«Λέγει ο Αριστοκλής:
– Εγώ, πάτερ Φλαβιανέ, εδώ και τρεις μήνες έχω ενημερωθεί για την κατάσταση της υγείας μου από τον παλιό μου φίλο και χειρουργό . Ηδη έχω προετοιμαστεί για το τέλος της ζωής μου. Η διαθήκη μου έχει συνταχθεί και έχουν δοθεί οι απαραίτητες οδηγίες στο δικηγόρο.
Απέμεινε να τακτοποιήσω μόνο την ψυχή μου, να συμφιλιωθώ με το Θεό, αν φυσικά η Χάρη Του κατέβει σε μένα, τον αδιόρθωτο αμαρτωλό!
– Ήδη κατέβηκε, είπε ο πατήρ Φλαβιανός, κάνοντας το σταυρό του και ακουμπώντας το αρτοφόριο στο στήθος. 0 Κύριος, Αριστοκλή Ιβάνοβιτς, σας έστειλε τον υπηρέτη Του και ο Ίδιος εμφανίστηκε μέσω των αχράντων Μυστηρίων!
– Το βλέπω, παππούλη μου, και πιστέψτε με τρέμω από δέος.
Το τελευταίο διάστημα διάβασα μερικά, θρησκευτικά βιβλία, είπε, δείχνοντας με νεύμα της ωραίας, ασπρομάλλης κεφαλής του προς το σκαλιστό τραπεζάκι, στο προσκέφαλο του καναπέ, όπου βρισκόταν μία ντουζίνα βιβλίων.
Ανάμεσα σε αυτά (αναφέρει ο συγγραφεύς της ιστορίας) αμέσως αναγνώρισα το Ευαγγέλιο, τα «Θρησκευτικά» του πρωθιερέως Σλομπόντσκι, το βιβλίο «Η εν Χριστώ ζωή μου» του αγίου πατρός Ιωάννη της Κρονστάνδης και την «Κλίμακα» του οσίου Ιωάννου του Σιναίτου. Μου φαίνεται, επίσης, ότι υπήρχε και «Ο βίος του οσίου Σεραφείμ της Βίριτσα», καθώς και άλλες εκκλησιαστικές εκδόσεις.
– Διάβασα, συνέχισε ο Αριστοκλής και για πρώτη φορά στη ζωή μου ανακάλυψα και κατανόησα πολλά, καινούργια πράγματα. Το κυριότερο όμως είναι ότι κατανόησα. Κατανόησα και τρόμαξα… Αργότερα συγκινήθηκα με την αγάπη του Θεού και με κατέλαβε η ελπίδα της πλήρους συγχώρεσης των αμαρτιών μου από Αυτόν. Για το λόγο αυτό σας κάλεσα, πάτερ Φλαβιανέ. Θέλω να εξομολογηθώ ενώπιον σας όλη μου τη ζωή.
Σηκώθηκα να φύγω (λέγει ο συγγραφεύς), όμως ο Αριστοκλής Ιβάνοβιτς μας σταμάτησε:
– Παραμείνετε, νεαρέ κι εσύ. Αννούλα, μείνε (λέγει προς τη γυναίκα του). Πρωτίστως θα ήθελα να εξομολογηθώ ενώπιον όλων σας. Κάποτε υπήρχε, παππούλη μου, μία τέτοια παράδοση δημόσιας εξομολόγησης. Μου φαίνεται ότι αναφέρεται στην «Κλίμακα».
Ο Φλαβιανός με νεύμα του το επιβεβαίωσε.
– Όλη μου τη ζωή αμάρτησα ενώπιον του κοινού. Ενώπιον του κοινού, μου φαίνεται, είναι σωστό να μετανοήσω.
Σιώπησε, συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του και, με βαθιά ανάσα, προσπάθησε να επικεντρωθεί σε κάτι πολύ βασικό.
– Η κυριότερη αμαρτία μου, πατέρα Φλαβιανέ, δεν είναι το κρασί και οι γυναίκες, αν και σ” αυτά αμέτρητες φορές αμάρτησα. Η βασικότερη αμαρτία μου βρίσκεται στη φύση του επαγγέλματος μου και είναι η ματαιοδοξία! Αγαπούσα τη δόξα, όπως ο Σατανάς. Αναζητούσα την αθάνατη δόξα, την αδιάλειπτη και σε όλα τα επίπεδα δόξα. Στα χειροκροτήματα, στις επιβραβεύσεις, στις αφίσες, στα άρθρα, στα πορτραίτα, στις εκστατικές γυναικείες ματιές… Ναi!
Ένα μεγάλο τάχα «εικονοστάσι» ομορφαίνει τους τοίχους του σπιτιού μου… Τρία συρτάρια με βιβλία, άρθρα, άλμπουμ και ντοσιέ με αποκόμματα από εφημερίδες που συγκέντρωνα. Όλα τα αγαπημένα μου. Ξαπλωμένος τώρα σε αυτήν τη νεκρική κλίνη, κατάλαβα ότι σε όλη τη ζωή μου δεν αγάπησα κανέναν εκτός από τον εαυτό μου. Ούτε τις γυναίκες. Συγχώρεσε με, Αννούλα. Ούτε τα παιδιά, ούτε τους μακαρίτες τους γονείς μου.
Τους εγκατέλειψα χωρίς οίκτο. Δεν εκτίμησα ότι στη ζωή μου, το πιο πολύτιμο δώρο που μου έδωσε ο Κύριος ήταν η αγάπη των οικείων μου. Όλη η ικανότητα της φιλαυτίας μου δόθηκε στη θεατρική τέχνη και μόνο σ” αυτή, διότι ικανοποιούσε τη δίψα μου για φήμη και δόξα. Τα πάντα με υποδούλωναν σα ναρκωτικό. Ένιωθα δημιουργός! Ήμουν ο θεός της σκηνής! Γι” αυτόν ακριβώς το λόγο κάποιοι θαυμαστές με αποκαλούσαν: θεό! Κι εγώ… Εγώ, σαν ασήμαντο σκουλήκι, απολάμβανα αυτή την ιεροσυλία…
– Όλοι εμείς οι καλλιτέχνες, οι άνθρωποι της τέχνης, είμαστε εξαρτημένοι από αυτό το πάθος. Έχουμε όλοι «μανία με τη δόξα». Πιστέψτε έναν ετοιμοθάνατο, ηλικιωμένο ηθοποιό. Αυτό το γνωρίζω πολύ καλά και. μπροστά στο θάνατο, δεν πρόκειται να συμβιβαστώ με τη συνείδηση μου.
– Όλοι οι μεγάλοι συλλογισμοί για το ναό της Τέχνης και η αφιέρωση σε αυτόν είναι ανοησίες! Ναός είναι ο εαυτός μας και θεός σε αυτόν το «ναό» είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης, ο οποίος διψά για θαυμασμό και δόξα! Φτωχός και δυστυχής! Ο Πραγματικός Ναός, ο Πραγματικός Θεός και η Πραγματική, Αιώνια Δόξα παραμένουν εκτός, ασύλληπτες έννοιες για την υπερπληρωμένη από το πάθος της ματαιοδοξίας καλλιτεχνική καρδιά. Σπάνια κάποιος αδελφός – καλλιτέχνης ειλικρινά βαδίζει με την πίστη στο Χριστό και την εκκλησία Του. Ελάχιστοι καλλιτέχνες. Και αυτοί ή σταματούν την υποκριτική αμετάκλητα ή βασανίζονται, υπηρετώντας δύο κυρίους. Αυτό είναι πίκρα και όχι ζωή! Και τι πόλεμος υπάρχει πίσω από τα παρασκήνια, για χάρη αυτής της δόξας, τι ατιμίες, τι ίντριγκες, τι βδελυγμία!
– Κύριε, ούτε ένα παιδί δεν ανέθρεψα. Μόνο καθιστούσα κάποια γυναίκα έγκυο και καυχιόμουν. Και στα σαράντα ήμουν δυνατός… Και στα πενηνταέξι έγινα πατέρας… Και στα εβδομήντα τέσσερα έγινα πάλι πατέρας! Και πάντα από νεώτερες… Και πάντα η επόμενη γυναίκα νεώτερη της προηγουμένης! Ήμουν ένας παλαιός, έκλυτος γελωτοποιός. Ποιος, λοιπόν τώρα, ως πατέρας θα μεγαλώσει το τελευταίο μου παιδί; Και τι γυναίκες… Φοιτητριούλες-αριστοκράτισσες, μελλοντικά αστέρια με το επίθετο μου! Μόνο η Άννα, η γυναίκα μου, σίγουρα με αγάπησε αληθινά…
– Κύριε! Αναθεματίζω αυτό το σατανικό πάθος για τη δόξα και αποποιούμαι όλη τη φιλοφρονητική, υποκριτική ζωή, όλη τη σκληρή αναλγησία και την παράφορη ματαιοδοξία, που παραμόρφωσε όλη την προσωπική μου ζωή και των οικείων μου! Θεέ μου! Δέξου την αποποίηση μου, και συγχώρεσε με, εάν μπορείς! Άννα! Συγχώρεσε με, για όλους όσους με αγάπησαν και για τα παιδιά μου. Συγχώρεσε με για χάρη του Χριστού!
Σιώπησε κι εξαντλημένος έγειρε στο μαξιλάρι».
Από όλα τα παραπάνω είναι ολοφάνερο ότι οι δαίμονες της υπερηφάνειας, της ματαιοδοξίας, του εγωισμού και της ακολασίας καταλαμβάνουν την ψυχή του ηθοποιού. Να λοιπόν, γιατί οι παλαιοί κανόνες της Εκκλησίας απαγόρευαν σε κάποιον που ετοιμαζόταν να γίνει ιερέας να παντρευτεί κοπέλα, η οποία ασχολείτο με την υποκριτική. Και αυτό διότι το πνεύμα που θα την κατείχε, θα διέφθειρε την αγνότητα αυτού, ο οποίος, αφιερωμένος στο Θεό, εκαλείτο να τελέσει την αναίμακτη Λατρεία με αγνότητα και καθαρότητα. Αργότερα θα επιστρέψουμε πάλι σε αυτό το σημαντικό θέμα.
Η εξομολόγηση είναι από το βιβλίο του πρωθιερέα Αλέξανδρου Τόρικ: «Φλαβιανός. Η ζωή συνεχίζεται.». Εκδόσεις Σιμπίρσκαγια Μπλαγκοσβόνιτσα, Μόσχα (2009).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου