της εισόδου της Ζωής εις τον κόσμον, κατ'αντίθεσιν προς την προτέραν συνεργίαν αυτού εις την εις αυτόν είσοδον του θανάτου. «Η μεν γαρ Εύα πρόφασις γεγένηται θανάτου τοις ανθρώποις· δι'αυτής γαρ εισήλθεν ο θάνατοςεις τον κόσμον· η δε Μαρία πρόφασις ζωής, δι'ής εγεννήθη ημίν ζωή» (Επιφανίου Κύπρου, Κατά αιρέσεων).
Η ιδιότης, δηλαδή, της Θεοτόκου ως Νέας Εύας περιορίζεται εις την αντιπαραβολήν της Ζωής πρός τον θάνατον, του κυήματος αυτής (του Χριστού) προς το κύημα της Εύας (τον διάβολον). Εις τούτο δε ακριβώς έγκειται και ο αντιθετικός χαρακτήρ της σχέσεως Εύα-Μαρία, όστις εξ επόψεως υποκειμένου εκφράζει την έναντι του Θεού στάσιν του ανθρώπου εν τη πτώσει (δια της Εύας) και τη ανορθώσει αυτού (δια της Θεοτόκου).
Το τελευταίον τούτο είναι τοιαύτης σημασίας, ώστε, εν τέλει, ο συσχετισμός Εύας και Θεοτόκου να αφορά κυρίως εις την υπακοήν της δευτέρας εις το Θείον θέλημα-απαραίτητον προϋπόθεσιν της Θείας σαρκώσεως- ως αποκαθιστώσαν την παρακοήν της πρώτης εις το Θείον θέλημα- μοναδικήν αιτία της εισόδου του θανάτου εις τον κόσμον.
Εις το συμπέρασμα τούτο αγόμεθα απολύτως και εκ μόνης της αντιπαραθέσεως των σχετικών αγιογραφικών κειμένων, Γεν. 3,1-7 και Λουκ. 1,26-38. Εν αμφοτέροις τούτοις τίθεται θέμα αποδοχής του Θείου θελήματος εκ μέρους του ανθρώπου, αλλά και παρέχονται τα δύο ακραία παραδείγματα της συμπεριφοράς αυτού έναντι εκείνου, μετά των γνωστών προεκτάσεων αυτών δια την απώλειαν και την σωτηρίαν του κόσμου.
Η Εύα δεν απεδέχθη το Θείον θέλημα, παρακούσασα την εντολήν, ενώ αντιθέτος η Παρθένος Μαρίαυπέταξεν εαυτήν πλήρως τω Θεώ, υπακούσασα. Η Θεοτόκος Μαρία είναι απλώς η Νέα Εύα της υπακοής, η αντιπαραβαλλομένη εις την παλαιάν Εύαν της απειθείας και ανυπακοής έναντι του Θεού, η γεννήσασα την ζωήν, ως εκείνη τον θάνατον. Η Ζωής όμως αυτή εν συνεχεία μεταδίδεται τοις ανθρώποις δια του μυστηρίου της Εκκλησίας, της μόνης δεχομένης Αυτήν διηνεκώς εκ του Θεού Πατρός δι'Υιού εν Αγίω Πνεύματι.
Ο Χριστός παρέχει τω αναγεγενημένω δια της Εκκλησίας την μετοχήν της εαυτού ζωής, ήτις προσδιορίζει την αιώνιον ζωήν. Η πνευματική μητρότης της Εκκλησίας αφορά, δηλαδή εις την εν Χριστώ υπόστασιν του ανθρώπου, ην ούτως λαμβάνει εκ του Χριστού και της Εκκλησίας, ως μητρός, δι'ό και δεν πρέπει να συγχέεται αυτή προς την μητρότητα της Θεοτόκου Μαρίας. Η Εκκλησία είναι δια τον Χριστιανόν, ότι και η φυσική μήτηρ διά τον εξ αυτής γεννώμενον, ήτοι η μητρότης αυτής είναι φύσεως οντολογικής.
Ούτω, το δεύτερον ζεύγος (Εύα-Εκκλησία) εκφράζει την κατ'αναλογίαν πρός την πρώτην επιτελουμένην δευτέραν γέννησιν του ανθρώπου εν τη Ζωή και την διατήρησιν αυτού εν αυτή.
Ο συσχετισμός, δηλαδή, Εύας και Εκκλησίας αφορά κυρίως εις την αποστολήν της τελευταίας παρά τω πλευρώ του Νέου Αδάμ-Χριστού, καθ'ομοιότητα του μυστηρίου της πρώτης, ως βοηθού του παλαιού Αδάμ, και εις την τελείωσιν του δι'αυτών προτυπωθέντος μυστηρίου της όλης δημιουργίας.
Ως πληροφορούμεθα εκ του H. Holstein, και δια «την λατινικήν παράδοσιν», ο «παραλληλισμός Μαρίας και Εκκλησίας», ως πρός την Εύαν, υπήρξεν έως του η' αιώνος ανάλογος. Η Θεοτόκος, δηλαδή, «συνεκρίνετο πρός την Εύαν κατά την πράξιν της υπακοής αυτής εις την Θείαν ενσάρκωσιν», ενώ «η Εκκλησία συνεκρίνετο προς την Εύαν κατά την γόνιμον μητρότητα αυτής, ως «μητρός των ζώντων». [...]
Δια της αντιθέσεως Εύα-Θεοτόκος οι Πατέρες της Εκκλησίας διαπραγματεύονται ουσία το θέμα της συνδρομής της οικείας προαιρέσεως του ανθρώπου εις τον έργον Χάριτι Θεία θεώσεως αυτού.
Η συνδρομή αυτή αφορά εις μόνην, πλήν απαραίτητον, την αποδοχήν του Θείου θελήματος περί αυτού, οριζομένην απ'αρχής διά των υπό του Θεού αιτουμένων εν τω γενικώ όρω της υπακοής.
Η αντίθεσις Εύα-Θεοτόκος αποτελεί αναντιρρήτως υποδειγματικήν πατερικήν διδασκαλίαν εν τω σχολείο της αληθείας περί της ορθής χρήσεως του αυτεξουσίου εν τω αγώνι της αποτάξεως του Σατανά και της συντάξεως τω Χριστώ».
«Το πρώτο ζεύγος (Εύα-Θεοτόκος) καταδεικνύει την συνεργία του ανθρώπου εις το έργον της εισόδου της Ζωής εις τον κόσμον, κατ'αντίθεσιν προς την προτέραν συνεργίαν αυτού εις την εις αυτόν είσοδον του θανάτου. «Η μεν γαρ Εύα πρόφασις γεγένηται θανάτου τοις ανθρώποις· δι'αυτής γαρ εισήλθεν ο θάνατοςεις τον κόσμον· η δε Μαρία πρόφασις ζωής, δι'ής εγεννήθη ημίν ζωή» (Επιφανίου Κύπρου, Κατά αιρέσεων).
Η ιδιότης, δηλαδή, της Θεοτόκου ως Νέας Εύας περιορίζεται εις την αντιπαραβολήν της Ζωής πρός τον θάνατον, του κυήματος αυτής (του Χριστού) προς το κύημα της Εύας (τον διάβολον). Εις τούτο δε ακριβώς έγκειται και ο αντιθετικός χαρακτήρ της σχέσεως Εύα-Μαρία, όστις εξ επόψεως υποκειμένου εκφράζει την έναντι του Θεού στάσιν του ανθρώπου εν τη πτώσει (δια της Εύας) και τη ανορθώσει αυτού (δια της Θεοτόκου).
Το τελευταίον τούτο είναι τοιαύτης σημασίας, ώστε, εν τέλει, ο συσχετισμός Εύας και Θεοτόκου να αφορά κυρίως εις την υπακοήν της δευτέρας εις το Θείον θέλημα-απαραίτητον προϋπόθεσιν της Θείας σαρκώσεως- ως αποκαθιστώσαν την παρακοήν της πρώτης εις το Θείον θέλημα- μοναδικήν αιτία της εισόδου του θανάτου εις τον κόσμον.
Εις το συμπέρασμα τούτο αγόμεθα απολύτως και εκ μόνης της αντιπαραθέσεως των σχετικών αγιογραφικών κειμένων, Γεν. 3,1-7 και Λουκ. 1,26-38. Εν αμφοτέροις τούτοις τίθεται θέμα αποδοχής του Θείου θελήματος εκ μέρους του ανθρώπου, αλλά και παρέχονται τα δύο ακραία παραδείγματα της συμπεριφοράς αυτού έναντι εκείνου, μετά των γνωστών προεκτάσεων αυτών δια την απώλειαν και την σωτηρίαν του κόσμου.
Η Εύα δεν απεδέχθη το Θείον θέλημα, παρακούσασα την εντολήν, ενώ αντιθέτος η Παρθένος Μαρίαυπέταξεν εαυτήν πλήρως τω Θεώ, υπακούσασα. Η Θεοτόκος Μαρία είναι απλώς η Νέα Εύα της υπακοής, η αντιπαραβαλλομένη εις την παλαιάν Εύαν της απειθείας και ανυπακοής έναντι του Θεού, η γεννήσασα την ζωήν, ως εκείνη τον θάνατον. Η Ζωής όμως αυτή εν συνεχεία μεταδίδεται τοις ανθρώποις δια του μυστηρίου της Εκκλησίας, της μόνης δεχομένης Αυτήν διηνεκώς εκ του Θεού Πατρός δι'Υιού εν Αγίω Πνεύματι.
Ο Χριστός παρέχει τω αναγεγενημένω δια της Εκκλησίας την μετοχήν της εαυτού ζωής, ήτις προσδιορίζει την αιώνιον ζωήν. Η πνευματική μητρότης της Εκκλησίας αφορά, δηλαδή εις την εν Χριστώ υπόστασιν του ανθρώπου, ην ούτως λαμβάνει εκ του Χριστού και της Εκκλησίας, ως μητρός, δι'ό και δεν πρέπει να συγχέεται αυτή προς την μητρότητα της Θεοτόκου Μαρίας. Η Εκκλησία είναι δια τον Χριστιανόν, ότι και η φυσική μήτηρ διά τον εξ αυτής γεννώμενον, ήτοι η μητρότης αυτής είναι φύσεως οντολογικής.
Ούτω, το δεύτερον ζεύγος (Εύα-Εκκλησία) εκφράζει την κατ'αναλογίαν πρός την πρώτην επιτελουμένην δευτέραν γέννησιν του ανθρώπου εν τη Ζωή και την διατήρησιν αυτού εν αυτή.
Ο συσχετισμός, δηλαδή, Εύας και Εκκλησίας αφορά κυρίως εις την αποστολήν της τελευταίας παρά τω πλευρώ του Νέου Αδάμ-Χριστού, καθ'ομοιότητα του μυστηρίου της πρώτης, ως βοηθού του παλαιού Αδάμ, και εις την τελείωσιν του δι'αυτών προτυπωθέντος μυστηρίου της όλης δημιουργίας.
Δια της αντιθέσεως Εύα-Θεοτόκος οι Πατέρες της Εκκλησίας διαπραγματεύονται ουσία το θέμα της συνδρομής της οικείας προαιρέσεως του ανθρώπου εις τον έργον Χάριτι Θεία θεώσεως αυτού.
Η συνδρομή αυτή αφορά εις μόνην, πλήν απαραίτητον, την αποδοχήν του Θείου θελήματος περί αυτού, οριζομένην απ'αρχής διά των υπό του Θεού αιτουμένων εν τω γενικώ όρω της υπακοής.
Η αντίθεσις Εύα-Θεοτόκος αποτελεί αναντιρρήτως υποδειγματικήν πατερικήν διδασκαλίαν εν τω σχολείο της αληθείας περί της ορθής χρήσεως του αυτεξουσίου εν τω αγώνι της αποτάξεως του Σατανά και της συντάξεως τω Χριστώ».
Η Νέα Εύα, Μήτηρ και Παρθένος, Εκκλησιολογική-Θεομητορική Προσέγγισις
Αμαλία Σπουρλάκου-Ευτυχιάδου, Διδάκτορος Θεολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου