Βασιλική Νευροκοπλή
- Πώς πάει ο δικός σας; ρώτησαν οι συγγενείς του Ενός τούς συγγενείς του Άλλου.
-Τα ίδια, απάντησαν οι συγγενείς του Άλλου. Ο δικός σας;
-Ίδια κι απαράλλαχτα. Καιρός να το αποφασίσουμε. Δεν πάει άλλο. Τι τον κρατάμε; Ο άνθρωπος τζάμπα βασανίζεται. Ευθανασία αύριο κιόλας.
-Καληνύχτα, είπαν οι μεν κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι.
-Καληνύχτα, τους απάντησαν οι δε βγαίνοντας στο δρόμο.
Και Ένας και ο Άλλος είχαν μείνει "φυτά". Φυτά σωματικώς. Οι ψυχές τους ολοζώντανες. Ίσως πιο ζωντανές από ποτέ, περίμεναν πώς και πώς να αναχωρήσουν οι συγγενείς τους. Πολλές συζητήσεις, ομιλίες ατέλειωτες, αβάσταχτη θλίψη. Οι δυο ψυχές είχαν πολύ κουραστεί.
-Όσο ήμουν ακόμα υγιής, είπε ο Ένας, είχα πει στους δικούς μου, αν ποτέ καταντήσω έτσι, να μου κάνουν ευθανασία.
-Κι εγώ, είπε ο Άλλος.
-Έλα όμως που εγώ το μετάνιωσα, αλλά δεν έχω τρόπο να τους το πω.
-Εγώ δεν το μετάνιωσα καθόλου, είπε ο Άλλος. Ζωή είναι αυτή;
Και όμως είναι. Κι αυτό είναι ζωή, είπε ο Ένας. Προφανώς, μια διαφορετική ζωή απ' αυτή που ζούσαμε πριν, αλλά αφού συνομιλούμε, μπορείς να ισχυριστείς πως αυτό δεν είναι ζωή;
-Ναι μπορώ. Δεν είναι. Οι δικοί μου κουράστηκαν να με φροντίζουν κι εγώ δεν μπορώ πια τίποτα να τους προσφέρω, μόνο τους ταλαιπωρώ. Τι νόημα έχει; Ελπίζω πως αύριο θα τελειώσει και το δικό τους και το δικό μου μαρτύριο.
-Μαρτύριο, είπε ο Ένας σκεφτικός. Πάμε μια βόλτα στους άλλους θαλάμους; Καιρό τώρα το είχαν συνήθειο.
-Και δεν πάμε;
Μπήκαν στους περισσότερους. Άλλοι ασθενείς ξαγρυπούσαν βαρυγκομώντας απ' τους πόνους, άλλους τους είχαν πιάσει τα φάρμακα και κοιμούνταν βαθιά. Οι συνοδοί τους ξενυχτούσαν πλάι τους καθισμένοι στις καρέκλες. Έπλεκαν, κεντούσαν, διάβαζαν, κουτουλούσαν απ' τη νύστα.
-Τους θυμάσαι αυτούς που κάθονται τόσες μέρες στις καρέκλες πώς ήταν τον πρώτο καιρό; ρώτησε ο Ένας τον Άλλον.
-Θυμάμαι, πώς δε θυμάμαι. Τότε ήταν μια χαρά, ενώ τώρα η κούραση είναι ορατή στα πρόσωπα, στα σώματα.
-Και για τις ψυχές τους τι έχεις να πεις; Τις βλέπεις πώς μεγάλωσαν, πώς φωτίζουν;
-Όχι, δεν βλέπω τίποτα. Πού τα είδες αυτά; Εγώ τις βλέπω λιωμένες, μαυρισμένες, συρρικνωμένες.
-Μα κοίταξε καλύτερα. Όλοι αυτοί που φροντίζουν τους αρρώστους τους και που λίγο πριν εσύ ισχυριζόσουν πως μόνο τους τυραννούμε και δεν τους προσφέρουμε τίποτα λάμπουν! Κοίτα και τους αρρώστους. Οι ψυχές τους από ισχνά κεριά που ήταν στην αρχή, τώρα καίνε σαν πασχαλινές λαμπάδες, να μην πω σαν βεγγαλικά. Καλά, δε βλέπεις;
-Δεν ξέρω τι εννοείς. Κι ούτε που με νοίζει αν λάμπουν και πόσο λάμπουν. Με νοιάζει μόνο πόσο πονούν και πόσο βασανίζονται. Κι αυτοί και οι άλλοι. Τι να το κάνω εγώ το φως τους;
-Μα είναι νύχτα, είπε ο Ένας. Η γλυκιά λάμψη τους ξεχύνεται παντού, γλυστρά απ' τα σφραγισμένα παράθυρα, πηγαίνει στον έξω κόσμο, αυτόν που ακόμα κοιμάται ήσυχος, υγιής, ξέγνοιαστος.
-Δε με ενδιαφέρει. Ούτε οι άρρωστοι με νοιάζουν ούτε και οι συνοδοί τους. Καλύτερα να τέλειωνε το μαρτύριό τους μια ώρα αρχίτερα. Κουράστηκα, πάμε πίσω.
Μπήκαν και πάλι στο θάλαμο της εντατικής. Μαρτύριο, ε; συγομουρμούρισε πάλι ο Ένας. Αντίκρυσαν τα σώματά τους, βουβά, λιωμένα, διασωληνωμένα.
-Η αλήθεια είναι πως αν δεν είχε προοδεύσει τόσο η Ιατρική, τώρα δε θα ήμασταν εδώ, είπε ο Ένας.
-Και το λες αυτό πρόοδο; ρώτησε ο Άλλος. Με το ζόρι να κρατάς κάποιιον σ' αυτήν την κατάσταση; Μωρέ, ευθανασία και πάλι ευθανασία!
- Όχι, αυτό δεν μπορώ πια να το δεχθώ, είπε ο Ένας στον Άλλον. Το ξανασκέφτηκα. Δεν είναι δική μου η ζωή, όσο κι αν υπήρξε δική μου. Ο Θεός μου την έδωσε όταν ήθελε, ο Θεός πρέπει και να μου την πάρει όποτε θέλει.
-Ναι, αλλά τώρα δε σε κρατά ο Θεός, σε κρατούν τα μηχανήματα.
-Κι αυτό όμως ακόμα, Εκείνος το επιτρέπει. Κι αυτό που μας φαίνεται γελοίο να ονομάζεται πρόοδος, κι αυτό ο Θεός το επέτρεψε. Νομίζεις δηλαδή πως αν θέλει ο Θεός δεν μπορεί να μας πάρει παρόλα τα μηχανήματα;
-Δεν μπορεί βέβαια, δεν τον αφήνουμε.
-Ίσως έχεις δίκιο, είπε ο Ένας σκεφτικός. Ίσως βρήκαμε τρόπο να εκβιάζουμε ακόμη και τον Θεό...
-Άρα δεν υπάρχει άλλη λύση.
-Κι όμως δεν μπορεί. Μίλησες για μαρτύριο. Πόσοι και πόσοι δε μαρτύρησαν πριν από μας. Γιατί αυτοί δεν αφαιρούσαν μόνοι τους τη ζωή τους; Ποιοι είμαστε εμείς; Τι παραπάνω ξέρουμε από κείνους; Αν τα μηχανήματα εκβιάζουν το Θεό να μας κρατά στη ζωή, τότε η ευθανασία δεν τον εκβιάζει ακόμα παραπάνω, αφαιρώντας του το δικαίωμα να μας την πάρει ο ίδιος; Στο κάτω κάτω τα μηχανήματα διατηρούν στη ζωή τη ζωή που ο Θεός έδωσε, ενώ η ευθανασία την αφαιρεί με ευθύνη δική μας. Ποιος από μας έχει αυτό το δικαίωμα;
-Εγώ το έχω. Στο ικάτω κάτω το παίρνω από μόνος μου βρε αδερφέ. Δεν με παρατάς ήσυχο με τον Θεό σου. Εξάλλου, αύριο και οι δικοί μου και οι δικοί σου θα προχωρήσουν σύμφωνα με ό,τι τους παραγγείλαμε πριν φτάσουμε σ' αυτό το αξιοθρήνητο σημείο. Οπότε, τι τα μελετάς;
-Εσύ δηλαδή θα φύγεις ανάλαφρος ή έχεις κάποιο βάρος; Κάτι που να μην πρόλαβες να το τακτοποιήσεις όσο ήσουν μέσα στο υγιές σώμα σου;
-Φυσικά και έχω. Αλλά τι να κάνω τώρα; Δεν μπορώ να κάνω τίποτα.
-Θα φύγεις, λοιπόν, μ' αυτό το βάρος;
-Ας φύγω το συντομότερο κι ας φύγω και μ' αυτό, αφού άλλη λύση δεν υπάρχει, είπε ο Άλλος. Υπάρχει;
Ο Ένας έμεινε σιωπηλός. Έμεινε σιωπηλός ώρα πολλή. Μέσα στην ησυχία της νύχτας, ο Άλλος τον άκουσε να προσεύχεται.
"Κύριε", είπε. "Εσύ που δίνεις και παίρνεις τη ζωή, συγχώρεσέ με. Στάθηκα σκληρός και άδικος με τον αδερφό μου. Δεν του ζήτησα να με συγχωρέσει όσο ζούσα. Έχει δίκιο που δεν ήρθε ούτε μια φορά εδώ να με δει. Μα και να ερχόταν, φωνή το σώμα μου δεν είχε πια να του ζητήσει συγνώμη. Δε θα με άκουγε. Συγχώρεσέ με, Κύριε, και πάρε με κοντά Σου. Τούτο το βράδυ, πάρε με. Μην πάρω και την αμαρτία της αφαίρεσης της ζωής μου, να μην την πάρουν και τα παιδιά μου εξαιτίας μου. Πάρε με, Κύριε. Εσύ, αν θέλεις, μπορείς. Μπορείς τα πάντα. Κύριε, πάρε με..."
Ο Άλλος κρυφογέλασε, μα δε μίλησε. Τίποτα δεν είπε. Προτίμησε να κοιμηθεί. Ανέκαθεν προτιμούσε τον ύπνο απ' τις σπαζοκεφαλιές. Ξημέρωσε. Ένας ήλιος λαμπρός μπήκε στο θάλαμο και ο τόπος άστραψε. Ο Άλλος ξύπνησε.
Φωνές, φώτα, γιατροί, νοσοκόμοι.
-Μα πώς έγινε αυτό; ρωτούσαν οι γιατροί τις νοσοκόμες. Δεν κάνατε βάρδια το βράδυ; Δεν τα ελέγξατε όλα;
-Όλα πήγαιναν καλά. Δεν είχαμε κανένα πρόβλημα μέχρι τις τέσσερις που περάσαμε. Μέσα σε μισή ώρα τι έγινε;
Ο Άλλος κοίταξε το ρολόι του τοίχου. Είχε κάνει λάθος. Δεν είχε ξημερώσει. Ήταν μόνο τέσσερις και μισή. Κοίταξε το παράθυρο. Μέσα στο πηχτό σκοτάδι της νύχτας, η ψυχή του Ενός ανέβαινε πάμφωτη στον ουρανό περιτριγυρισμένη από μύρια φώτα. Έμεινε ασάλευτος να την κοιτάζει.
-Πώς σταμάτησε το μηχάνημα, αδερφή; Κάποια εξήγηση θα πρέπει να δώσουμε στους συγγενείς.
-Δεν ξέρω, γιατρέ. Δεν ξέρω, ειλικρινά. Αλλά μην ανησυχείτε, σήμερα ούτως ή άλλως θα μας ζητούσαν να του κάνουμε ευθανασία. Μας έβγαλε απ' τη δύσκολη θέση ο άνθρωπος...
-Ο Άλλος τι κάνει;
-Όλα δουλεύουν κανονικά, ευτυχώς. Κι οι δικοί του θα έρθουν σε λίγες ώρες για τον ίδιο λόγο.
Οι λίγες ώρες πέρασαν. Στις εννιά ήρθαν οι συγγενείς του Ενός, ήρθαν και του Άλλου.
-Δεν προλάβαμε να εκτελέσουμε την επιθυμία του, είπαν οι συγγενείς του Ενός, είπε κάποιος. Κρίμα. Έφυγε μόνος του. Τον λυπήθηκε ο Θεός. Ίσως και καλύτερα. Τουλάχιστον ξέρουμε πως κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε. Κι αυτό ειναι κάτι...
-Μα πότε έφυγε; Αφού ήρθε μέσα στον ύπνο μου, είπε βουρκωμένος ο αδερφός του. Μ' αγκάλιασε, έπεσε στα γόνατα και κλαίγοντας μού ζήτησε συγνώμη. Τον σήκωσα, τον φίλησα, τον αγκάλιασα και ήρθα χαρούμενος να τον συναντήσω. Νόμιζα πως είχε γίνει πια καλά. Τι όνειρο... Αναπαυμένος να 'ναι...
Οι συγγενείς του Άλλου κουβέντιαζαν ήδη με τον γιατρό. Η ψυχή του τους μιλούσε, τους εξηγούσε τι συνέβη στον φίλο του, τους ικέτευε να του δώσουν λίγο χρόνο, λίγο, μια στάλα χρόνο ρε παιδά, να το ξανασκεφτώ... Κανείς δεν τον άκουσε. Κανείς. Ίσα που πρόλαβε να πει: Κύριε..
Οι συγγενείς του Άλλου έμειναν σιωπηλοί. Κατέβασαν τα μάτια. Τα μάτια τους θα κουβαλούσαν ως τη στερνή τους ώρα το ασήκωτο βάρος τριών ερωτημάτων που το στόμα τους ποτέ δε θα άρθρωνε. Ήταν οι αγαπημένοι του ή οι φονιάδες του; Αν μπρούσε να τους μιλήσει θα επέμενε στην παλιά του άποψη; Στάθηκαν φιλάνθρωποι ή Θεομάχοι;
Το σίγουρο είναι πως κανένας τους δεν ζήτησε ποτέ για τον εαυτό του την ίδια μεταχείριση σε ενδεχόμενη ανάλογη περίπτωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου