(Λουκ. ε΄ 1 - 11)
Τὴν κλήση τῶν ἀποστόλων Πέτρου, Ἰακώβου καὶ Ἰωάννη διηγεῖται ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς βρίσκεται στὴν ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρὲτ καὶ πάρα πολὺς λαὸς ἔχει ἔρθει, γιὰ νὰ ἀκούσει τὸν λόγο Του. Ὁ Χριστὸς βλέπει ἐκεῖ κοντὰ δύο ψαρόβαρκες καὶ τοὺς ψαράδες νὰ πλένουν τὰ δίχτυα τους μετὰ ἀπὸ μία κουραστικὴ νύχτα μέσα στὴ λίμνη. Μπαίνει στὴν βάρκα τοῦ Σίμωνα, τὸν παρακαλεῖ νὰ ξανοιχτεῖ λίγο, γιὰ νὰ τὸν ἀκοῦνε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν παραλία, κι ἀρχίζει τὸ κήρυγμά Του. Ὅταν σταμάτησε νὰ ὁμιλεῖ, προτρέπει τὸν Σίμωνα νὰ ξαναπάει στὰ ἀνοιχτά τῆς λίμνης καὶ νὰ ρίξει τὰ δίχτυά του. Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ ὅτι ὅλη τὴν νύχτα παλεύανε καὶ δὲν ἔπιασαν τίποτε. Ὅμως, ἀφοῦ τὸ διατάσσει ὁ Διδάσκαλος, θὰ τὸ κάνει.
Ἔτσι, λοιπὸν, ρίχνουν ξανὰ τὰ δίχτυα καὶ πιάνουν ἕνα τόσο μεγάλο πλῆθος ψαριῶν, ποὺ τὰ δίχτυα ἀρχίζουν νὰ σπάζουν! Γι’ αὐτὸ φωνάζουν τοὺς συνεταίρους τους ἀπὸ τὴν ἄλλη βάρκα νὰ τοὺς βοηθήσουν καὶ γεμίζουν τόσο πολὺ καὶ τὰ δύο πλοιάρια, ὥστε νὰ κινδυνεύουν νὰ βυθιστοῦν. Τὰ βλέπει αὐτὰ ὁ Σίμων καὶ πέφτει στὰ γόνατα τοῦ Ἰησοῦ λέγοντάς Του: «Κύριε, βγὲς ἀπὸ τὸ πλοῖο μου, γιατί εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός!» Μεγάλη ἔκπληξη τὸν κατέλαβε καὶ αὐτὸν καὶ τοὺς ἄλλους ψαράδες ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη καὶ πλούσια ψαριά, ὅπως, ἐπίσης ἔμειναν ἔκπληκτοι καὶ οἱ δύο γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ συνέταιροι τοῦ Σίμωνα. Τότε ὁ Χριστὸς λέγει στὸν Σίμωνα: «Μὴ φοβᾶσαι! Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ πιάνεις ἀνθρώπους μὲ τὰ δίχτυα τοῦ κηρύγματός σου!» Καὶ ἀφοῦ ἐπανέφεραν τὰ πλοῖα στὴν ξηρά, ἄφησαν τὰ πάντα καὶ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό.
Στὴν διήγηση αὐτὴ διαπιστώνουμε ποιὲς εἶναι οἱ ἀρετὲς τῶν ψαράδων τῆς Γαλιλαίας, τὶς ὁποῖες ἐκτίμησε ὁ Χριστός μας καὶ ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων κρίθηκαν ἄξιοι νὰ κληθοῦν καὶ νὰ γίνουν Ἀπόστολοί Του. Αὐτὰ μάλιστα τὰ θετικὰ χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους εἶναι ἐπιθυμητὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπαιτούμενα ἀπὸ κάθε Χριστιανό, γιὰ νὰ ζεῖ καὶ νὰ πολιτεύεται ἀντάξια τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ πρώτη ἀρετὴ ποὺ ἀγάπησε πολὺ ὁ Χριστός μας στοὺς ἀποστόλους Του εἶναι ἡ ἁπλότητα. Ὁ Σίμων, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης ἦταν ὥριμοι ἄνδρες, ὁ Ἰωάννης ἦταν ἠλικιακὰ μικρότερος, οἱ ψυχὲς τους ὅμως ἦταν σὰν μικροῦ παιδιοῦ! Δὲν εἶχαν ἴχνος κακίας, ἰδιοτέλειας, ἐγωισμοῦ ἢ κατάκρισης. Σὲ κοίταζαν στὰ μάτια καὶ καταλάβαινες ὅτι δὲν εἶχαν τίποτε πονηρὸ νὰ κρύψουν. Ἔτσι δὲν συμβαίνει μὲ τὰ μικρὰ παιδιά, ποὺ διαθέτουν τὴν φυσικὴ ἁπλότητα καὶ ἀθωότητα; Τὰ κοιτᾶς στὰ μάτια καὶ χαίρεσαι, αἰσθάνεσαι κάτι ἀπὸ τὴν ἀρχέγονη ἀθωότητα τοῦ Ἀδὰμ πρὶν ἀπὸ τὴν Πτώση. Ἀκριβῶς αὐτὴν τὴν κατάσταση διεῖδε ὁ Χριστὸς στὶς ψυχὲς τῶν ψαράδων τῆς Λίμνης Γεννησαρὲτ καὶ ἐπαναπαύθηκε σὲ αὐτούς. Δὲν ἀναζήτησε οὔτε μεγάλη γνώση καὶ μόρφωση, οὔτε ἀνώτερη κοινωνικὴ θέση καὶ ἀξιώματα. Ζήτησε ἁπλὲς καρδιὲς καὶ τὶς βρῆκε!
Ἄλλη σημαντικὴ ἀρετὴ τῶν Ἀποστόλων ἦταν ἡ ὑπακοή. Ὁ Σίμων ἐκτελεῖ ὅ,τι τοῦ λέγει ὁ Χριστὸς χωρὶς ἀντίρρηση καὶ διαλογισμούς. Ἀρχικά Τοῦ παραχωρεῖ τὸ πλοιάριό του, γιὰ νὰ διδάξει, ἐνῶ ἦταν ἀπασχολημένος, καὶ, ὕστερα, παρὰ τὴν κούραση καὶ τὴν ἀπογοήτευσή του ἀπὸ τὴν ἀποτυχημένη προσπάθεια τῆς νύχτας, ξανοίγεται πάλι γιὰ νὰ ρίξει τὰ δίχτυά του, ἐπειδὴ τὸ λέει ὁ Χριστός:
«Ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον». Θὰ μποροῦσε νὰ δυσανασχετήσει, νὰ ἀδιαφορήσει ἢ καὶ νὰ θυμώσει. Θὰ μποροῦσε νὰ σκεφθεῖ: «Ποιὸς εἶναι αὐτὸς πού μὲ προστάζει νὰ μπῶ σὲ τόσο κόπο;»
Μία ἐσωτερικὴ πληροφορία τὸν παρακινεῖ νὰ ὑπακούσει, ἐκτελεῖ τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ γι’ αὐτὸ ἀνταμείβεται ὄχι μόνο μὲ τὸ τεράστιο μέγεθος τῆς ψαριᾶς ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ὕψιστο ἀξίωμα τοῦ Ἀποστόλου. Σὲ λίγο, ὑπακούοντας στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, ἀφήνει τὰ πάντα, ὅλα τὰ ἐγκόσμια καὶ γήινα, Τὸν ἀκολουθεῖ καὶ γίνεται ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὁ θεμέλιος λίθος τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Σὺ εἶ Πέτρος καὶ ἐπὶ ταύτην τὴν πέτραν οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν καὶ πύλαι ᾋδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».
Καὶ ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ ὑπακοὴ τῶν Ἀποστόλων στολίζονται μὲ τὴν μέγιστη ἀρετὴ τῆς ταπείνωσης, χωρὶς τὴν ὁποία ὅλα τὰ καλὰ ἐκμηδενίζονται καὶ καταστρέφονται. Ὁ Σίμων, ἔχοντας βιώσει τὸ γεγονὸς τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας, καταλαβαίνει πὼς ὁ συνομιλητὴς τουμέσα στὴ βάρκα δὲν εἶναι ἕνας ἁπλὸς διδάσκαλος ἢ ἕνας προφήτης, ἀλλὰ Κάποιος πολὺ μεγαλύτερος. Συναισθάνεται τὴν ἁμαρτωλότητά του, συνειδητοποιεῖ τὴν μικρότητά του καὶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του ἀνάξιο νὰ συνυπάρχει στὸν ἴδιο χῶρο μὲ τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό. Ἔτσι δικαιολογεῖται ἡ φράση του: «Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλὸς εἰμί, Κύριε». Φύγε ἀπὸ κοντά μου, ὄχι γιατί δὲν σὲ θέλω, ἀλλὰ γιατί δὲν εἶμαι ἄξιος, ἐγὼ ὁ τιποτένιος καὶ ἁμαρτωλός, νὰ βρίσκομαι κοντὰ στὸν Κύριο τῆς Δόξης, τὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεό. Ἐδῶ ὁ Σίμων δέχεται τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐννοεῖ ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ τὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν προσωπική του ἀναξιότητα. Αὐτὴ ἡ ἐπίγνωση καὶ ἡ συναίσθηση τῆς ἀληθείας ἐπῆλθε στὴν ψυχὴ τοῦ Σίμωνα ὡς δῶρο Θεοῦ, γιατί ὁ ἴδιος ἦταν δοχεῖο δεκτικό της χάριτος, στολισμένος μὲ τὶς ἀρετὲς τῆς ἁπλότητας καὶ τῆς ὑπακοῆς.
Αὐτὰ τὰ τρία σημαντικὰ χαρακτηριστικά του Ἀποστόλου Σίμωνα Πέτρου καὶ τῶν ἄλλων Ἀποστόλων ἂς ἀγωνισθοῦμε, γιὰ νὰ τὰ ἀποκτήσουμε: τὴν ἁπλότητα, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπείνωση. Ἁπλότητα καρδιᾶς μᾶς χρειάζεται. Μακριὰ ἀπὸ ἐμᾶς οἱ «διακρίσεις διαλογισμῶν», γιὰ νὰ γίνουμε σὰν τὰ παιδιὰ καὶ νὰ κερδίσουμε τὴν Οὐράνια Βασιλεία, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ:
«Ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». Καὶ βέβαια δὲν ἐννοεῖ ὁ Χριστὸς νὰ παλιμπαιδίζουμε, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε ἄκακοι σὰν τὰ παιδιά, ὅπως μᾶς συμβουλεύει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος:
«Τῇ κακίᾳ νηπιάζετε, ταῖς δὲ φρεσὶ τέλειοι γίνεσθε». Παράλληλα πρὸς τὴν ἀκακία καὶ ἀθωότητα, ἂς ἀγωνισθοῦμε νὰ ὑπακούουμε καθημερινὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἂς αἰχμαλωτίζουμε κάθε σκέψη καὶ κίνημα τῆς καρδιᾶς μας «εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ», σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἂς ἐφαρμόζουμε στὴ ζωή μας τὸ «γενηθήτω τὸ θέλημά σου», γιὰ νὰ εἴμαστε εὐάρεστοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὅλα δὲ αὐτὰ ἂς τὰ κάνουμε ντυμένοι μὲ τὸ θεϊκὸ ἔνδυμα τῆς ταπεινώσεως, μὲ ταπεινὸ φρόνημα, χωρὶς ἔπαρση καὶ ὑψηλοφροσύνη.
Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, τὴν κλήση τοῦ ὁποίου ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἀκούσαμε σήμερα, γράφει: «Τὴν ταπεινοφροσύνην ἐγκομβώσασθε», κουμπωθεῖτε, φορέστε σὰν ροῦχο κατάσαρκα τὴν ταπείνωση, γιατί, συνεχίζει, «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν». Αὐτὴν τὴν Θεία Χάρη ἂς προσευχηθοῦμε νὰ ἀξιωθοῦμε στὴ ζωή μας ἀπὸ τὸν ἀγωνοθέτη Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ἀγωνιζόμενοι ἀδιάκοπα μέχρι τελευταίας πνοῆς τὸν ἀγώνα τὸν καλό! Ἀμήν, γένοιτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου