Τον έλεγαν Σταύρο, μα στο χωριό όλοι τον φώναζαν Σταύρακα. Ήταν ξάδερφος του Κυριάκου. Λιγνός και αδύνατος , αλλά με ψυχή μεγάλη και φωτεινή. Από νέος έδειχνε πως το μυαλό του δούλευε ρολόι. Δραστήριος, ευγενικός, γεμάτος καλοσύνη, μα και με μια σπάνια ικανότητα να πείθει τους ανθρώπους. Έγινε ασφαλιστής, έστησε γραφείο, αντιπροσώπευε μεγάλες εταιρείες, και με τον καιρό έγινε ο καλύτερος σε όλη την Κύπρο. Οι επιτυχίες του ήταν πολλές. Τιμητικές διακρίσεις, βραβεία, έπαινοι. Και όμως, όσοι τον ήξεραν, τον θυμούνταν περισσότερο για το ήσυχο χαμόγελο και τη βαθιά του πίστη, παρά για τα επαγγελματικά του κατορθώματα.
Από παιδί είχε την καρδιά του στραμμένη στην εκκλησία. Ήθελε, λέει, να γίνει παπάς. Μα η ζωή, όπως κάνει συνήθως, τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε αλλού. Έγινε επιχειρηματίας, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, μεγάλωσε οικογένεια στη Γεροσκήπου. Κάθε Κυριακή, φορτώνονταν όλοι στο αυτοκίνητο και τραβούσαν για την Παναγία της Χλώρακας. Ήταν το ιερό του τελετουργικό, η δική του συμφιλίωση με το Θεό. Ίσως έτσι, μέσα από τη σιωπή της λειτουργίας και το άρωμα του λιβανιού, να γλύκαινε λίγο το ανεκπλήρωτο παιδικό του όνειρο.
Τα χρόνια πέρασαν. Τα παιδιά μεγάλωσαν, έφυγαν, έστησαν τη δική τους ζωή. Ο Σταύρος γέρασε μέσα στην ευμάρεια και την ευπρέπεια. Μα κάπου βαθιά μέσα του, ένα σκοινί που χρόνια ήταν τεντωμένο, άρχισε να πάλλεται ξανά.
Μια νύχτα, αργά στο γραφείο, τον επισκέφθηκε το άγνωστο.
Άκουσε πατήματα στην αυλή. Νόμισε πως ήταν κλέφτης. Πήρε τον ασύρματο να ειδοποιήσει την ασφάλεια, αλλά διαπίστωσε πως δεν λειτουργούσε.
Βγήκε έξω και τον τύλιξε ένα φως. Και από το φως αναδύθηκε μια μορφή ανθρώπινη, γαλήνια, στολισμένη με μια λάμψη ουράνια.
Δεν ένιωσε φόβο, αντίθετα, ένιωσε μια γλυκιά σιγουριά να τον πλημμυρίζει. Αναγνώρισε τη μορφή, ήταν ο Άγιος Στέφανος, εκείνος στο εικόνισμα του μικρού ξωκλησιού στη Λέμπα.
-Γιατί φοβάσαι να γίνεις παπάς; τον ρώτησε η μορφή με φωνή ήσυχη σαν προσευχή.
-Πέρασαν τα χρόνια, Άγιε μου. Δεν είναι για μένα πια, απάντησε ο Σταύρος.
Ο Άγιος τον κοίταξε με συμπόνια.
-Πόσα χρόνια θες ακόμα να ζήσεις για να υπηρετήσεις τα θεία;
Κι έπειτα το φως έσβησε.
Ο ασύρματος που πριν δεν λειτουργούσε, τώρα δούλευε ξανά. Το θαύμα είχε αφήσει πίσω του σιωπή, μα και μια βεβαιότητα. Ο Σταύρος δάκρυσε. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει.
Όταν το ανακοίνωσε, το χωριό αναστατώθηκε.
-Μα τώρα, στα γεράματα; έλεγαν οι μισοί.
-Είναι ευλογημένος άνθρωπος, απαντούσαν οι άλλοι.
Ο Κυριάκος, τον κάλεσε στο γραφείο.
«Σταύρο είσαι πενήντα χρονών, έχεις παιδιά και εγγόνια, μια καλή δουλειά. Γιατί τώρα; Δεν χρειάζεται να φορέσεις ράσα για να είσαι κοντά στο Θεό.
Ο Σταύρος τον κοίταξε ήρεμα.
-Όταν σου μιλήσει ο Θεός, δεν μπορείς να κάνεις πως δεν άκουσες, του είπε μόνο.
Και έτσι, ο Σταύρακας έγινε Παπά-Σταύρος.
Στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου στη Λέμπα, κάθε Κυριακή, η φωνή του αντιλαλούσε ψαλμωδίες που έμοιαζαν να γεννιούνται μέσα από την ίδια του την ψυχή. Οι χωριανοί πήγαιναν να τον ακούσουν, άλλοι από περιέργεια, άλλοι από πίστη. Μα όλοι έφευγαν με μια περίεργη γαλήνη, σαν να τους είχε ακουμπήσει κάτι ιερό.
Και λένε πως όποιος τον έβλεπε να λειτουργεί, δεν έβλεπε πια τον ασφαλιστή Σταύρακα, αλλά τον άνθρωπο που τελικά βρήκε το δρόμο του, εκείνον που άργησε, μα έφτασε εκεί που πάντα ποθούσε η ψυχή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου