Τού Μακαριστού Παπαντώνη Ερωτόκριτου
Ό άπαγχονισμός τών τριών νέων μαρτύρων, ήτοι τού Στέλιου Μαυρομμάτη, Ανδρέα Παναγίδη και Μιχαήλ Κουτσύφτα, έγινε μετά το μεσονύκτιον τής 20ής προς τήν 21ην Σεπτεμβρίου 1956, ένα μήνα σχεδόν μετά τον άπαγχονισμόν τού Ζάκου. Χαριλάου και Πατάτσου. Μετά τήν έπιστροφήν μου έκ τών Φυλακών, ύστερα άπό τήν έκτέλεσίν των, και άφού συνήλθα ολίγον άπό το νυκτερινόν έκεϊνο δράμα, άλλά κατεχύμενος εισέτι άπό άγανάκτησιν διά τό έπαναληφθέν διά τρίτην κατά συνέχειαν φοράν άνοσιούργημα τών "Αγγλων, έγραψα σχετικόν σημείωμα, τό όποιον θά παραθέσω ενταύθα μετά τήν σκιαγράφησιν τών τριών μαρτύρων.
Ό Μαυρομμάτης ήτο πολύ αισθηματικός τύπος, άλλά δραστήριος και ενεργητικός και γεμάτος πατριωτικόν ένθουσιασμόν. Ήτο πολύ μεγαλόψυχος και έδείκνυε συμπάθειαν προς όλους, και προς εκείνους ακόμη πού έκαμαν αποκαλύψεις. Δέν φταίει, μού έλεγε γιά κάποιον συγκρατούμενύν του πού τον συναντούσε στήν αυλή δταν τούς έβγαζαν γιά λίγο νά ξεμουδιάσουν. Τάς αποκαλύψεις πού έκαμε ύστερα άπό φρικτά βασανιστήρια τές έκαμαν και άλλοι, και προσπαθούσε νά τον εμψύχωση και νά τοϋ δώση θάρρος, παρ' όλον πού αυτός τού έλεγε, φτύσε μου, Στέλιο, γιατί δέν αξίζω.
Μέ συγκρατημένο παράπονο μού λέγει: Γι' αυτό πού μέ κατεδίκασαν δέν έχουν μαρτυρίες, άλλά έβασίσθησαν εις τήν Ίντέλλιτζενς Σέρβις, δηλ. σέ πληροφορίες πού είχαν άπό προδότας. Λόγου γενομένου περι προδοτών θά αναφέρω περίπτωσιν προδότου, πού μετενόησε και έκλαυσε πικρώς διά νά καταδειχθή δτι μερικοί άπ' αυτούς μετενύησαν, άλλά μέσα εις τήν κατάστασιν καΐ τήν σύγχυσιν πού επικρατούσε ιδίως τό τελευταϊον έτος τοϋ αγώνος κανένας δέν μπορούσε νά τούς έχη έμπιστοσύνην. Μέ επήραν εις τό 57 Νοσοκομεϊον μιά μέρα, γιατί κάποιος ήθελε νά έξομολογηθή. Έξωμολόγησα τον άνθρωπον και ειδα ότι ή μετάνοια του ήτο ειλικρινής και τήν άλλην ήμέραν πήγα νά τον κοινωνήσω. Εις τήν εϊσοδον ό φρουρός, πού ήτο δικός μας, μού λέγει:
-Πού πάς, πάτερ.
-Πίσω, πάτερ. μού λέγει, αυτός είναι ό μεγαλύτερος προδότης.
Μετενόησε, τού λέγω, και έλα μαζί μου νά δής.
Μέ ήκολούθησε και παρηκολούθησε την σκηνήν άπό μικράν άπόστασιν. Όταν έφευγα, μου λέγει, πράγματι μετενόησε και καλά έκαμες. γιατί είδε πώς μόλις μέ άντίκρυσε.τά μάτια του έτρεχαν σάν βρύσες.
21 Σεπτεμβρίου 1956, ώρα 9 π.μ.
Σήμερα τον κάθε Άγγλο στήν Κύπρο τον κυνηγά τό φάσμα τής Ελευθερίας, και είναι τρελλός άπό τον φόβο του μέχρι σημείου, πού νά φοβάται και αυτούς τούς νεκρούς. Αυτό είδα σήμερα. Άπό τον ιερόν χώρον. πού έκειντο τά φέρετρα τών τριών μαρτύρων, ό Άγγλος φρουρός σημαδεύει μέ τό όπλο του εις κάθε άνοιγμα τής εισόδου, σάν νά επρόκειτο νά γίνη έφοδος προς αυτά. Οί άνθρωποι, πού μέ ώδήγησαν στάς τρεις παρά είκοσι στο σπίτι μου. είχαν διαρκώς προτεταμένα τά περίστροφα, και όταν τό αύτοκίνητον σταμάτησε διά νά κατέβω, πετάχτηκαν έξω και έκοίταζαν δεξιά και αριστερά κρατούντες προτεταμένα τά όπλα των ώς εις μάχην μέ άόρατον έχθρόν.
Σ' αυτήν τήν θέση βρίσκονται σήμερα οί Άγγλοι στήν Κύπρο, έν αντιθέσει προς εκείνους πού κρεμούν, πού γεμάτοι πίστιν εις τον Θεόν, πρύθυμοι και μέ τελείαν αύταπάρνησιν διά τήν Έλευθερίαν προχωρούν προς τήν άγχόνην, άδοντες και ζητωκραυγάζοντες. ενώ οί γύρω των κρατούμενοι φωνάζουν μέ όλην τους τήν δύναμιν. θάρρος, παιδιά. Δέν βρίσκω καμμίαν, έστω και τήν έλαχίστην, διαφοράν τών σημερινών μαρτύρων τής Ελευθερίας άπό εκείνους τού Εικοσιένα και οποιασδήποτε άλλης εποχής. Γενναιότης ψυχής και μεγαλοψυχία αφάνταστος. Συγχωρούμεν, λέγουν οί μάρτυρες, και τούς δημίους μας, άλλά και εκείνους πού κυβερνούν, διύτι πιθανόν έτσι νά είναι ή ιδέα τους.
Εύχόμεθα όμως στον Κυπριακό Λαό νά συνέχιση τον αγώνα. Κοντά τους είσαι έτοιμος διά κάθε θυσίαν. Μέ συγχαίρουν, όταν μέ τά άλλα έμψυχωτικά μου τελευταία λόγια δηλώ ότι τούς ζηλεύω και είμαι έτοιμος νά αποθάνω μαζί των.
Μέσα μου έμακάριζα εκείνους που έγέννησαν τέτοιους γενναίους μάρτυρες. 'Εσκεπτόμουν μέσα στο κελλί τής φυλακής στο διάστημα τής αγωνίας προ τοϋ άπαγχονισμοϋ τών κ' έλεγα: Πόσον κουτοί και ανόητοι είναι οί Άγγλοι!
Αγωνίζονται νά μάς κλείσουν τά μάτια γιά νά μή βλέπωμε τό φώς τής Ελευθερίας. Είναι σχεδόν μεσάνυχτα και τό φεγγάρι μεσούρανα σκεπάζεται γιά λίγο άπό βιαστικά σύννεφα. Στέκω στήν πόρτα τοϋ κελλιού και παρακολουθώ το δράμα, τής αποψινής νύχτας. Διαρκώς θούρια και εμβατήρια ακούονται άπό τούς τρεις μάρτυρες. Ζητωκραυγαί ούρανομήκεις άπό τούς παρακάτω φυλακισμένους άγωνιστάς.
Συνθηματικά επαναλαμβάνουν κατά διαστήματα τών τριών μαρτύρων τά ονόματα, Μαυ-ρο-μμά-της, Κου-τσύ-φτας, Πα-να-γί-δης, Μα-κάρι-ος, Δι-γε-νής, Ε-Ο-Κ-Α, σάν νά ευρίσκεσαι μέσα σέ έθνικήν μυσταγωγίαν, πού δέν μπορεί καμμιά άλλη νά τήν ξεπεράση, και όμως ό Άγγλος φρουρός, πού βρίσκεται στήν στέγη τής αγχόνης, εϊρωνευόμενος αηδέστατα και μέ παραφθοράν λέγει: Ζήτω ό Γρίβας. Μέ πιάνει άγανάκτησις, και είμαι ό μόνος πού ακούω τά λύγια του, και προς στιγμή μοϋ έρχονται στά χείλη τά λύγια τοϋ Όμηρικού στίχου «έσσεται ήμαρ». Τά εθνικά τραγούδια διαδέχονται τά θρησκευτικά τροπάρια. Στις δώδεκα ή ώρα μεσάνυκτα ψάλλουν τό «Τή Ύπερμάχω» και έπειτα επικρατεί ησυχία, γιατϊ πρόκειται νά άλλάξη ή σκηνή διά τήν τελευταίαν φάσιν τού δράματος.
Στήν μία παρά τέταρτον ακριβώς ακούω βιαστικά τά βήματα τών δημίων. Βιάζονται πολύ. Ακούω τον Παναγίδην νά φωνάζη μέ όλην του τήν δύναμιν: Ήρτασιμ' παιδιά, και αρχίζουν τον Έθνικόν Ύμνον. Ό φρουρός μοϋ έκλεισε τήν πύρτα, άλλά ή σιγή τής νύχτας μέ βοηθή νά ακούω, και παρακολουθώ νοερά όλες τές κινήσεις στο μέρος τής άγχόνης. Γονατίζω, κάμνω τον σταυρό μου και παρακαλώ τον Θεό νά ενίσχυση τούς μάρτυρας. Επαναλαμβάνεται ό Εθνικός "Υμνος σάν άπό πνιγμένες φωνές, διότι μπαίνουν στο μέρος τής αγχόνης, ακούω μιά δυνατή φωνή, ''γειά σας, παιδιά, ζήτω ή Ελευθερία'', καί μετά δέν διακρίνω άλλο, γιατί θά τούς είχαν καλύψη τήν κεφαλή μέ τό μαύρο ρούχο γιά νά τούς βάλουν τό σχοινί τής αγχόνης στον λαιμό.
Σέ δυό-τρία λεπτά ένας κρότος δυνατός ακούεται στο πέσιμο τοϋ πατώματος τής αγχόνης και μέ τήν φαντασία μου βλέπω αιωρούμενα τά σώματα τών τριών μαρτύρων στήν άγχόνην. Ένα σφύριγμα αέρος ήκουσα σάν εκείνο πού βγαίνει άπό φουσκωμένο άσκό. και όλα έτελείωσαν. Σηκώθηκα και περπατούσα μέσα στο κελλί, ήθελα νά βγώ έξω, γιατί σάν νά πνιγόμουνα, μά ό φρουρός άπ' έξω κρατούσε κλειστή τήν πόρτα, ενώ ό άλλος μέσα ήτο ξαπλωμένος και έκαμνε πώς διάβαζε, σάν νά μή πρόσεχε τήν ταραχή μου. Είμαι έτοιμος και περιμένω νά μέ καλέσουν, άφού στο μεταξύ μισάνοιξαν λίγο τήν πόρτα. Στήν μίαν και τέταρτον μέ ώδήγησαν κοντά στά τρία φέρετρα. Κρατώ αναμμένα τρία κεριά και αγωνίζομαι νά συγκεντρωθώ γιά νά διαβάσω τάς σχετικάς εύχάς υπέρ αναπαύσεως τών ψυχών τών τριών νέων εθνομαρτύρων. Ένα δροσερό αεράκι φυσάει στά φέρετρα τών μαρτύρων, παίζει μέ τό φώς τών κεριών και γιά μιά στιγμή θέλει νά μού τά σβήση και νά μείνω στήν μέση, μά τό φώς παίρνει πάλι δύναμη, σάν άπό τό φώς τής Ελευθερίας, πού ενώνεται μέ τές ψυχές τών μαρτύρων, πού ελεύθερες φτερουγίζουν άπάνωθέ μου, και μέ βοηθεί νά αποτελειώσω και αυτό τό ύστατό μου καθήκον προς τούς μάρτυρας.
Ασπάζομαι τές γαλήνιες τώρα μορφές των. πού φωτίζονται άπό τό φώς τών τριών κεριών, πού σκύβοντας τά πλησιάζω στά πρόσωπά των. και στον λαιμό τους. πού φαίνεται καθαρά ή μαυράδα πού άφησε τό σχοινί τής αγχόνης, κρέμεται άπό ένας μικρός σταυρός.
Αιωνία των ή μνήμη.
Αιωνία των ή μνήμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου