Του Αρχιμ. Αρσενίου Κωτσόπουλου
Ο υπόλοιπος δρόμος, που καταλήγει στις δροσερές πηγές της Χάριτος του Θεού, είναι η ουσιαστική πορεία σου, στην οποία τρέχεις με την ορμή που σου έδωσε η πικρή εμπειρία του σκότους σου.
Οι σύγχρονες ψυχαναλυτικές πρακτικές που σε αφήνουν «στα κρύα του λουτρού», στη μέση του πουθενά, είναι απόλυτα τραγικές.
Έρχονται όμως οι ψαλμοί του Δαβίδ, αυτά τα βαθειά ένθεα ποιήματα του εξαϋλωμένου Προφητάνακτος, να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους και να μας μιλήσουν για μια ένθεη και όντως θεραπευτική ψυχανάλυση.
Ας δούμε δι’ ολίγων τον 72ο ψαλμό.
Από τον 1ο έως τον 16ο στίχο ο Δαβίδ περιγράφει τα βασανιστικά εσωτερικά βιώματά του, καθώς παρακολουθεί όλους τους ασεβείς και άνομους να ευδοκιμούν, να ζουν ανέμελα, ειρηνικά, πλούσια, μακρόβια.
«Εγενόμην μεμαστιγωμένος όλην την ημέραν και ο έλεγχός μου εις τας πρωίας» (στ. 14), θα πει με πόνο ψυχής.
Βλέπει πως «ματαίως εδικαίωσα την καρδίαν μου και ενιψάμην εν αθώοις τας χείρας μου» (στ. 13), καθώς φαίνεται ότι ο Θεός αδιαφορεί για την δικαία διαπαιδαγώγηση των ανόμων ενώ ο ίδιος ταλαιπωρείται από όλους τους υπεναντίους του.
Όμως από τον στίχο 17, όλα αλλάζουν στην ψυχή του Δαβίδ. Φως, άπλετο φως εισέρχεται και κατακλύζει την ύπαρξή του. Γίνεται διορατικός και προορατικός. Πώς έγινε αυτή η θεία αλλοίωσις;
Εισήλθε στο Άγιο Πνεύμα. Έγινε ένθεος. Να πώς το περιγράφει: «έως ου εισέλθω εις το αγιαστήριον του Θεού και συνώ εις τα έσχατα αυτών» (στ. 17). Όλη τώρα η ύπαρξή του φωτίζεται από την θεία γνώση.
Όχι την εξωτερική και επιφανειακή γνώση που τον είχε μέχρι πρότινος γεμίσει με άγχη, φόβους, ταραχές, μικροψυχίες, ζήλειες, και ενοχές, ώστενα γράφει: «παρά μικρόν εσαλεύθησαν οι πόδες, παρ΄ ολίγον εξεχύθη τα διαβήματά μου, ότι εζήλωσα επί τοις ανόμοις, ειρήνην αμαρτωλών θεωρών» (στ. 2-3).
Τώρα τον κατακλύζει η άνωθεν κατερχόμενη, η Αγιοπνευματική γνώση, και βλέπει μέχρι το τέλος, τα έσχατα των χρόνων των ασεβών. Κατανοεί πλέον πως όλη η δόξα και τα μεγαλεία, και όλες οι ανομίες των ανόμων θα παρέλθουν «ωσεί ενύπνιον εξεγειρομένου» (στ. 20).
Όπως το όνειρο δηλαδή αυτού που ξυπνάει και μέσα στην ημέρα το έχει ξεχάσει.
Έχοντας πλέον ο Δαβίδ, αυτή την ολοκληρωμένη εικόνα του δρόμου μέχρι τις πηγές όπου κατοικεί ο Θεός, εκεί όπου βρίσκεται το Αγιαστήριό Του, κλείνει τον ψαλμό με την μεγάλη και παγκόσμια διαπίστωση: «…ιδού οι μακρύνοντες εαυτούς από σου απωλούνται, εξολόθρευσας πάντα τον πορνεύοντα από σου. Εμοί δε το προσκολλάσθαι τω Θεώ αγαθόν εστί, τίθεσθαι εν τω Κυρίω την ελπίδα μου, του εξαγγείλαι με πάσας τας αινέσεις σου εν ταις πύλαις της θυγατρός Σιών» (στ. 26 -28).
Με άλλα λόγια: «Κύριε, τώρα που έφτασα προορατικά και είδα το τέλος του δρόμου, εδώ στα άκρα του κόσμου, όπου μας περιμένεις για να μας προσφέρεις από τις καθαρές πηγές σου τις δροσιές του πνεύματος τώρα κατάλαβα πως όσοι μακραίνουν από σένα χάνονται και ξεραίνονται σαν τους οδοιπόρους που αράζουν στη μέση της ξερής ερήμου.
Για μένα πλέον, το να είμαι προσκολλημένος σε Εσένα Κύριε, είναι το μόνο αγαθό, αφού η αποστασία από Σένα και η προσκύνηση των δημιουργημάτων Σου είναι μέγιστη πορνεία και προκαλεί στους πορνεύοντες εξολόθρευση.
Τώρα θέλω Κύριε, εδώ στις πύλες της πόλης Σου της Αγίας και μακαρίας Σιών, εδώ που οι άνθρωποι ταλαντεύονται και διστάζουν να εισέλθουν εδώ θέλω να στέκομαι, τώρα που σταθεροποιήθηκα μέσα στο Αγιαστήριο της Χάριτός Σου, για να εξυμνώ τα μεγαλεία Σου, και να κηρύττω μεγαλόφωνα πώς στερέωσες και τα δικά μου βήματα, πώς έδιωξες από πάνω μου όλες τις αμφιβολίες, τις φοβίες, τα σκότη των παθών.
Θέλω να οδηγώ μέσα στην πόλη Σου όλους όσους στέκουν απέξω μαστιζόμενοι από τα δεινά της απομάκρυνσης από Εσένα». Με αυτά τα λόγια προς τον Κύριο, κλείνει ο Δαβίδ τον ψαλμό του. Αλλά και σε άλλο ψαλμό γράφει: «Αγαπά Κύριος τας πύλας Σιών υπέρ πάντα τα σκηνώματα Ιακώβ» (Ψαλ. 86, 1).
Ναι, οι πύλες από τις οποίες αν δεν περάσεις, δεν μπορείς να κάνεις σκηνές «εν τω Παραδείσω». Μία πύλη είναι το Ψαλτήριον που σε οδηγεί στα βαθειά μυστήρια του σχεδίου του Θεού για την σωτηρία του ανθρώπου.
Πύλες είναι τα μυστήρια της Εκκλησίας μας που σε μυούν στην πνευματική ζωή. Πύλη είναι η Καινή Διαθήκη που σε οδηγεί στη γνώση του Λόγου του Θεού.
Πύλη είναι η Παναγία μας γιατί δι΄ αυτής εισήλθε ο Χριστός στον κόσμο. «Της ευσπλαχνίας την πύλην άνοιξον ημίν ευλογημένη Θεοτόκε…» ψάλλουμε στον παρακλητικό κανόνα Της.
Εισήλθε στο Άγιο Πνεύμα. Έγινε ένθεος. Να πώς το περιγράφει: «έως ου εισέλθω εις το αγιαστήριον του Θεού και συνώ εις τα έσχατα αυτών» (στ. 17). Όλη τώρα η ύπαρξή του φωτίζεται από την θεία γνώση.
Όχι την εξωτερική και επιφανειακή γνώση που τον είχε μέχρι πρότινος γεμίσει με άγχη, φόβους, ταραχές, μικροψυχίες, ζήλειες, και ενοχές, ώστενα γράφει: «παρά μικρόν εσαλεύθησαν οι πόδες, παρ΄ ολίγον εξεχύθη τα διαβήματά μου, ότι εζήλωσα επί τοις ανόμοις, ειρήνην αμαρτωλών θεωρών» (στ. 2-3).
Τώρα τον κατακλύζει η άνωθεν κατερχόμενη, η Αγιοπνευματική γνώση, και βλέπει μέχρι το τέλος, τα έσχατα των χρόνων των ασεβών. Κατανοεί πλέον πως όλη η δόξα και τα μεγαλεία, και όλες οι ανομίες των ανόμων θα παρέλθουν «ωσεί ενύπνιον εξεγειρομένου» (στ. 20).
Όπως το όνειρο δηλαδή αυτού που ξυπνάει και μέσα στην ημέρα το έχει ξεχάσει.
Έχοντας πλέον ο Δαβίδ, αυτή την ολοκληρωμένη εικόνα του δρόμου μέχρι τις πηγές όπου κατοικεί ο Θεός, εκεί όπου βρίσκεται το Αγιαστήριό Του, κλείνει τον ψαλμό με την μεγάλη και παγκόσμια διαπίστωση: «…ιδού οι μακρύνοντες εαυτούς από σου απωλούνται, εξολόθρευσας πάντα τον πορνεύοντα από σου. Εμοί δε το προσκολλάσθαι τω Θεώ αγαθόν εστί, τίθεσθαι εν τω Κυρίω την ελπίδα μου, του εξαγγείλαι με πάσας τας αινέσεις σου εν ταις πύλαις της θυγατρός Σιών» (στ. 26 -28).
Με άλλα λόγια: «Κύριε, τώρα που έφτασα προορατικά και είδα το τέλος του δρόμου, εδώ στα άκρα του κόσμου, όπου μας περιμένεις για να μας προσφέρεις από τις καθαρές πηγές σου τις δροσιές του πνεύματος τώρα κατάλαβα πως όσοι μακραίνουν από σένα χάνονται και ξεραίνονται σαν τους οδοιπόρους που αράζουν στη μέση της ξερής ερήμου.
Για μένα πλέον, το να είμαι προσκολλημένος σε Εσένα Κύριε, είναι το μόνο αγαθό, αφού η αποστασία από Σένα και η προσκύνηση των δημιουργημάτων Σου είναι μέγιστη πορνεία και προκαλεί στους πορνεύοντες εξολόθρευση.
Τώρα θέλω Κύριε, εδώ στις πύλες της πόλης Σου της Αγίας και μακαρίας Σιών, εδώ που οι άνθρωποι ταλαντεύονται και διστάζουν να εισέλθουν εδώ θέλω να στέκομαι, τώρα που σταθεροποιήθηκα μέσα στο Αγιαστήριο της Χάριτός Σου, για να εξυμνώ τα μεγαλεία Σου, και να κηρύττω μεγαλόφωνα πώς στερέωσες και τα δικά μου βήματα, πώς έδιωξες από πάνω μου όλες τις αμφιβολίες, τις φοβίες, τα σκότη των παθών.
Θέλω να οδηγώ μέσα στην πόλη Σου όλους όσους στέκουν απέξω μαστιζόμενοι από τα δεινά της απομάκρυνσης από Εσένα». Με αυτά τα λόγια προς τον Κύριο, κλείνει ο Δαβίδ τον ψαλμό του. Αλλά και σε άλλο ψαλμό γράφει: «Αγαπά Κύριος τας πύλας Σιών υπέρ πάντα τα σκηνώματα Ιακώβ» (Ψαλ. 86, 1).
Ναι, οι πύλες από τις οποίες αν δεν περάσεις, δεν μπορείς να κάνεις σκηνές «εν τω Παραδείσω». Μία πύλη είναι το Ψαλτήριον που σε οδηγεί στα βαθειά μυστήρια του σχεδίου του Θεού για την σωτηρία του ανθρώπου.
Πύλες είναι τα μυστήρια της Εκκλησίας μας που σε μυούν στην πνευματική ζωή. Πύλη είναι η Καινή Διαθήκη που σε οδηγεί στη γνώση του Λόγου του Θεού.
Πύλη είναι η Παναγία μας γιατί δι΄ αυτής εισήλθε ο Χριστός στον κόσμο. «Της ευσπλαχνίας την πύλην άνοιξον ημίν ευλογημένη Θεοτόκε…» ψάλλουμε στον παρακλητικό κανόνα Της.
Ο Δαβίδ, που έφτασε να παραδοθεί ολικά στο Θεό, μέσα από τα οριακά σκαμπανεβάσματά του μεταξύ φωτός και σκότους, τόλμησε να πει: «..καγώ διαπαντός μετά σου. Εκράτησας της χειρός της δεξιάς μου, και εν τη βουλή Σου ωδήγησάς με, και μετά δόξης προσελάβου με. Τι γάρ μοι υπάρχει εν τω ουρανώ; και παρά σου τι ηθέλησα επί της γης; Εξέλιπεν η καρδία μου και η σάρξ μου, ο Θεός της καρδίας μου, και η μερίς μου ο Θεός εις τον αιώνα» (στ. 23 -25).
Δηλαδή, «Κύριε είσαι το μερίδιό μου, η κληρονομιά μου. Κύριε λιώνει όχι μόνο η καρδιά μου για Σένα αλλά και το σώμα μου. Κύριε στον ουρανό μόνο Εσύ υπάρχεις για μένα. Κύριε πέρα από Σένα τίποτε άλλο δεν θέλω στη γη. Κύριε συνεχώς είμαι μαζί Σου. Εσύ με οδηγείς όπου θέλεις σύμφωνα με το σχέδιό Σου, και με μεγαλείο ουράνιο με έλαβες κοντά Σου».
Πω πω!… Τι ύμνοι θείων ερώτων από τον μακάριο Δαβίδ!
Σκέφτομαι πόσο ωραία συμφωνεί αυτός ο θείος ψαλμός με τις εμπειρίες του Αγίου Σωφρονίου Ζαχάρωφ, όπως τις καταγράφει στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Οψόμεθα τον Θεό καθώς εστί».
Μέσα από το αυτομίσος και τα μαστιγώματα που έδινε στην ψυχή του για την μακρόχρονη προδοσία του αληθινού Τριαδικού Θεού, κατά τους χρόνους της αγνοίας του που αφιέρωσε στον υπερβατικό διαλογισμό σε ένα απρόσωπο είναι, κατέληξε να γνωρίσει το φως του Χριστού, το άκτιστο και υπερουράνιο και έτσι να ορμά σε Αυτόν.
Γράφει ο μακάριος: «Εγώ δε συνειδητοποιήσας το φρικτόν της πτώσεώς μου, παρεδόθην εις απεγνωσμένον, πικρόν και έμπυρον θρήνον. Ο Κύριος εδωρήσατο εις εμέ την χαρισματική απόγνωσιν.
Κι ενώ εγώ εθρήνουν δι’ εμαυτόν μετά κλαυθμού ισχυρού, μη τολμών να υψώσω την σκέψιν μου προς Αυτόν, ενεφανίσθη ούτος εις εμέ εν τω φωτί Αυτού.
Ούτως έθεσε την αρχή της νέας ζωής μου, αναγεννήσας εμέ δια των δακρύων της μετανοίας. Παν ό,τι πρότερον είλκυεν εμέ εν τω κόσμω τούτω, απώλεσε την γοητείαν αυτού, και περί ουδενός πλέον σκεπτόμενος, εβυθίσθην εις προσευχήν.
Δεν θα είπω ότι η πάλη προς απελευθέρωσίν μου εξ όλων εκείνων, εις τα οποία πρότερον μετά πάθους είχον επιδοθή, ήτο εύκολος ή έστω σύντομος.
Ιδιαιτέρως βαρύς ήτο δι’ εμέ ο χωρισμός από της ζωγραφικής… Η σφόδρα επιθυμία όπως διαρρήξω πάντα δεσμόν μετά της προγενεστέρας ζωής μου, ελάμβανε μορφήν μίσους προς εμαυτόν, ως ήμην εν τω παρελθόντι.
Παραλλήλως η θετική πλευρά της αποστροφής εκ των παθών εξεδηλούτο εις την πράξιν της εδραιώσεως μου εν τω απακαλυφθέντι εις εμέ. Εκ της εντάσεως του αγίου αυτομίσους η προσευχή αντλεί ισχυράν ενέργειαν και αποβαίνει ομοία προς ορμητικήν φλόγα.
Το πνεύμα τότε ζη συγχρόνως το σκότος του θανάτου αυτού και την ελπίδα επί τον Σωτήρα θεόν» (σελ. 43-44, Εκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, 1993).
Ο ολοκληρωμένος δρόμος: ο δρόμος μαζί με την προοπτική του, η οποία κρύβεται στο τέρμα του. Όποιος τον γνωρίζει ποθεί και στα μισά του δρόμου, εκεί στη σκληρή έρημο, τον ζώντα Θεό για να ξεδιψάσει από τις καθάριες πηγές Του.
Γι’ αυτό και αλλού ο Δαβίδ, που γνωρίζει πλέον τι υπάρχει στα έσχατα, γράφει: «ο Θεός, ο Θεός μου, προς σε ορθρίζω. Εδίψησέ σε η ψυχή μου, ποσαπλώς σοι η σάρξ μου, εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω (Ψαλ. 62, 1-2)».
Όπως ο μυθικός Οδυσσέας που ποτέ δεν ξέχασε την προοπτική του ταξιδιού παρά τις περιπέτειες και τα εμπόδια που συνάντησε. Και συνεχώς, όλο και περισσότερο ποθούσε να φτάσει στο τέρμα, εκεί που τον περίμεναν οι μεγάλες αγάπες του, στην Ιθάκη του.
Είναι θαυμαστή σύμπτωση ότι αυτό το κείμενο ξεκίνησα να το γράφω Κυριακή 9 Αυγούστου 2020, μέσα στο Ιερό του ναού μας, κατά την Κυριακάτικη ακολουθία, νωρίς το πρωί, την ώρα του όρθρου.
Την ημέρα αυτή το ευαγγελικό ανάγνωσμα αναφέρεται στο μεγάλο θαύμα που επιτέλεσε ο Κύριος στη θάλασσα της Γαλιλαίας, στην Λίμνη Γεννησαρέτ, όταν περπατώντας πάνω στα κύματα κατέπαυσε την μανία τους.
Οι μαθητές Του ήταν μόνοι τους μέσα στην βάρκα που κλυδωνιζόταν. Ο μισός δρόμος χωρίς τον Χριστό ήταν γι’ αυτούς ταραχώδης, φοβικός. Το ναυάγιο προ των πυλών…
Και ξαφνικά ο Κύριος περνά μέσα από τις πύλες της υπάρξεώς τους, πατά πάνω στα κύματα, και όλα αλλάζουν. Ο Πέτρος θέλει να μετέχει σε όλο αυτό που συμβαίνει. Θέλει να τρέξει στον Κύριο.
Πατά και αυτός πάνω στα κύματα. Αλλά η θέα τους τον κλονίζει. Όσο θεάται τον Ιησού στέκεται πάνω τους. Όταν στρέφεται όμως προς την θάλασσα, αρχίζει να βυθίζεται. Ο Κύριος τον σηκώνει.
Εισέρχεται μαζί του στην βάρκα και τότε όλα ηρεμούν. Να πώς ξέρει ο Δάσκαλος να ολοκληρώνει τον δρόμο μας με την παρουσία Του. Να φέρνει γαλήνη μέσα στην βαθιά ταραχή. Να φέρνει το φως μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Να φέρνει λύτρωση όταν όλα είναι απελπιστικά.
Γράφει πάλι ο Δαβίδ: «Επί τω Θεώ ήλπισα, ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος. Εν εμοί, ο Θεός, ευχαί ας αποδώσω αινέσεώς σου. Ότι ερρύσω την ψυχήν μου εκ θανάτου, τους οφθαλμούς μου από δακρύων, και τους πόδας μου από ολισθήματος » (Ψαλ. 55, 12-14).
Θυμάμαι ένα σχετικό θαυμαστό βίωμα του Αγίου Παϊσίου: Ένα βράδυ ήταν βυθισμένος στην προσευχή, γονατιστός ενώπιον της Παναγίας μας. Είχε αποφασίσει να προχωρήσει η νύκτα όσο πάει, με το νου του δοσμένο και δεμένο σε αυτή τη νοερά εργασία.
Ξαφνικά, και ενώ είχαν περάσει αρκετές ώρες και βρισκόταν σε κατάσταση αρπαγής του νοός, πέρασε από το νου του μια σκέψη. Να φορέσει μια ζακέτα διότι ήταν ασθενής, και είχε ένα πνεύμονα. Τότε αμέσως σωριάστηκε στο έδαφος.
Και έτσι ο Άγιος Γέροντας κατάλαβε εκ πείρας πως δεν τον κρατούσαν οι δικές του ανθρώπινες δυνάμεις στην προσευχή αλλά το βύθισμα του νου του στον Χριστό.
Ένας ανθρώπινος λογισμός, ούτε επ’ ολίγον αρνητικός, ήταν αρκετός να διώξει την Χάρη, όπως ένα μικρό συννεφάκι κρύβει τον ήλιο, και όπως λίγο νεράκι μέσα στη βενζίνη κάνει την μηχανή του αυτοκινήτου να τραντάζεται.
Εξάλλου, οι μεγάλες μορφές της Ιερής Ιστορίας του κόσμου μας, δεν αμφέβαλλαν για τον Κύριο ούτε τις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής τους.
Γράφει σχετικά ο Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Γιατί αμφιβάλλετε φίλοι μου πως το χέρι του Θεού είναι κοντά; Γιατί δεν δοξολογείτε τον Θεό ακόμα και την στιγμή που αντιμετωπίζετε το μεγαλύτερο κίνδυνο;
Ο Αβραάμ δεν ήταν απαλλαγμένος από την αμφιβολία όταν οδηγούσε τον μονογενή του υιό στη θυσία (Γεν. κβ’, 1-18) και μετά τον έσωσε ο Θεός;
Ο Ιωνάς δεν δοξολογούσε τον Θεό από την κοιλιά του κήτους και σώθηκε; (Ιωνά β’, 7)
Γιατί οι τρεις Παίδες δεν ολιγοπίστησαν μέσα στην «κάμινο του πυρός» και τελικά τους έσωσε η πίστη τους; (Δαν. γ’, 19-26)
Το ίδιο δεν έκανε και ο Προφήτης Δανιήλ μέσα στο λάκκο των λεόντων (Δαν. στ’, 16-23) αλλά και ο μακάριος Ιώβ που ήταν πληγωμένος και γεμάτος σπυριά (Ιώβ β’, 7-10);» (Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ομιλ. Δ’ Κυριακοδρόμιο, εκδ. Π. Μπότση, 2012)
Μας σπρώχνει λοιπόν ο Θεός στο τέλος του δρόμου, στις πηγές Του. Μας σπρώχνει στη Δύναμή Του όταν έχουμε βουλιάξει στις αδυναμίες μας.
Στην Παλαιά Διαθήκη, όταν ο Μωϋσής ανέβηκε στο Όρος Σινά για να πάρει τις δέκα εντολές, οι Εβραίοι λάτρεψαν το χρυσό μοσχάρι. Μέσα στην έρημο, άνοιξε η γη και κατάπιε τους αποστάτες.
Ήθελαν οι Εβραίοι να κολλήσουν στη μέση της ερήμου ενώ ο Μωυσής τους έσπρωχνε στο τέλος του δρόμου, στη γη της Επαγγελίας τους.
Ήθελαν οι σύντροφοι του Οδυσσέα να τον κολλήσουν στα μισά του ταξιδιού και αυτός τους έσπρωχνε στην Ιθάκη του.
Βουλιαγμένοι και οι δώδεκα μαθητές στα μισά της πορείας, στην τρικυμισμένη θάλασσα της Γαλιλαίας, και ο Χριστός τους σπρώχνει, με πρώτο τον «ολιγόπιστο» Πέτρο, στο πρόσωπό Του.
Και όταν τον βρίσκουν και τον βάζουν μέσα τους, στην βάρκα του σώματός τους, όλα ηρεμούν. Τότε ολοκληρώνεται ο δρόμος.
Ο Πέτρος βέβαια ελέγχεται από τον Κύριο: «ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;». Υπάρχουν οι πιστοί και οι ολιγόπιστοι. Υπάρχουν οι δυνατοί στην πίστη και οι ασθενείς, όπως τους αποκαλεί ο Απ. Παύλος στην Προς Ρωμαίους επιστολή του.
Συνιστά όμως, οι πρώτοι να μην εξουθενώνουν τους δεύτερους, και οι δεύτεροι να μην κρίνουν τους πρώτους(Προς Ρωμ. 14, 3). Τι μακαρία ισορροπία!
Αυτούς τους ασθενείς καλεί μέσα στο βασίλειο του Θεού και ο Δαβίδ, που θέλει να στέκεται στις πύλες, στις εισόδους της Χάριτος του Θεού.
«Τον δε ασθενούντα τη πίστει προσλαμβάνεσθε, μη εις διάκρισιν διαλογισμών», (Προς Ρωμ. 14, 1) όπως θα πει ο ουρανοβάμων Παύλος 1000 χρόνια μετά τον Δαβίδ.
Και όπως θα πούμε εμείς 3000 χρόνια αργότερα: «Ελάτε παιδιά μου, εσείς οι ασθενείς στην πίστη, με τις μάσκες στην Εκκλησία, για να δοθείτε απερίσπαστα στο Χριστό, για να μην έχετε αμφιταλαντεύσεις και το νου σας στον κορονοϊό».
Ο μισός, ο ανολοκλήρωτος δρόμος είναι η φουρτουνιασμένη θάλασσα. Είναι η ζωή χωρίς το Άγιο Πνεύμα, χωρίς το μυστήριο της Πεντηκοστής, που μας καθιστά όλους ολιγόπιστους, ακόμα και αυτούς που νομίζουν πως είναι πιστοί.
Όπως τον Πέτρο, αυτόν τον μεγάλο Απόστολο, ο οποίος μετά την Πεντηκοστή γίνεται ο απόλυτα πιστός, και πάνω στον οποίο σαν σε βράχο κτίζει ο Χριστός την εκκλησία Του (Ματθ. 16, 17: «συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν»).
Πριν όμως από εκείνο το χαρισματικό γεγονός, Τον είχε αρνηθεί τρεις φορές και νωρίτερα είχε κατηγορηθεί, στην μανιασμένη λίμνη της Γεννησαρέτ, για ολιγοπιστία.
Επομένως αν ο Πέτρος, η πέτρα της Εκκλησίας, ολιγοπίστησε και αρνήθηκε, πώς μπορούμε εμείς που εύκολα κλονιζόμαστε από διάφορους κλονισμούς (για παράδειγμα κορονοϊούς), να κατηγορήσουμε τους άλλους για ολιγοπιστία;
Αδελφοί μου, όσοι νομίζετε ότι είστε πιστοί αλλά δεν έχετε εμπειρία Πεντηκοστής, θα ματαιωθείτε. Θα ακούσετε κι εσείς από το αψευδές στόμα του Κυρίου: «ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;» (Ματθ. 14, 31).
Να γιατί ο Απόστολος Παύλος κηρύττει το περίφημο: «Οφείλομεν δε ημείς οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν» (Προς Ρωμ. 15, 1).
Να γιατί καλεί: «τον δε ασθενούντα τη πίστει προσλαμβάνεσθε» (Προς Ρωμ. 14, 1). Να γιατί ελέγχει αυστηρά όποιον κρίνει τον αδελφό του: «σύ τις ει ο κρίνων αλλότριον οικέτην;» (Προς Ρωμ. 14, 4).
Όλοι εμείς οι υποψήφιοι ολιγόπιστοι, ας παρακαλούμε πάντοτε τον Κύριο να προσθέτει σε εμάς πίστη: «πρόσθες ημίν πίστιν» (Λουκά 17, 5).
«Πιστεύω Κύριε, βοήθει μου τη απιστία» (Μάρκ. 9, 24), όπως φώναζαν όσοι δέχτηκαν την θεραπευτική δύναμη του Ιησού στην εποχή Του. Ο 72ος ψαλμός λοιπόν, παρουσιάζει όλον τον δρόμο.
Αυτόν που στο τέρμα του σβήνουν σαν όνειρο οι ανομίες των ασεβών. Εκεί που θριαμβεύει το φως του Θεού. Εκεί, στις πύλες της θυγατρός Σιών, που θέλει να στέκεται ο Δαβίδ για να απαγγέλει σε όσους βρίσκονται απέξω, τα μεγαλεία του Θεού.
Τον ολοκληρωμένο δρόμο βλέπει πλέον ξεκάθαρα και ο αείμνηστος Ωνάσης, και τώρα αγάλλεται για την ολοκλήρωσή του.
Αυτός που όσο ζούσε, έχοντας γνώση της μισής διαδρομής, έχασε την γη κάτω από τα πόδια του με την συντριβή του αεροπλάνου και τον θάνατο του νεαρού γιού και κληρονόμου του.
Από τότε όμως και μετά, άρχισε να πορεύεται στο υπόλοιπο μισό της διαδρομής. Στο δρόμο του φωτός, της ανιδιοτελούς προσφοράς, του ανοίγματος της αγάπης, με το κοινωφελές ίδρυμα που έφτιαξε μετά την προσωπική του συντριβή.
Ναι, τώρα που ολοκλήρωσε τον δρόμο του, καθώς κοιτά την γη από τον ουρανό, αγάλλεται. Όχι για την ιδιοτελή εξέλιξη των συγγενών του, αλλά για το ίδρυμά του μέσα από το οποίο προσφέρει ανιδιοτελώς σε τόσο κόσμο εντός και εκτός Ελλάδας.
Την Δευτέρα 10 Αυγούστου, όταν ολοκλήρωσα το παραπάνω κείμενο, ήρθε η εκλεκτή Ειρήνη να μιλήσουμε. «Πάτερ μου, τι σημαίνει ο στίχος του 50ου Ψαλμού του Δαβίδ “Αγάθυνον Κύριε εν τη ευδοκία σου τη Σιών και οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ”;» (Ψαλ. 50, 20).
«Παιδί μου, αυτός ο στίχος βρίσκεται σε συμφωνία με όλο το κείμενο που μόλις ολοκλήρωσα. Σημαίνει πως όσοι ζουν στη Χάρη του Θεού, μέσα στην ουράνια βασιλεία Του, λουσμένοι από το φως Του, νιώθουν πολύ βαθειά πόσο αγαθός είναι ο Κύριος και πόση αγάπη έχει.
Όσοι νιώθουν τον Κύριο τιμωρό, προβάλλουν σε Αυτόν ό,τι νιώθουν εξαιτίας των αμαρτιών τους που τους βασανίζουν και τους τιμωρούν.
Εξάλλου, όταν ο ξυλουργός παίρνει πίσω την καρέκλα που σου είχε χαρίσει διότι ευχαριστούσες αυτήν αντί για εκείνον, αυτό φαίνεται σε σένα τιμωρία, αλλά από τον ξυλουργό δίδεται ως ευεργεσία, διότι έτσι τον καλείς και χαίρεται την παρέα σου.Για τον ξυλουργό, πιο μεγάλη αξία έχεις εσύ και η κοινωνία μαζί του από την καρέκλα που σου χάρισε.
Το “οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ”, από την άλλη, είναι μια παράκληση προς τον Κύριο να μην είναι η πόλη ξέφραγο αμπέλι.
Να έχει τείχη και πύλες, έτσι ώστε όσοι εισέρχονται σε αυτήν πρώτα να μυούνται, να προετοιμάζονται, να κατηχούνται, να ευαγγελίζονται όπως τόσο το επιθυμεί ένας οδηγός που βρίσκεται στις πύλες της, ο ένθεος Δαβίδ».
Κυριακή Θ’ Ματθαίου: «Ο Κύριος επί των κυμάτων»
Romfea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου