Ο γερο Κώστας, όπως τόν απαθανάτισε ο φακός του Γερμανού Χρυσοστόμου Ντάμ, πού ἔγραψε βιβλίο γιά τό Ἅγιον Ὄρος πρό πεντηκονταετίας.
Στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’70 ἄφησε τήν τελευταία του πνοή στόν μάταιο τοῦτο κόσμο καί πῆγε κοντά στόν Δεσπότη Χριστό ὁ γερο Κώστας. Ἕνα γεροντάκι μέ πολύ παράξενη ζωή... Ἀναφέρει γι’ αὐτόν καί ὁ γερο Παΐσιος στό βιβλίο του «Ἁγιορείτες πατέρες καί Ἁγιορείτικα». Ζοῦσε σέ ἕνα μισοερειπωμένο δωμάτιο στό ἔρημο, τότε, Κελλί τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Φιλαδέλφου. Τρύπωσε μέσα ἀπό μόνος του, χωρίς χαρτιά καί διαδικασίες - ποιός ἄλλωστε θά τόν πείραζε; ἦταν σέ ἀθλία κατάσταση τό κτήριο.
Κανείς δέν ἤξερε ἄν ἦταν μοναχός ἤ ὄχι. Γυρνοῦσε μέ κάτι κουρελιασμένα ροῦχα κοσμικά ἀλλά φοροῦσε πάντα ἕνα ψηλό μάλλινο καλογερικό σκουφί, ἀπ’ αὐτά πού ἔφτιαχναν παλιά στή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης. Ὅποτε τόν συναντοῦσες, ὅλο κάτι παράξενα καί τρελά μισόλογα μουρμούριζε, μέ ἀποτέλεσμα νά θεωρεῖται ἀπό τούς ἀνθρώπους ὡς τρελλός. Ἀλλά μάλλον αὐτό ἐπεδίωκε ὁ γερο Κώστας. Μετά τό θάνατό του βρῆκαν στό μέρος πού κούρνιαζε - χωρίς ποτέ βέβαια νά ἔχει ζέστη - βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, Παρακλητική, Ὡρολόγιο καί Τριώδιο.
Δίπλα του ξάπλωνε τά βράδυα καί ἕνας γέρος σκῦλος, πού ἔκανε παρέα στόν ἀθλητή τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό ὅμως εἴχε σάν ἀποτέλεσμα νά γεμίσει ψύλλους, πανηγύρι σωστό ἔκαναν τά αἱμοβόρα ζωύφια πάνω του. Τόν ἔπαιρνε ὁ μακαρίτης παπα Γαβριήλ ὁ Μακαβός καί τόν...περιέλουζε μέ ψυλλόσκονη, γιά νά τόν βοηθήσει νά γλυτώσει λίγο τό βάσανο πού τοῦ προξενοῦσαν τά ἔντομα αὐτά. Καθόταν μακάρια ὁ γερο Κώστας... Ὅτι νά τοῦ ἔκαναν δέν διαμαρτυρόταν, οὔτε κἄν τόν ἔνοιαζε! Ἄλλοτε τόν κάθιζαν κάτω καί τοῦ ἔκοβαν τά μαλλιά καί τά γένεια, γιατί ἀπό τήν ἀπλυσία καί τήν σκόνη γίνονταν σάν πέτρα καί τοῦ τράβαγαν τό δέρμα. Ἀτάραχος αὐτός! Σάν νά εἴχε ἀλλοῦ τό νοῦ του, σέ πιό σημαντικά πράγματα...
Συχνά πήγαινε στή Μονή Κουτλουμουσίου, ὅπου ἐκεῖ ὁ παπα Κύριλλος ὁ ἀρχοντάρης τοῦ ἔδινε φαγάκι καί κουμπάνιες (προμήθειες) νά πάρει καί μαζί του. Τόν εἶχε θάρρος καί μιά φορά τόν ρώτησε:
-Ἕλα βρέ γερο Κώστα πές μου! Εἶσαι μοναχός;
-Ναί.
-Πού ἔγινε ἡ κουρά σου;
-Στή Μονή Διονυσίου.
-Πῶς σέ λένε;
-Ἀκάκιος μοναχός.
-Ἀπό ποῦ εἶσαι;
-Ἀπό τά νησιά.
-Ἀπό ποῦ;
-Ἀπό τή Ρόδο.
-Πότε ἤρθες στό Ὄρος;
Καί ἄρχισε πάλι τίς ἀσυναρτησίες του ὁ μακάριος ἄνθρωπος. Σού λέει..πολλά εἴπαμε! Φτᾶνει!
Τόν ἱερομόναχο αὐτόν τόν εἶχε εὐλάβεια ὁ γερο Κώστας. Μιά μέρα περνοῦσε ἀπ’τίς Καρυές, ἀπό τά μαγαζιά μπροστά καί εἶδε τόν παπᾶ αὐτόν νά γελᾶ μέ κάποιο ἀστεῖο πού τοῦ εἶπαν. Πηγαίνει κοντά καί τοῦ ψυθιρίζει:
-Ὁ μοναχός δέν πρέπει νά γελᾶ, καί μάλιστα ὁ νέος!
-Τί εἶπες;
Ξαφνιάστηκε ὁ ἱερομόναχος μέ τήν ὁρθή παρατήρηση ἀπό τόν «παράφρονα» γερο Κώστα. Ἀλλά ἐκεῖνος ἀπομακρύνθηκε ξαναρχίζοντας πάλι τά παράξενα λόγια του καί τίς ἀσυναρτησίες....
Ἀναφέρει ὁ γερο Παΐσιος ὅτι ἔμπαινε στά μαγαζιά τῶν Καρυῶν καί ἔπαιρνε σιωπηλά καμμιάν ἐλιά στό χέρι, ἔτσι ἀπλά, σάν τό πουλάκι, ἀλλά οἱ μαγαζάτορες τόν ἀγαποῦσαν καί θεωροῦσαν εὐλογία τό πέρασμά του.
Ἀπό κάποιους πού δέν κατάλαβαν τήν σαλότητα πού ὑπεδύετο θεωρήθηκε ὅτι χρειάζεται ἰατρική παρακολούθηση καί, δυστυχῶς, τόν μετέφεραν στήν Θεσσαλονίκη ὅπου χάθηκαν τά ἴχνη του. Κανείς δέν ἔμαθε τί ἀπέγινε, πού ἐτάφη. Ὁ ἥσυχος ἀσκητής, τό μακάριο αὐτό πτηνό τῆς ἐρήμου χωρίς γογγυσμό ἄφησε τό Ὄρος καί τόν κόσμο καί μεταφέρθηκε στήν ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ, γιά τόν ὁποῖο τόσα ὑπέμεινε.
Στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’70 ἄφησε τήν τελευταία του πνοή στόν μάταιο τοῦτο κόσμο καί πῆγε κοντά στόν Δεσπότη Χριστό ὁ γερο Κώστας. Ἕνα γεροντάκι μέ πολύ παράξενη ζωή... Ἀναφέρει γι’ αὐτόν καί ὁ γερο Παΐσιος στό βιβλίο του «Ἁγιορείτες πατέρες καί Ἁγιορείτικα». Ζοῦσε σέ ἕνα μισοερειπωμένο δωμάτιο στό ἔρημο, τότε, Κελλί τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Φιλαδέλφου. Τρύπωσε μέσα ἀπό μόνος του, χωρίς χαρτιά καί διαδικασίες - ποιός ἄλλωστε θά τόν πείραζε; ἦταν σέ ἀθλία κατάσταση τό κτήριο.
Κανείς δέν ἤξερε ἄν ἦταν μοναχός ἤ ὄχι. Γυρνοῦσε μέ κάτι κουρελιασμένα ροῦχα κοσμικά ἀλλά φοροῦσε πάντα ἕνα ψηλό μάλλινο καλογερικό σκουφί, ἀπ’ αὐτά πού ἔφτιαχναν παλιά στή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης. Ὅποτε τόν συναντοῦσες, ὅλο κάτι παράξενα καί τρελά μισόλογα μουρμούριζε, μέ ἀποτέλεσμα νά θεωρεῖται ἀπό τούς ἀνθρώπους ὡς τρελλός. Ἀλλά μάλλον αὐτό ἐπεδίωκε ὁ γερο Κώστας. Μετά τό θάνατό του βρῆκαν στό μέρος πού κούρνιαζε - χωρίς ποτέ βέβαια νά ἔχει ζέστη - βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, Παρακλητική, Ὡρολόγιο καί Τριώδιο.
Δίπλα του ξάπλωνε τά βράδυα καί ἕνας γέρος σκῦλος, πού ἔκανε παρέα στόν ἀθλητή τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό ὅμως εἴχε σάν ἀποτέλεσμα νά γεμίσει ψύλλους, πανηγύρι σωστό ἔκαναν τά αἱμοβόρα ζωύφια πάνω του. Τόν ἔπαιρνε ὁ μακαρίτης παπα Γαβριήλ ὁ Μακαβός καί τόν...περιέλουζε μέ ψυλλόσκονη, γιά νά τόν βοηθήσει νά γλυτώσει λίγο τό βάσανο πού τοῦ προξενοῦσαν τά ἔντομα αὐτά. Καθόταν μακάρια ὁ γερο Κώστας... Ὅτι νά τοῦ ἔκαναν δέν διαμαρτυρόταν, οὔτε κἄν τόν ἔνοιαζε! Ἄλλοτε τόν κάθιζαν κάτω καί τοῦ ἔκοβαν τά μαλλιά καί τά γένεια, γιατί ἀπό τήν ἀπλυσία καί τήν σκόνη γίνονταν σάν πέτρα καί τοῦ τράβαγαν τό δέρμα. Ἀτάραχος αὐτός! Σάν νά εἴχε ἀλλοῦ τό νοῦ του, σέ πιό σημαντικά πράγματα...
Συχνά πήγαινε στή Μονή Κουτλουμουσίου, ὅπου ἐκεῖ ὁ παπα Κύριλλος ὁ ἀρχοντάρης τοῦ ἔδινε φαγάκι καί κουμπάνιες (προμήθειες) νά πάρει καί μαζί του. Τόν εἶχε θάρρος καί μιά φορά τόν ρώτησε:
-Ἕλα βρέ γερο Κώστα πές μου! Εἶσαι μοναχός;
-Ναί.
-Πού ἔγινε ἡ κουρά σου;
-Στή Μονή Διονυσίου.
-Πῶς σέ λένε;
-Ἀκάκιος μοναχός.
-Ἀπό ποῦ εἶσαι;
-Ἀπό τά νησιά.
-Ἀπό ποῦ;
-Ἀπό τή Ρόδο.
-Πότε ἤρθες στό Ὄρος;
Καί ἄρχισε πάλι τίς ἀσυναρτησίες του ὁ μακάριος ἄνθρωπος. Σού λέει..πολλά εἴπαμε! Φτᾶνει!
Τόν ἱερομόναχο αὐτόν τόν εἶχε εὐλάβεια ὁ γερο Κώστας. Μιά μέρα περνοῦσε ἀπ’τίς Καρυές, ἀπό τά μαγαζιά μπροστά καί εἶδε τόν παπᾶ αὐτόν νά γελᾶ μέ κάποιο ἀστεῖο πού τοῦ εἶπαν. Πηγαίνει κοντά καί τοῦ ψυθιρίζει:
-Ὁ μοναχός δέν πρέπει νά γελᾶ, καί μάλιστα ὁ νέος!
-Τί εἶπες;
Ξαφνιάστηκε ὁ ἱερομόναχος μέ τήν ὁρθή παρατήρηση ἀπό τόν «παράφρονα» γερο Κώστα. Ἀλλά ἐκεῖνος ἀπομακρύνθηκε ξαναρχίζοντας πάλι τά παράξενα λόγια του καί τίς ἀσυναρτησίες....
Ἀναφέρει ὁ γερο Παΐσιος ὅτι ἔμπαινε στά μαγαζιά τῶν Καρυῶν καί ἔπαιρνε σιωπηλά καμμιάν ἐλιά στό χέρι, ἔτσι ἀπλά, σάν τό πουλάκι, ἀλλά οἱ μαγαζάτορες τόν ἀγαποῦσαν καί θεωροῦσαν εὐλογία τό πέρασμά του.
Ἀπό κάποιους πού δέν κατάλαβαν τήν σαλότητα πού ὑπεδύετο θεωρήθηκε ὅτι χρειάζεται ἰατρική παρακολούθηση καί, δυστυχῶς, τόν μετέφεραν στήν Θεσσαλονίκη ὅπου χάθηκαν τά ἴχνη του. Κανείς δέν ἔμαθε τί ἀπέγινε, πού ἐτάφη. Ὁ ἥσυχος ἀσκητής, τό μακάριο αὐτό πτηνό τῆς ἐρήμου χωρίς γογγυσμό ἄφησε τό Ὄρος καί τόν κόσμο καί μεταφέρθηκε στήν ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ, γιά τόν ὁποῖο τόσα ὑπέμεινε.
1 σχόλιο:
Ιστορία Όντως Διδακτική.
Δημοσίευση σχολίου