π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος
Μια παρέα παιδιών μού έθεσαν γραπτώς τα παρακάτω ερωτήματα. Ασυγχώρητο θα είναι να μην απαντήσουμε, όσο πιο ικανοποιητικά μπορούμε, όχι τόσο στις ερωτήσεις, όσο στις αγωνίες αναζήτησης που εκφράζουν οι ερωτήσεις αυτές.
Ακόμα χειρότερο θα είναι αν σκανδαλίσουμε «ἕνα τῶν μικρῶν τούτων». Γιατί όπως λέει και ο Σαββόπουλος για τα παιδιά: «Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα».
Με την ειλικρίνεια της θεολογικής αμεσότητας της διδαχής της Εκκλησίας, προσπαθήσαμε να επισημάνουμε τον Τροφοδότη που «κάνει το Τραπέζι» σ’ όλους, μικρούς και μεγάλους, για το οποίο τραπέζι κάποιος φώναξε: «Ευτυχισμένος όποιος "θα φάει ψωμί" στο τραπέζι της Βασιλείας του Θεού.»
Ας αφουγκραστούμε, λοιπόν, τα ερωτήματα-αγωνίες των παιδιών μας.
Α. Ποιο είναι το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας;
Το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας είναι να γνωρίσουν οι άνθρωποι τον Χριστό, να Τον αγαπήσουν και να μάθουν να αγαπούν και τους διπλανούς των, τους άλλους ανθρώπους, με τον τρόπο που αγαπούν τον εαυτό τους. Τότε, βεβαίως, γινόμαστε Εκκλησία, όταν γίνουμε μέλη του Σώματος του Χριστού. Όπως στο βιολογικό σώμα υπάρχουν διάφορα και πολλά μέλη, έτσι και στην Εκκλησία. Τα μέλη είναι πολλά, το σώμα είναι ένα. Τότε, το ένα μέλος φροντίζει το άλλο, το νοιάζεται αφού το αγαπά, και οι ανάγκες του καθενός γίνονται θέμα φροντίδας των άλλων. Όπως έγραψε και ένας ποιητής: «Δεν μπορώ να διακρίνω τη διαφορά, μεταξύ πνευματικού και πραγματικού».
Δεν είναι ο ουσιαστικός σκοπός της Εκκλησίας η κοινωνική μέριμνα (φτωχοί-μετανάστες-αναγκεμένοι). Είναι διακονία αγάπης η φροντίδα για όλους αυτούς, αλλά δεν είναι ο σκοπός της Εκκλησίας. Οι χριστιανοί (αυτούς εννοούμε όταν λέμε Εκκλησία, και όχι αποκλειστικά τους κληρικούς) πρέπει να νοιάζονται κάθε πλησίον τους, από αγάπη όμως, όχι από σκοπιμότητα να γίνουν αποδεκτοί, επειδή έκαναν κάποιο καλό έργο. Η αγάπη γεννάει καλά έργα, δεν είναι όμως καθόλου σίγουρο ότι και τα καλά έργα γεννούν αγάπη! Πολλές φορές, ατυχώς, γεννούν εγωισμό ή καλύπτουν ανάγκες προβολής.
Η Εκκλησία έχει σκοπό να μοιράζει φως (που είναι ο Χριστός) στις καρδιές των ανθρώπων, με το οποίο φως θα βλέπουν σωστά, πρώτα τον σκοπό της ανθρώπινης ζωής, και μετά θα φροντίζουν και για τους άλλους, αφού δεν γίνεται να αγαπάς τον Χριστό και να μην αγαπάς τους άλλους ανθρώπους, με τους οποίους ο Χριστός σε έκανε αδελφό.
Β. Πώς αποφασίσατε να γίνετε Ιερέας;
Όταν γνώρισα το πρόσωπο του Χριστού και κατάλαβα πόσο με (μας) αγαπάει, τότε είπα ότι θα προσπαθήσω να βοηθήσω και εγώ σ’ αυτήν τη φανέρωση της αγάπης του Χριστού. Ιερέας είναι μια θυσία, που προστίθεται στη θυσία του Χριστού. Είναι ένας δρόμος όχι εύκολος, αλλά πολύ όμορφος.
Είναι δρόμος στο διάβα του οποίου αποκτάς εμπειρία της προσωπικής αδυναμίας, των προκλήσεων της κοινωνίας και του σύγχρονου πολιτισμού, της έλξης της εξουσίας, της γοητείας του κύρους, αλλά και της πρόκλησης να δοθείς με γενναιότητα και πλήρη αφοσίωση στη μετάδοση της διδασκαλίας του Χριστού και στην υπηρεσία των αδελφών σου.
Ένας δρόμος στον οποίο μαθαίνεις να αφουγκράζεσαι το Ευαγγέλιο, να μην ενεργείς μόνος, ούτε υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό σου, ούτε υποκριτικά και άκαμπτα, ούτε με μια ψυχρή και ξερή (στεγνή) συμπεριφορά, που θα σε κάνει "λογιστή" του Πνεύματος και όχι τον καλό Σαμαρείτη, αυτό το πρότυπο του ιερέα.
Ένας δρόμος που οδηγεί, εσένα και όσους θέλουν να τον ακολουθήσουν, στον τόπο φιλοξενίας του Χριστού, στο Μυστήριο της Εκκλησίας.
Γ. Έχετε μετανοιώσει που γίνατε Ιερέας;
Όταν γίνεται κάποιος Ιερέας δεν προσπαθεί να καταφέρει κάτι ή να αποδείξει κάτι. Απλώς παραδίνεται (έτσι πρέπει) στον Χριστό, και ο ίδιος υπάρχει ως μαρτυρία και φώς του Χριστού. Πώς μπορείς να μετανοιώσεις για κάτι τέτοιο; Ίσως κάποιες στιγμές να κουράζεται κανείς, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μετάνοιωσε. Και ο Χριστός ακόμα, κουβαλώντας τον Σταυρό Του καθώς ανέβαινε προς τον Γολγοθά, κουράστηκε και έπεσε! Δεν στάθηκε όμως... Σηκώθηκε και συνέχισε την πορεία. Και ο Ιερέας μπορεί να πέσει στη διαδρομή της ζωής, αλλά δεν πρέπει να μένει εγωιστικά απελπισμένος στα "συντρίμμια" της πτώσης του, αλλά να αναζωογονείται από την ελπίδα που δίνει ο Χριστός, ότι:
«Δεν θα σβήσει (ο Χριστός) το λυχνάρι που τρεμοφέγγει και δεν θα σπάσει το τσακισμένο καλάμι». Για όλα τα θέματα, πρέπει να μάθουμε να επιμένουμε και να μην τα παρατάμε εύκολα. Καθετί μεγάλο αξίζει, όσο κι αν κουράζει.
Δ. Γιατί πηγαίνουμε στην Εκκλησία;
Εκκλησία, όπως είπαμε, είμαστε όλοι εμείς, και αυτό το υλοποιούμε και το φανερώνουμε όταν συναζόμαστε στον Ναό. Κάθε Κυριακή, που είναι η ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού, μαζευόμαστε στον Ναό και γιορτάζουμε όλοι μαζί αυτό το γεγονός (την Ανάσταση του Χριστού), που είναι η ελπίδα και για τη δική μας ζωή. Εκεί όλοι μαζί τελούμε τη Θ. Ευχαριστία. Προσφέρουμε στον Χριστό αυτά που τρέφουν τη ζωή μας, το ψωμί και το κρασί, και ο Χριστός μας διαβεβαίωσε ότι τα μεταβάλλει και τα κάνει Σώμα Του και Αίμα Του. Εμείς τα κοινωνούμε (τα μοιραζόμαστε δηλαδή) για να μεταβληθεί και η δική μας προσωπική ζωή και να μοιάσει ποιοτικά στον Χριστό.
Η κακία μας να γίνει αγάπη και καλοσύνη.
Η ζήλεια μας, φροντίδα και στοργή.
Ο θυμός μας, δύναμη αντοχής.
Η στριμάρα μας, έγνοια και τρυφερότητα για τους άλλους.
Η μουγκαμάρα μας, επικοινωνία και μοιρασιά των προβλημάτων μας με τους άλλους.
Δηλαδή ο Χριστός μάς μεταμορφώνει εσωτερικά, μας ομορφαίνει εσωτερικά, πράγματα που δεν φαίνονται απ’ έξω και δια μιας, όμως γεμίζουν την ανθρώπινη καρδιά ευτυχία. Στον ναό, λοιπόν, πάμε για να γίνουμε σιγά-σιγά ευτυχισμένοι.
Ε. Τι είναι ο Χριστός;
Αυτό το ερώτημα είναι το ουσιαστικότερο και θα έπρεπε πρώτο απ’ όλα να τεθεί. Χωρίς τον Χριστό, δεν βρίσκουν και δεν έχουν νόημα όλα τα άλλα ερωτήματα.
Ο Χριστός είναι ο Θεός που έγινε άνθρωπος από αγάπη για τους ανθρώπους. Θα λέγαμε απλά και για τα δεδομένα τα δικά μας, είναι σαν να αγαπάς ως άνθρωπος τα μυρμήγκια, και να δέχεσαι από αγάπη να γίνεις μυρμήγκι για να τα σώσεις. Μυρμήγκι όπως και τα άλλα μυρμήγκια.
Με την ειλικρίνεια της θεολογικής αμεσότητας της διδαχής της Εκκλησίας, προσπαθήσαμε να επισημάνουμε τον Τροφοδότη που «κάνει το Τραπέζι» σ’ όλους, μικρούς και μεγάλους, για το οποίο τραπέζι κάποιος φώναξε: «Ευτυχισμένος όποιος "θα φάει ψωμί" στο τραπέζι της Βασιλείας του Θεού.»
Ας αφουγκραστούμε, λοιπόν, τα ερωτήματα-αγωνίες των παιδιών μας.
Α. Ποιο είναι το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας;
Το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας είναι να γνωρίσουν οι άνθρωποι τον Χριστό, να Τον αγαπήσουν και να μάθουν να αγαπούν και τους διπλανούς των, τους άλλους ανθρώπους, με τον τρόπο που αγαπούν τον εαυτό τους. Τότε, βεβαίως, γινόμαστε Εκκλησία, όταν γίνουμε μέλη του Σώματος του Χριστού. Όπως στο βιολογικό σώμα υπάρχουν διάφορα και πολλά μέλη, έτσι και στην Εκκλησία. Τα μέλη είναι πολλά, το σώμα είναι ένα. Τότε, το ένα μέλος φροντίζει το άλλο, το νοιάζεται αφού το αγαπά, και οι ανάγκες του καθενός γίνονται θέμα φροντίδας των άλλων. Όπως έγραψε και ένας ποιητής: «Δεν μπορώ να διακρίνω τη διαφορά, μεταξύ πνευματικού και πραγματικού».
Δεν είναι ο ουσιαστικός σκοπός της Εκκλησίας η κοινωνική μέριμνα (φτωχοί-μετανάστες-αναγκεμένοι). Είναι διακονία αγάπης η φροντίδα για όλους αυτούς, αλλά δεν είναι ο σκοπός της Εκκλησίας. Οι χριστιανοί (αυτούς εννοούμε όταν λέμε Εκκλησία, και όχι αποκλειστικά τους κληρικούς) πρέπει να νοιάζονται κάθε πλησίον τους, από αγάπη όμως, όχι από σκοπιμότητα να γίνουν αποδεκτοί, επειδή έκαναν κάποιο καλό έργο. Η αγάπη γεννάει καλά έργα, δεν είναι όμως καθόλου σίγουρο ότι και τα καλά έργα γεννούν αγάπη! Πολλές φορές, ατυχώς, γεννούν εγωισμό ή καλύπτουν ανάγκες προβολής.
Η Εκκλησία έχει σκοπό να μοιράζει φως (που είναι ο Χριστός) στις καρδιές των ανθρώπων, με το οποίο φως θα βλέπουν σωστά, πρώτα τον σκοπό της ανθρώπινης ζωής, και μετά θα φροντίζουν και για τους άλλους, αφού δεν γίνεται να αγαπάς τον Χριστό και να μην αγαπάς τους άλλους ανθρώπους, με τους οποίους ο Χριστός σε έκανε αδελφό.
Β. Πώς αποφασίσατε να γίνετε Ιερέας;
Όταν γνώρισα το πρόσωπο του Χριστού και κατάλαβα πόσο με (μας) αγαπάει, τότε είπα ότι θα προσπαθήσω να βοηθήσω και εγώ σ’ αυτήν τη φανέρωση της αγάπης του Χριστού. Ιερέας είναι μια θυσία, που προστίθεται στη θυσία του Χριστού. Είναι ένας δρόμος όχι εύκολος, αλλά πολύ όμορφος.
Είναι δρόμος στο διάβα του οποίου αποκτάς εμπειρία της προσωπικής αδυναμίας, των προκλήσεων της κοινωνίας και του σύγχρονου πολιτισμού, της έλξης της εξουσίας, της γοητείας του κύρους, αλλά και της πρόκλησης να δοθείς με γενναιότητα και πλήρη αφοσίωση στη μετάδοση της διδασκαλίας του Χριστού και στην υπηρεσία των αδελφών σου.
Ένας δρόμος στον οποίο μαθαίνεις να αφουγκράζεσαι το Ευαγγέλιο, να μην ενεργείς μόνος, ούτε υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό σου, ούτε υποκριτικά και άκαμπτα, ούτε με μια ψυχρή και ξερή (στεγνή) συμπεριφορά, που θα σε κάνει "λογιστή" του Πνεύματος και όχι τον καλό Σαμαρείτη, αυτό το πρότυπο του ιερέα.
Ένας δρόμος που οδηγεί, εσένα και όσους θέλουν να τον ακολουθήσουν, στον τόπο φιλοξενίας του Χριστού, στο Μυστήριο της Εκκλησίας.
Γ. Έχετε μετανοιώσει που γίνατε Ιερέας;
Όταν γίνεται κάποιος Ιερέας δεν προσπαθεί να καταφέρει κάτι ή να αποδείξει κάτι. Απλώς παραδίνεται (έτσι πρέπει) στον Χριστό, και ο ίδιος υπάρχει ως μαρτυρία και φώς του Χριστού. Πώς μπορείς να μετανοιώσεις για κάτι τέτοιο; Ίσως κάποιες στιγμές να κουράζεται κανείς, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μετάνοιωσε. Και ο Χριστός ακόμα, κουβαλώντας τον Σταυρό Του καθώς ανέβαινε προς τον Γολγοθά, κουράστηκε και έπεσε! Δεν στάθηκε όμως... Σηκώθηκε και συνέχισε την πορεία. Και ο Ιερέας μπορεί να πέσει στη διαδρομή της ζωής, αλλά δεν πρέπει να μένει εγωιστικά απελπισμένος στα "συντρίμμια" της πτώσης του, αλλά να αναζωογονείται από την ελπίδα που δίνει ο Χριστός, ότι:
«Δεν θα σβήσει (ο Χριστός) το λυχνάρι που τρεμοφέγγει και δεν θα σπάσει το τσακισμένο καλάμι». Για όλα τα θέματα, πρέπει να μάθουμε να επιμένουμε και να μην τα παρατάμε εύκολα. Καθετί μεγάλο αξίζει, όσο κι αν κουράζει.
Δ. Γιατί πηγαίνουμε στην Εκκλησία;
Εκκλησία, όπως είπαμε, είμαστε όλοι εμείς, και αυτό το υλοποιούμε και το φανερώνουμε όταν συναζόμαστε στον Ναό. Κάθε Κυριακή, που είναι η ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού, μαζευόμαστε στον Ναό και γιορτάζουμε όλοι μαζί αυτό το γεγονός (την Ανάσταση του Χριστού), που είναι η ελπίδα και για τη δική μας ζωή. Εκεί όλοι μαζί τελούμε τη Θ. Ευχαριστία. Προσφέρουμε στον Χριστό αυτά που τρέφουν τη ζωή μας, το ψωμί και το κρασί, και ο Χριστός μας διαβεβαίωσε ότι τα μεταβάλλει και τα κάνει Σώμα Του και Αίμα Του. Εμείς τα κοινωνούμε (τα μοιραζόμαστε δηλαδή) για να μεταβληθεί και η δική μας προσωπική ζωή και να μοιάσει ποιοτικά στον Χριστό.
Η κακία μας να γίνει αγάπη και καλοσύνη.
Η ζήλεια μας, φροντίδα και στοργή.
Ο θυμός μας, δύναμη αντοχής.
Η στριμάρα μας, έγνοια και τρυφερότητα για τους άλλους.
Η μουγκαμάρα μας, επικοινωνία και μοιρασιά των προβλημάτων μας με τους άλλους.
Δηλαδή ο Χριστός μάς μεταμορφώνει εσωτερικά, μας ομορφαίνει εσωτερικά, πράγματα που δεν φαίνονται απ’ έξω και δια μιας, όμως γεμίζουν την ανθρώπινη καρδιά ευτυχία. Στον ναό, λοιπόν, πάμε για να γίνουμε σιγά-σιγά ευτυχισμένοι.
Ε. Τι είναι ο Χριστός;
Αυτό το ερώτημα είναι το ουσιαστικότερο και θα έπρεπε πρώτο απ’ όλα να τεθεί. Χωρίς τον Χριστό, δεν βρίσκουν και δεν έχουν νόημα όλα τα άλλα ερωτήματα.
Ο Χριστός είναι ο Θεός που έγινε άνθρωπος από αγάπη για τους ανθρώπους. Θα λέγαμε απλά και για τα δεδομένα τα δικά μας, είναι σαν να αγαπάς ως άνθρωπος τα μυρμήγκια, και να δέχεσαι από αγάπη να γίνεις μυρμήγκι για να τα σώσεις. Μυρμήγκι όπως και τα άλλα μυρμήγκια.
Αδύναμο και συνηθισμένο. Μια τέτοια δηλαδή αγάπη που, στην περίπτωση του Χριστού, έφτασε μέχρι τον θάνατο, για να πει στα άλλα μυρμήγκια-ανθρώπους, και πόσο τα αγαπά, και ότι τα δημιούργησε για να Του μοιάσουν και να γίνουν "συγγενείς" στο περιεχόμενο της καρδιάς και "συγκάτοικοι" παντοτινά μαζί Του.
Από αγάπη απέραντη δέχτηκε να τον δολοφονήσουν τα άλλα μυρμήγκια-άνθρωποι, και μας είπε ότι παρ’ όλα αυτά μας αγαπά, και το μόνο που προτείνει και ζητάει είναι να μάθουμε να αγαπάμε, γιατί μονάχα έτσι θα γίνουμε ευτυχισμένοι. Μας έμαθε ότι η κακία είναι δηλητήριο, που φαρμακώνει αυτόν που την έχει, περισσότερο από όσο αυτόν που την υφίσταται.
Ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, Θεός και Κύριος της ζωής μας. Είναι μέτρο της αξίας μας, την οποία Αυτός μας κληροδότησε. Στόχος της ζωής μας είναι να του μοιάσουμε, ως το σημείο που να γίνουμε ένα μαζί Του. Μας έβαλε στην προσπάθειά μας αυτή στοχοθέσιο και ποιοτικό πήχη την Αγάπη, την οποία πρέπει να κολλήσουμε-αποχτήσουμε απ’ Αυτόν και απ’ όσους δικούς Του την έχουν (οι άγιοι). Μια αγάπη που γίνεται χαρά, ομορφιά και φως και όταν ζούμε και όταν πεθαίνουμε. Γιατί όποιος Τον αγαπά και Τον εμπιστεύεται, ακόμα και αφού πεθάνει, θα ’ναι μαζί Του και στην αγκαλιά Του.
ΣΤ. Πολλά παιδιά βαριούνται την ώρα της Θ. Λειτουργίας. Είναι κακό αυτό;
Δεν είναι κακό απαραιτήτως να βαριέται κάποιος, ακόμα και στη Θ. Λειτουργία! Ο Χριστός δεν παρεξηγείται. Μας θέλει ειλικρινείς. Αφού βαριόμαστε, θα Του πούμε ότι βαριόμαστε. Θα πρέπει μονάχα να προσέξουμε, κάτι τέτοιο να μην το κάνουμε ψεύτικη δικαιολογία. Όταν πηγαίνετε κι εσείς στον Ναό μαζί με τους μεγάλους, έχετε τη δυσκολία της γλώσσας και δεν καταλαβαίνετε τα λόγια των προσευχών. Όσο όμως αντέχετε, προσπαθήστε να προσεύχεστε με δικά σας λόγια και να καταλαβαίνετε ό,τι μπορείτε. Όταν κουραστείτε, ας Του λέτε: Χριστέ μου, δεν καταλαβαίνω τι λέγεται τώρα, αλλά Σου λέω κι εγώ απ’ την καρδιά μου αυτά που Σου λένε και οι άλλοι χριστιανοί, έστω κι αν δεν τα καταλαβαίνω.
Οπωσδήποτε, βέβαια, πρέπει να καταλαβαίνουμε τα λόγια της προσευχής, με την προϋπόθεση πάντοτε ότι η πίστη, περισσότερο από τα συναισθήματα ή τη νόηση-σκέψη, ενισχύει την ένωσή μας μαζί Του. Η συγγένεια-φιλία με τον Ιησού μεγαλώνει με προσευχή και... περισσότερη προσευχή! Τα αποτελέσματα από την ποιότητα της προσευχής μας εκδηλώνονται στην ποιότητα των σκέψεων και των ενεργειών στη ζωή μας... εκτός της ώρας προσευχής!!
Η Θεία Λειτουργία είναι η κατ’ εξοχήν προσευχή για μας τους χριστιανούς της καθημερινότητας των πόλεων. Προσπαθήστε να μάθετε... «να κολυμπάτε» μέσα στην Λειτουργία. Το θέμα είναι πρώτα νοητικό και μετά, αυτονόητα και «χωρίς σκέψη», υπαρξιακό. Όπως έλεγε ο μεγάλος εθνικός μας ποιητής Δ. Σολωμός: «Πρέπει πρώτα να καταλάβει ο νους και μετά να δεχθεί η καρδιά ό,τι ο νους κατάλαβε».......
....... Θα προσεύχομαι για σας, να βρείτε σκοπό της ζωής σας και λιμάνι τη Βασιλεία του Χριστού. Να Τον συναντήσετε εκεί, να σας υποδεχθεί και να σας γεμίσει δύναμη ζωής, ελπίδα και χαρά. Θέλει προσοχή κάτι τέτοιο, γιατί όπως έλεγαν και οι αρχαίοι παππούδες μας: «Αν δεν ξέρεις το λιμάνι που θέλεις να πας, κανένας άνεμος δεν είναι ούριος».
Ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, Θεός και Κύριος της ζωής μας. Είναι μέτρο της αξίας μας, την οποία Αυτός μας κληροδότησε. Στόχος της ζωής μας είναι να του μοιάσουμε, ως το σημείο που να γίνουμε ένα μαζί Του. Μας έβαλε στην προσπάθειά μας αυτή στοχοθέσιο και ποιοτικό πήχη την Αγάπη, την οποία πρέπει να κολλήσουμε-αποχτήσουμε απ’ Αυτόν και απ’ όσους δικούς Του την έχουν (οι άγιοι). Μια αγάπη που γίνεται χαρά, ομορφιά και φως και όταν ζούμε και όταν πεθαίνουμε. Γιατί όποιος Τον αγαπά και Τον εμπιστεύεται, ακόμα και αφού πεθάνει, θα ’ναι μαζί Του και στην αγκαλιά Του.
ΣΤ. Πολλά παιδιά βαριούνται την ώρα της Θ. Λειτουργίας. Είναι κακό αυτό;
Δεν είναι κακό απαραιτήτως να βαριέται κάποιος, ακόμα και στη Θ. Λειτουργία! Ο Χριστός δεν παρεξηγείται. Μας θέλει ειλικρινείς. Αφού βαριόμαστε, θα Του πούμε ότι βαριόμαστε. Θα πρέπει μονάχα να προσέξουμε, κάτι τέτοιο να μην το κάνουμε ψεύτικη δικαιολογία. Όταν πηγαίνετε κι εσείς στον Ναό μαζί με τους μεγάλους, έχετε τη δυσκολία της γλώσσας και δεν καταλαβαίνετε τα λόγια των προσευχών. Όσο όμως αντέχετε, προσπαθήστε να προσεύχεστε με δικά σας λόγια και να καταλαβαίνετε ό,τι μπορείτε. Όταν κουραστείτε, ας Του λέτε: Χριστέ μου, δεν καταλαβαίνω τι λέγεται τώρα, αλλά Σου λέω κι εγώ απ’ την καρδιά μου αυτά που Σου λένε και οι άλλοι χριστιανοί, έστω κι αν δεν τα καταλαβαίνω.
Οπωσδήποτε, βέβαια, πρέπει να καταλαβαίνουμε τα λόγια της προσευχής, με την προϋπόθεση πάντοτε ότι η πίστη, περισσότερο από τα συναισθήματα ή τη νόηση-σκέψη, ενισχύει την ένωσή μας μαζί Του. Η συγγένεια-φιλία με τον Ιησού μεγαλώνει με προσευχή και... περισσότερη προσευχή! Τα αποτελέσματα από την ποιότητα της προσευχής μας εκδηλώνονται στην ποιότητα των σκέψεων και των ενεργειών στη ζωή μας... εκτός της ώρας προσευχής!!
Η Θεία Λειτουργία είναι η κατ’ εξοχήν προσευχή για μας τους χριστιανούς της καθημερινότητας των πόλεων. Προσπαθήστε να μάθετε... «να κολυμπάτε» μέσα στην Λειτουργία. Το θέμα είναι πρώτα νοητικό και μετά, αυτονόητα και «χωρίς σκέψη», υπαρξιακό. Όπως έλεγε ο μεγάλος εθνικός μας ποιητής Δ. Σολωμός: «Πρέπει πρώτα να καταλάβει ο νους και μετά να δεχθεί η καρδιά ό,τι ο νους κατάλαβε».......
....... Θα προσεύχομαι για σας, να βρείτε σκοπό της ζωής σας και λιμάνι τη Βασιλεία του Χριστού. Να Τον συναντήσετε εκεί, να σας υποδεχθεί και να σας γεμίσει δύναμη ζωής, ελπίδα και χαρά. Θέλει προσοχή κάτι τέτοιο, γιατί όπως έλεγαν και οι αρχαίοι παππούδες μας: «Αν δεν ξέρεις το λιμάνι που θέλεις να πας, κανένας άνεμος δεν είναι ούριος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου