ΚΟΖΑΚΟΣ στην καταγωγή, ό ίερομάρτυς Νικόλαος γεννήθηκε στις 21 Ιανουάριου του 1880 στο κοζάκικο χωριό Μπαρσουκόφσκι, στο Κουμπάν του Βορείου Καυκάσου. Ό πατέρας του Ανδρέας Κανταούρωφ, όπως και όλοι σχεδόν οι Κοζάκοι πρόγονοί του, ήταν αξιωματικός του στρατού. Από τούς προγόνους της μητέρας του Άννας πολλοί ήταν ιερείς.
Ό Ανδρέας Κανταούρωφ ανδραγάθησε σε πολλούς πολέμους, παρασημοφορήθηκε επανειλημμένα και κατέλαβε υψηλές θέσεις στη στρατιωτική ιεραρχία. Μετά την αποστράτευση του, διορίστηκε επιθεωρητής λαϊκής μορφώσεως Βορείου Καυκάσου. Το 1898 δολοφονήθηκε από τρομοκράτες -ήταν εποχή πού διάφορα επαναστατικά κινήματα και κοινωνικές συγκρούσεις συντάραζαν απ’ άκρη σ’ άκρη την απέραντη Ρωσία.
Λίγο μετά τη δολοφονία του πατέρα του, ό Νικόλαος αποφάσισε να διακονήσει τον Θεό και τον λαό Του ως ιερέας. Ή απόφαση του ήταν ενσυνείδητη. Ήθελε μέ τον τρόπο αυτό να εκδηλώσει έμπρακτα την αντίδραση του στο αθεϊστικό ρεύμα, το όποιο τά χρόνια εκείνα απλωνόταν ανεξέλεγκτα, υποσκάπτοντας όλες τις παραδοσιακές δομές της ορθόδοξης ρωσικής κοινωνίας.
- Πρέπει και κάποιος να γίνει ιερέας! είπε μέ νόημα μια
μέρα στη μητέρα του, σχολιάζοντας μέ θλίψη πώς και τά παιδιά ακόμα των ιερατικών οικογενειών δεν τολμούσαν να σκεφτούν καν την αναδοχή της ιεροσύνης.
Φοίτησε, λοιπόν, στο Εκκλησιαστικό Σεμινάριο της Σταυρουπόλεως. πού το τελείωσε το 1907. Σπουδαστής ακόμα νυμφεύθηκε την Ελένη, κόρη τού ιερέα Ιωάννη Καραγάτσεφ. Από τον γάμο του απέκτησε έξι παιδιά, τρία αγόρια και τρία κορίτσια.
Με την σύζυγό του,1907
Το 1908. σε ηλικία είκοσι οκτώ χρόνων, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και υπηρέτησε ως εφημέριος σε διάφορα κοζάκικα χωριά τού Βορείου Καυκάσου, κάτω από αντίξοες συνθήκες, αλλά πάντοτε μέ αξιοθαύμαστο ζήλο και φιλοπονία.
Όταν, μετά την μπολσεβίκικη επανάσταση τού 1917, ξέσπασε ό εμφύλιος πόλεμος, ό π. Νικόλαος τήρησε ουδέτερη στάση απέναντι στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, τούς Λευκούς και τούς Κόκκινους, πού κυρίευαν μέ εναλλαγή την περιοχή. Στα κηρύγματά του έκανε λόγο για ειρήνη και συμφιλίωση, διακηρύσσοντας πώς ό φυλετικός εκείνος σπαραγμός αποτελούσε αυτοκτονία τού έθνους.
Μετά την οριστική επικράτηση τών Κόκκινων, εγκαθιδρύθηκε το σοβιετικό καθεστώς και στον Βόρειο Καύκασο το 1920. Αμέσως άρχισε σκληρός διωγμός κατά της Εκκλησίας, πού εκδηλώθηκε πρώτα-πρώτα μέ τις αρπαγές εκκλησιαστικών ειδών από τούς ναούς και τις συλλήψεις κληρικών. Οι τοπικές αρχές τού Κουμπάν, ωστόσο, επειδή σέβονταν και εκτιμούσαν τον
π. Νικόλαο για την ακεραιότητα του, αρκετές φορές τον προειδοποίησαν μέ απεσταλμένους τους για την επικείμενη σύλληψή του και τον παρακίνησαν να δια- φύγει έγκαιρα.
-Νικόλαε Άντρέγεβιτς, του έλεγαν, συγκεντρώνονται στοιχεία για τη δικαιολόγηση της συλλήψεώς σας. Μη χάνετε καιρό! Θα σάς δώσουμε άλογα. Πάρτε τα και φύγετε!
Αλλά και οι ενορίτες, αναστατωμένοι, τον παρακαλούσαν να κρυφτεί, πηγαίνοντας σ’ άλλον τόπο για ένα χρονικό διάστημα.
Ό π. Νικόλαος δεν άκουσε κανέναν. Έμεινε κοντά στο ποίμνιό του και συνέχισε να κηρύσσει, όπως πρώτα, την πίστη, την αγάπη, την ειρήνη, τη μετάνοια. Δεν δίσταζε, μάλιστα, να στηλιτεύει την αθεΐα, πού είχε διαβρώσει τά θεμέλια της ορθόδοξης Ρωσίας και οδηγούσε τον λαό της στον πνευματικό θάνατο. Πολλοί τού έλεγαν ότι μέ τά αντεπαναστατικά του κηρύγματα θα προκαλούσε τη σύλληψή του.
- Τά κηρύγματά μου δεν έχουν τίποτα το αντεπαναστατικό, απαντούσε. Μιλώ για το μέλλον της Ρωσίας μας, πού διαγράφεται ζοφερό.
Τελικά, το 1930 τον συνέλαβαν και τον καταδίκασαν σε έγκλεισμά δύο ετών σε Σωφρονιστικό Στρατόπεδο Εργασίας. Τον έστειλαν στον ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό Σατούρσκι, όπου εργάστηκε αρχικά ως φορτωτής τύρφης και αργότερα ως αποθηκάριος. Στο διάστημα αυτό ή πρεσβυτέρα του Ελένη πέθανε από την πείνα. Τά χρόνια εκείνα τού μεγάλου λιμού, αν ένα άλογο ψοφούσε στον δρόμο, μέσα σε λίγες ώρες δεν απέμενε απ’ αυτό τίποτα. Από τά χωριά τών Κοζάκων του Κουμπάν είχαν εξαφανιστεί και τά σκυλιά και οι γάτες.
Μετά την έκτιση της ποινής του, ό π. Νικόλαος διορίστηκε εφημέριος στο χωριό Βισοτσέρτ της Λευκορωσίας. Στα 1933- 34 ό λιμός, έπειτα από μια πρόσκαιρη ύφεση, παρουσίασε νέα έξαρση. Ό π. Νικόλαος και τά παιδιά του απέφυγαν τον θάνατο από την πείνα χάρη στη βοήθεια της διευθύντριας του τοπικού ελαιοπαραγωγικού εργοστασίου, πού ήταν μια βαθιά πιστή γυναίκα. Κάθε μέρα τούς πρόσφερε ένα μπιτόνι γάλα, για να το πάρουν τά παιδιά του ιερέα πεζοπορούσαν επτά χιλιόμετρα.
Το 1935 ό π. Νικόλαος διορίστηκε εφημέριος στον Ναό των Είσοδίων της Θεοτόκου του χωριού Ποντλέσναγια της επαρχίας Μόσχας. Πηγαίνοντας εκεί, βρήκε την ενορία διαλυμένη και τον ναό μισοερειπωμένο, γιατί οι τοπικές αρχές είχαν δρομολογήσει το κλείσιμό του. Εκείνος, όμως, σε σύντομο διάστημα κατόρθωσε να έπιδιορθώσει τον ναό και να μαζέψει τούς ενορίτες. Ό ναός μέ το εντυπωσιακό καμπαναριό και τούς ανακαινισμένους τρούλους έγινε ένα κόσμημα, πραγματικός οίκος του Θεού. Στις κατανυκτικές ακολουθίες έρχονταν τώρα τόσοι άνθρωποι, πού δημιουργούνταν το αδιαχώρητο• πολλοί αναγκάζονταν να στέκονται στον δρόμο.
Με την μητέρα του
Μολονότι έπασχε και από την καρδιά του και από τά πόδια του, ό καλός ποιμένας περιόδευε σχεδόν κάθε μέρα στη μεγάλη ενορία του, βοηθώντας υλικά και πνευματικά όσους είχαν οποιαδήποτε ανάγκη. Για τούς περισσοτέρους ήταν το τελευταίο καταφύγιο και ή μοναδική τους ελπίδα. Συχνά, επιστρέφοντας στο σπίτι, έλεγε στη μητέρα του:
- Μητέρα, δεν θα σου δώσω χρήματα για το σημερινό φαγητό μας. Όλα όσα είχα τά μοίρασα σε φτωχούς και άρρωστους.
Εκείνη ούτε θύμωνε ούτε βαρυγκωμούσε. Πιστή καθώς ήταν, γνώριζε ότι ό Κύριος ποτέ δεν αφήνει πεινασμένο εκείνον πού βοηθάει τον πλησίον.
Ή αδελφή του π. Νικολάου ήταν δασκάλα τραγουδιού. Διαπιστώνοντας πώς ό αδελφός της είχε υπέροχη φωνή και μουσικό αυτί, επανειλημμένα τον παρακινούσε να εγκαταλείψει την ιεροσύνη.
- Οι καιροί είναι δύσκολοι, του έλεγε. Δεν βλέπεις τί γίνεται στη χώρα μας; Σκέψου τά παιδιά σου. Πρέπει να τά θρέψεις. ’Αν δουλέψεις στο θέατρο, μέ τη φωνή πού έχεις, θα αποκτήσεις και χρήματα πολλά και δόξα μεγάλη.
Ό ιερέας, ωστόσο, απέρριπτε σταθερά τις προτάσεις της, λέγοντας:
- Τον σταυρό του Χριστού, πού τον πήρα εκούσια στούς ώμους μου, θα τον σηκώσω ως το τέλος, ότι κι αν συμβεί...
Το βράδυ της 25ης Ιανουαρίου του 1938 κάθονταν όλοι στο σπίτι, γύρω από την πέτσκα, και συζητούσαν ευχάριστα. Ένα κερί μόλις πού φώτιζε το δωμάτιο.
Ξαφνικά, ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα, ή οποία αμέσως άνοιξε διάπλατα. Το κερί έσβησε. Κάποιο από τά παιδιά άναψε μια λάμπα πετρελαίου. Τότε όλοι είδαν στην είσοδο έναν βλοσυρό άνθρωπο με χλαίνα και περίστροφο στη ζώνη.
- Ό Κανταούρωφ εδώ μένει; ρώτησε με τραχιά φωνή.
- Παιδιά, όλα τελείωσαν! είπε ό π. Νικόλαος μ’ ένα σοβαρό ύφος, αλλά δίχως να χάσει την ειρήνη του.
Αποχαιρέτησε θερμά την οικογένεια του και, παραδομένος στο θέλημα του Θεού, ακολούθησε τον άνδρα της ΝιΚαΒεΝτε.
Τον έκλεισαν αρχικά στις φυλακές της Κολόμνα και έπειτα στις φυλακές της Μόσχας. Τον κατηγορούσαν για άσκηση άντισοβιετικής προπαγάνδας και για διάδοση αντεπαναστατικό. ιδεών. Ή ανάκριση δεν κράτησε παρά μια μόνο μέρα και το πόρισμα ήταν, βέβαια, ενοχοποιητικό. Στις 2 Φεβρουάριου τού 1938 ή τρόικα της ΝιΚαΒεΝτε τον καταδίκασε σε θάνατο με τουφεκισμό. Στις 17 Φεβρουάριου ό π. Νικόλαος εκτελέστηκε και ή ψυχή του ενώθηκε μέ τις ψυχές των ιερομαρτύρων που θυσιάστηκαν για την Αγάπη του Χριστού. Το σκήνωμά του τάφηκε σε άγνωστο τόπο.
Από το βιβλίο ''Άγιοι κατάδικοι.Ρώσοι ιερομάρτυρες και Ομολογητές του 20ου αιώνα''Ι.Μ.Παρακλήτου
Από το βιβλίο ''Άγιοι κατάδικοι.Ρώσοι ιερομάρτυρες και Ομολογητές του 20ου αιώνα''Ι.Μ.Παρακλήτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου