ΠΑΤΗΣΤΕ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΔΕΞΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΜΑΣ!

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024

Ο ΣΤΟΛΙΣΜΕΝΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ

Αννυ Λιγνού
Μια φίλη που πενθεί, μου έστειλε μήνυμα ότι έψαχνε τον «Στολισμένο Καλόγερο» να τον διαβάσει στους οικείους της για παρηγοριά. Εδώ είναι ο καλόγερος Μαρία μου. Για όσους πέρασαν ή περνούν ζόρικα. Τα μάτια στο φως.

Ηταν αρχές Δεκεμβρίου του 1994. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι μας πολύ βαριά γιατί μόλις πριν λίγες μέρες είχε συμπληρωθεί ένας βασανιστικός χρόνος που είχαμε χάσει αιφνίδια τον πατέρα μου στα 54 του χρόνια.
Το χαρούμενο -παρά τα προβλήματά του- σπίτι μας είχε χάσει για πάντα τη ζωντάνια του. Οι ρυθμοί μας είχαν αλλάξει. Ενώ κανείς δεν έκλαιγε, κανείς δεν οδυρόταν φωναχτά για να μην κάνει χειρότερα και τους άλλους, είχαμε όλοι μαραθεί, φοβάμαι, ανεπανόρθωτα.
Εγώ τα βράδια, άφηνα το δωμάτιό μου και πήγαινα να κοιμηθώ στο δωμάτιο του αδερφού αλλά δεν ξέρω αν το έκανα για εκείνον ή για μένα.
Αγκαλιαζόμασταν σφιχτά σφιχτά να μη βρίσκει χώρο η λύπη να χωρέσει ανάμεσά μας και λέγαμε ιστορίες ώσπου να μας πάρει ο ύπνος.
- «Θυμάσαι Νικόλα εκείνα τα Χριστούγεννα που χτύπησε η πόρτα κι εμφανίστηκε ξαφνικά ο μπαμπάς;»
- «Ναι.» Παύση.
- «Εσύ θυμάσαι εκείνα τα Χριστούγεννα που μας έστειλε εισιτήρια και πήγαμε όλοι μαζί στο Ρότερνταμ;»
- «Ναι.»
- «Δεν πας να δεις τι κάνει η μαμά;»
- «Πάω.»
Κι έτσι πέρναγαν τα βράδια. Βέβαια, σε ποιον να το πω και ποιος να με πιστέψει, πως ο πατέρας ερχόταν όλη την ώρα και στον ύπνο αλλά και στον ξύπνο μας και μας άφηνε διάφορα σημάδια πως είναι καλά και να μην στενοχωριόμαστε.
Αλλά και πάλι όμως...
Κάθε χρόνο στις 6 Δεκεμβρίου, «τ΄Αγιού Νικολάου» στολίζαμε το σπίτι και το κάναμε έξτρα σούπερ γιορτινό για να χαρεί ο Νικόλας μας, ο αδερφός μου. Κι εμείς βέβαια το ίδιο.
Γεμίζαμε το δέντρο με τεράστιες λαμπερές μπάλες, αλλά η μεγαλύτερη μπάλα χαράς ήταν ο ίδιος ο Νικόλας. Έφτανε λίγη ώρα κοντά του για να γεμίσεις τις μπαταρίες σου με αισιοδοξία. Ολοστρόγγυλος και λαμπερός, ακτινοβολούσε. Όσοι τον γνώριζαν, ξέρουν για τι πράγμα μιλάω.
Εκείνα όμως τα Χριστούγεννα ξέραμε καλά ότι δεν θα ξαναγιορτάσουμε ποτέ πια. Ο αδερφός μου από την ημέρα που χάσαμε τον πατέρα μου άλλαξε. Δεν έγινε πιο θλιμμένος ή απόμακρος. Δεν έκλαιγε, δεν έβγαζε λύπη ή στενοχώρια. Έγινε πιο σκεπτικός. Πιο σοβαρός. Κι αυτό δεν μπορούσα να το αντέξω.
- «Θες Νικόλα να παίξουμε κιθάρα;»
Είχαμε το μικρό μας συγκρότημα, εγώ γρατζουνούσα συγχορδίες ως μεγάλη ροκ σταρ κι εκείνος ήταν ο ντράμερ, δηλαδή βάραγε τρία τάπερ με κουτάλια και τραγουδούσαμε στα δύο μικρόφωνα του πικάπ μας ηχογραφώντας τις φωνές μας. Δεν ακουγόμασταν καθόλου άσχημα. Η μαμά μας από μέσα έλεγε: «Αχ τι ωραία, είστε υπέροχοι, πείτε το λίγο πιο δυνατά να ακούω. Πείτε μου και λίγο Ξυλούρη...»
- «Μπααα, πιο μετά Αννούλα, βλέπω ένα έργο...» Ούτε εγώ ήθελα να παίξουμε μουσική... παράξενο.
Εκείνο το βράδυ που ξημέρωνε η γιορτή του κι άκουγα την μαμά να κλαίει σιγανά ψιθυρίζοντας «Γιάννη μου, Γιάννη μου, πού με άφησες;» στο δωμάτιό της, αναρωτιόμουν πώς θα ήταν η ζωή μας από δω και μπρος. Δεν θα είχαμε ξανά γιορτές, δεν θα είχαμε ξανά στολίδια, δεν θα είχαμε ξανά χαρά. Δε θα είχαμε ξανά πατέρα.
«Τα ύστερα του κόσμου», που έλεγε κι ο Πατριαρχέας, στο «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται».
Εκείνη λοιπόν την παραμονή του Αγίου Νικολάου, η μαμά πήγε με την κυρία που μας βοηθούσε και τον Νικόλα μας στη φυσιοθεραπεία του. Έμεινα μόνη στο σπίτι. Μετεφηβεία, μελαγχολία, θυμός, θλίψη, αμφιβολίες για το μέλλον, υπαρξιακά... Ολα μαζί κι όλα μαύρα κι έτσι δεν τους συνόδευσα.
Ανέβηκα μηχανικά στο πατάρι, κατέβασα την κούτα με τα στολίδια, πήγα στο δωμάτιο του αδερφού μου και τα χάζευα.
Πήρα την μεγάλη κόκκινη μπάλα και την κρατούσα στο χέρι μου. Την λέγαμε «Αρχική» γιατί την βάζαμε πρώτη πρώτη τελετουργικά σε ένα χαμηλό κλαδί που το έφτανε ο Νικόλας, αφού όμως είχαμε καθρεφτίσει όλοι τη μούρη μας και γελάγαμε με τις γκριμάτσες μας.
Με κοίταξα μέσα στη μπάλα. Πόσο έμοιαζα του πατέρα μου! Η Σκάρλετ, το αγαπημένο μας κόλεϋ ήρθε κι έκατσε κοντά μου και με ακουμπούσε στο πόδι με τη μουσούδα της. Ήθελε παρέα κι αυτή. Την καταλάβαινα και με καταλάβαινε.
Τελικά το πήρα απόφαση. Άδειασα τα τον καλόγερο από τα μπουφάν, τον έφερα κοντά στη μπρίζα* και κοτσάρισα στο πρώτο χεράκι την τεράστια μπάλα.
Βρήκα άλλες 5, μια ασημένια γιρλάντα και τέλος κάτι μπλε φωτάκια. Μόνο μια σειρά. Τα άλλα τα ξανάβαλα στο κουτί.
Εβαλα κι έναν διάφανο Αη Βασίλη στο παράθυρο και δίπλα στο κομοδίνο του Νικόλα ένα μικρό κρυστάλλινο ελατάκι με ρουμπινένιες μπαλίτσες που βρήκα εκεί μεσα.
Που είναι το αστέρι; Νάτο. Αχ, δε χωράει... Κάτσε να βρω τις πλαστελίνες από την εργοθεραπεία του Νικόλα να το κολλήσω. Ανάβουν; Ναι. Αριστούργημα!
Για λίγα λεπτά ένοιωσα ευτυχισμένη. «Γεννιέται ο Χριστούλης, τι χαρά!»
Και ξαφνικά, μαύρο! «...Μα κι Αυτός θα πεθάνει...» έσβησαν όλα μες στο μυαλό μου. Απότομα έγινε Μεγάλη Παρασκευή κι έχοντας παραστεί στην σπαραξικάρδια κηδεία του πατέρα μου κατάλαβα πια ως τα κατάβαθά μου τι ήταν ο Επιτάφιος που ακολουθούσαμε... Όλα μωβ και πένθιμα... Από τα Χριστούγεννα είχα ήδη κάνει Μεγαλοβδομάδα μέσα στην καρδιά μου.
«Ναι, μα σε 3 μέρες θα αναστηθεί!» Κι εμείς μαζί, έτσι δεν μας υποσχέθηκε; Ετσι δεν μας είπε; «Ελπίς απηλπισμένων, συ μοι βοήθησον!» Από που είναι τώρα αυτό το τροπάρι που μου καρφώθηκε στο κεφάλι;
Και ωχ... αυτοκίνητο. Ηρθαν. Τι θα πει τώρα η μάνα μου για την ασέβειά μου; Πως χάσαμε τον πατέρα κι εγώ κάθομαι και στολίζω λαμπάκια και γιρλάντες; Τι θα της πω;
Μπαίνουν μέσα κι εγώ σαν βρεγμένη γάτα ετοιμάζομαι να ακούσω τα σκολιανά μου για το φουτουριστικό μου δέντρο που αναβόσβηνε σαν ντισκοτέκ.
Με βρίσκουν στο κρεββάτι του Νικόλα με μια καμπανούλα στα χέρια που δεν είχα προλάβει να την κρεμάσω και ένοχο ύφος.
Ολοι κοίταζαν σαν μαγνητισμένοι χωρίς να μιλάνε τα μπλε φωτάκια να αναβοσβήνουν μέσα στη νύχτα.
- «Ρρρράπαπάμ παμ!» λέει ξαφνικά ο αδερφός μου, με έναν χαρούμενο τόνο στη φωνή από την παλιά χαρά. Κι αρχίζει να τραγουδάει: «Καλόγερε, Καλόγερε, μ'αρεσεις πως μ' αρεσεις!»
Η μαμά μου, μού χάιδεψε το κεφάλι, χαμογέλασε και πήγε μέσα λίγο δακρυσμένη χωρίς να πει τίποτα.
Όλα τα Χριστούγεννα τα βγάλαμε κοντά στον στολισμένο καλόγερο. Για κάποιον λόγο μάς παρηγορούσε. Τα βράδια διαβάζαμε παραμύθια κι ιστορίες κοντά του κι όταν ήμασταν στην τηλεόραση με έβαζε ο αδερφός μου να τον μεταφέρω στο σαλόνι και να τον ανάψω.
Την επόμενη χρονιά, παραμονή της γιορτής του, ο Νικόλας μου λέει: Δεν θα κατεβάσεις πεντέξι μπάλες και τα φωτάκια να στολίσουμε τον καλόγερο;
- «Το δέντρο κατέβασε να στολίσουμε» ακούστηκε από μέσα η μαμά μου. Εκείνη τη χρονιά και όλες τις επόμενες κόντρα σε όλα τα τυπικά του πένθους στολίσαμε και δέντρο και τον καλόγερο.
Και κάπου από ψηλά, ο πατέρας μου χαμογελούσε. Ο Θάνατος είχε νικηθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: