Στο μοναστήρι της Παναγιάς του Στομίου
Το συνήθιζε η γιαγιά μου (Μάϊα) να πηγαίνει για προσκύνημα σε διάφορα εξωκλήσια και μοναστήρια της περιοχής. Μαζί της φυσικά έπαιρνε και εμένα όταν τύχαινε να είμαι μαζί της. Και έτσι μέσω αυτών των προσκυνημάτων γνώρισα αρκετά εξωκλήσια και μοναστήρια της περιοχής της Κόνιτσας. Προφήτης Ηλίας, Παναγιά, Αη Θανάσης, Αη Νικόλας, Κόκκινη Παναγιά, Αη Νικάνωρας, Παναγιά η Μολυβδοσκέπαστος, Παναγία Μονής Στομίου.
Εκείνο που πρόσεξα και διαπίστωσα ότι όλα είναι κτισμένα σε όμορφες τοποθεσίες. Απ' όλες τις προαναφερόμενες εκκλησίες και μονές χορταίνει το μάτι σου χρώματα, το πράσινο των ελάτων του βουνού, το πράσινο του κάμπου της Κόνιτσας την άνοιξη, τα πορτοκαλoκαφεκίτρινα χρώματα του φθινοπώρου στον κάμπο της, το άσπρο του χιονιού των κάθετων κορυφών της Γκαμήλας και της Αστράκας, το μπλε του νερού των ποταμών του Βοϊδομάτη και του Αώου όταν καθρεπτίζεται ο καταγάλανος ουρανός, το γκριζοπράσινο χρώμα των πετρωμάτων. Τι ομορφιά!! αδύνατον να την αποτυπώσεις γραπτά.. Εικόνες μαγικές! Όλα τα μοναστήρια και τα εξωκλήσια έχουν την χάρη τους...
- Μεθαύριο θα πάμε με την Κυρά Μαρίνα στο Στόμιο. Θα φύγουμε απομεσήμερο ούτως ώστε να μη μας πάρει η νύχτα..
Άκουγα τόσα πολλά για αυτό το μοναστήρι, που ήθελα πολύ να πάω. Κάναμε τις ετοιμασίες μας για το απαραίτητο δείπνο μια και το βράδυ θα κοιμόμασταν στα κελιά του μοναστηριού. Τυρί, ντομάτα, κεφτεδάκια, νερό στο παγούρια μας και σ' ένα μικρό κουτάκι καφές και ζάχαρη για το πρωϊνό καφέ.
Το κλειδί έπρεπε να το πάρουμε από τον υπεύθυνο που το κρατούσε και έμενε στην Κάτω Κόνιτσα. (Εμείς στην Πάνω Κόνιτσα).
- Ναι, ναι έννοια σου και μην ανησυχείς.
Πήραμε το κατήφορο. Φθάνουμε στο σπίτι του υπεύθυνου για το κλειδί και πουθενά ο σπιτονοικοκύρης. Η γυναίκα του δε μας το έδινε.
- Να έρθει ο άνδρας μου... Δε μπορώ εγώ να δώκω το κλειδί του μοναστηριού.
- Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου η γιαγιά μου και η κυρά Μαρίνα, το ξέρει ο άνδρας σου.
Τίποτε η γυναίκα του.
- Μα θα μας πάρει η νύχτα της έλεγε η γιαγιά. Δώστο να πάμε στην ευχή του Θεού και της Παναγίας.
Τίποτε εκείνη. Κάποια στιγμή εμφανίζεται ο άνδρας της.
- Ωχ το ξέχασα!! Συγγνώμη κυρά Μαρίνα.
- Φέρε τα κλειδιά γρήγορα, απευθύνεται στη γυναίκα του.
Μας δίνει μια αρμαθιά με κλειδιά.
- Ξέρεις κάτι κυρά Μαρίνα, εγώ λέω να μη πάτε σήμερα.. Σας καθυστέρησα... και θα σας βρει η νύχτα. Πάρε τα κλειδιά από σήμερα και ξεκινήστε να πάτε αύριο.
Παίρνουμε τα κλειδιά και συζητώντας η γιαγιά μου και η κυρά Μαρίνα αποφάσισαν να πάμε κατευθείαν χωρίς ενδιάμεσο σταθμό για ξεκούραση. Δυόμιση με τρεις ώρες δρόμο. Εμένα ούτε καν με ρώτησαν. Ήταν αυτονόητο, ότι σαν μικρή θα ήμουν πιο σβέλτη.
Ξεκινήσαμε. Φθάνουμε στη παλιά γέφυρα. Περνάμε το παλιό γεφύρι και βρισκόμαστε στην απέναντι πλευρά που αρχίζει το μονοπάτι δίπλα στο ποτάμι για το μοναστήρι. Εγώ εκστασιασμένη με το τοπίο. Πλατάνια, κάθετες πέτρες στις όχθες του Αώου, ρυάκια με γάργαρα νερά να συναντούν την κοίτη του ποταμού. Κάπου απέναντι ένας κάθετος βράχος. Και η γιαγιά να μου εξηγεί ότι στην κορυφή του ζούσε κάποτε ένας ασκητής.. και έριχνε ένα σακούλι κάτω για να του ρίχνουν οι περαστικοί το λίγο ψωμί που χρειαζόταν. Αλήθεια ή μύθος; Και η πορεία συνεχιζόταν πάντα δίπλα στη κοίτη του ποταμού. Να ακούς το θρόϊσμα των φύλλων των πλατανιών, το ήχο του νερού ενδιάμεσα από τις κροκάλες του ποταμού και τα τιτιβίσματα των πουλιών. Μαγεία.
- Άντε να κοσιέψουμε (βιαστούμε) λίγο, μη μας πάρει η νύχτα, λέει κάποια στιγμή η γιαγιά μου.
- Λες μωρ' Χρίσταινα να μας προλάβει το σκοτάδι; της απαντά η κυρά Μαρίνα.
- Τουλάχιστον να περάσουμε τον απότομο ανήφορο με φως, μη βρεθούμε στο ποτάμι αντιγύρισε η γιαγιά μου.
Το μονοπάτι άρχισε να στενεύει. Μια – μια στο μονοπάτι. Μπροστά η κυρά Μαρίνα, στη μέση εγώ και από πίσω η γιαγιά και όπου ο δρόμος γλιστερός από την υγρασία κρατιόμασταν από τους θάμνους. Δεν τα υπολόγισαν καλά. Στις απότομες πλαγιές της χαράδρας, ο ήλιος χάθηκε γρήγορα. Μια αγωνία ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Άρχισε να σουρουπώνει και εμείς ακόμη κάτω, δεν είχαμε πάρει τον απότομο ανήφορο να μας βγάλει στο σιάδι (ίσιωμα) πριν από το μοναστήρι.
- Ωχ μωρ τσιούπω μου (κορίτσι μου) τί τραβάς και εσύ μαζί μας, μου απευθύνει το λόγο η γιαγιά.
- Τσιώπα (Σώπασε) η Παναγιά θα μας οδηγήσει, αντιγύρισε η φίλη της.
Το σουρούπωμα όλο και πύκνωνε. Ακόμη διακρινόταν το μονοπάτι. Την κοίτη του ποταμού την αφήναμε πίσω μας. Αρχίσαμε την ανηφόρα, όλο και πιο πολύ απομακρυνόμασταν από το ποτάμι. Ό ήχος του νερού πιο μακρινός. Σκοτείνιαζε. «Άντε να κοσιέψουμε λίγο ακόμη». Εγώ τα χρειάστηκα! «Που με πάνε»; Θεόρατες σκιές γύρω μου (οι όγκοι των βουνοκορφών της χαράδρας). Που και που, καμιά φωνή από αγριοπούλι και μοναστήρι πουθενά. Και έξαφνα η κυρά Μαρίνα:
- Δε στόπα (δε σου το είπα); Η Παναγιά θα μας βοηθήσει. Να κοντεύουμε. Εκεί είναι το μοναστήρι. Κοίτα το φως.
Όντως ανάμεσα στους ορθωμένους απόκοσμους (λόγω του σκοταδιού που άρχισε να τυλίγει τα πάντα) κορμούς των δένδρων φαινόταν ένα μικρό φως σαν ένα άστρο. Πήραμε θάρρος, κρατημένες από τους θάμνους για σιγουριά μήπως καμιά σάρα (σωρός από πέτρες) μας γκρεμίσει, ανεβήκαμε το μονοπάτι και βγήκαμε στο σιάδι. Στο βάθος ίσια που διακρινόταν ο εξωτερικός τοίχος του μοναστηριού. Ανακουφισμένες ανοίξαμε την μεγάλη ξύλινη αυλόπορτα και βρεθήκαμε μέσα στο χώρο του μοναστηριού.
Πρώτο μέλημά τους, ήταν να ανοίξουν με ένα άλλο κλειδί τη πόρτα της εκκλησίας. Σκοτάδι. Ούτε ένα καντήλι αναμμένο. Μ’ ένα σπίρτο και με το λάδι που έφεραν για το μοναστήρι άναψαν τα καντήλια. Καιρός για ξεκούραση μετά από τέτοιο ποδαρόδρομο και αγωνία, στο κελί.
Ένα – ένα τα κελιά τα γύρισαν για να δούνε από ποιο κελί φαινόταν το φως. Πουθενά δεν είδαν φως. Διαλέξαμε το κελί για τη διανυκτέρευσή μας. Εκείνες σταυροκοπιόντουσαν για το θαύμα της Παναγίας και εγώ ρέμβαζα από το παράθυρο τον έναστρο ουρανό και άκουγα τη βοή της χαράδρας. Πέσαμε για ύπνο έχοντας για συντροφιά τις φωνές των νυκτόβιων πουλιών και των ζώων του δάσους.
Ξημέρωσε! και όσο να ετοιμάσουν το πρωϊνό εγώ κολλημένη στο τζάμι του παραθύρου, δε χόρταινα τη θέα. Απότομες πλαγιές από εδώ και από εκεί στη μέση ο ποταμός και στο βάθος μακριά να φαίνεται ο κάμπος της Κόνιτσας. Μαγεία! Να μη χορταίνει το μάτι μου. Μια περιήγηση στον χώρο του μοναστηριού, μια και δεν τον είδα τη νύχτα που φθάσαμε και ξανά στην εκκλησία για συμπλήρωμα του λαδιού στα καντήλια. Γύρισμα του κλειδιού στη μεγάλη ξύλινη πόρτα και επιστροφή.
Αυτή τη φορά χωρίς άγχος με ενδιάμεσες στάσεις στις σκιές των πλατανιών και διηγήσεις διαφορών ιστοριών. Και με βασικό θέμα συζήτησης το φως που οδήγησε τα βήματά μας προς το μοναστήρι.
Χρόνια μετά, σε αναφορά του θαύματος κατά τη γιαγιά μου, τόλμησα να πω.
- Κάποιο αστέρι ή πλανήτης ήταν.
Και η γιαγιά μου:
Αστέρι ξε αστέρι εγώ ξέρω να πω, πως μας οδήγησε στο μοναστήρι.
Έχω κάνει και άλλες φορές τη διαδρομή και κάθε φορά την απολάμβανα. Η εν λόγω διαδρομή στην οποία αναφέρομαι έγινε τη δεκαετία του 60 και το μονοπάτι ήταν μονοπάτι, με όλη την σημασία της λέξης. Σήμερα απ' ότι έχω μάθει και βλέπω και σε φωτογραφίες φθάνουν μέχρι και αυτοκίνητα έξω από το μοναστήρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου