O γέρο-Αντώνης που ήταν στις ημέρες μας -Τσούκας λεγόταν το επώνυμο του- ζούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του μεταξύ Ξηροποτάμου και Ρωσικού. Ήταν πολύ απλός. Από τεσσάρων χρονών τον είχε φέρει ο πατέρας του εδώ πέρα και δούλευε μαζί του στα δάση. Κόβανε ξύλα. Όποτε ερχόταν εδώ σε διάφορα πανηγύρια, τον θαύμαζα. Φορούσε κάτι ρούχα, που δεν γνώριζες από ποιο ύφασμα ήταν το ρούχο από τα μπαλώματα. Μπάλωμα πάνω στο μπάλωμα και δεν τον πείραζε. Ήταν τόσο απλός, απέριττος. Ζούσε πολύ ασκητικά, απ' ότι μας έλεγαν και οι πατέρες της Ξηροποτάμου.
Μια μέρα ανεβαίνει από το Ξηροποτάμου εδώ στις Καρυές να μάθη πότε είναι ή Πασχαλιά, για να κοινωνήσει, γιατί νήστευε πολύ καιρό. Βρίσκει τον παπά-Δημήτρη τον Τρίγωνα. Μιλούσε έτσι χοντρά, και τον ρωτά: «Βρε παπά, δεν μου λες, πότε είναι φέτος ή Πασχαλιά;». «Ε!», του λέει, «γέρο-Αντώνη τώρα ή Πασχαλιά; Ή Πασχαλιά πέρασε, έχει τρεις μήνες τώρα. Μεθαύριο έχουμε Δεκαπενταύγουστο». «Ά.! καλά, δεν ξέρης εσύ απ' αυτά. Θα ρωτήσω κάναν' άλλον πάτερ». Βρίσκει παρακάτω έναν άλλον: «Δε μου λες πάτερ, πότε είναι φέτος ή Πασχαλιά;», «Ε! γέρο-Αντώνη, τώρα ή Πασχαλιά; Ή Πασχαλιά πέρασε. Τώρα κοντεύει Δεκαπενταύγουστος».
«Σοβαρά; Αμ! εγώ δεν ξέρ' απ' αυτά. Βλέπεις τα χαρτιά τα 'χουν τα μοναστήρια και αυτοί ξέρουν πότε είναι ή Πασχαλιά. Δεν έχω τα χαρτιά. Εγώ ακόμα δεν αρτύθηκα. Εγώ νηστεύω, θέλω να πάρω την μεταλαβιά. Γι' αυτό κατέβηκα, να μάθω πότε είναι ή Πασχαλιά».
Λοιπόν, νήστευε τόσους μήνες, για να φτάσει το Πάσχα. Δεν είχε πάρει χαμπάρι ότι πέρασε το Πάσχα. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου.
Όταν κοιμήθηκε -τον βρήκαν κάποιοι προσκυνηταί πεθαμένο μέσα στο κελί του-, φωνάξαμε τον κυρ-Παναγιώτη τον γιατρό απ' εδώ πέρα.
Μας έλεγε ο κυρ-Παναγιώτης, πού ήτανε σοβαρός άνθρωπος: «Πήγα. Διαπίστωσα ότι είχε κοιμηθεί πριν 20-30 ήμερες -έναν μήνα περίπου-, και ότι δεν είχε καμία δυσοσμία, καμία αλλοίωση το σώμα του. Απεναντίας ευωδίαζε όλος ο χώρος. Αυτό μ' έκανε φοβερή εντύπωση».
Αυτά έλεγε ο κυρ-Παναγιώτης ο Χατζηεμμανουήλ από την Μυτιλήνη.
Πρέπει να ζει ακόμη. Στην Θεσσαλονίκη πρέπει να είναι. Εδώ τον είχαμε δίπλα. Μας το έλεγε και μας συγκλόνισε αυτό το πράγμα.
Αυτοί ήταν άγιοι, παρ' ότι ήταν λαϊκοί.
Μια μέρα ανεβαίνει από το Ξηροποτάμου εδώ στις Καρυές να μάθη πότε είναι ή Πασχαλιά, για να κοινωνήσει, γιατί νήστευε πολύ καιρό. Βρίσκει τον παπά-Δημήτρη τον Τρίγωνα. Μιλούσε έτσι χοντρά, και τον ρωτά: «Βρε παπά, δεν μου λες, πότε είναι φέτος ή Πασχαλιά;». «Ε!», του λέει, «γέρο-Αντώνη τώρα ή Πασχαλιά; Ή Πασχαλιά πέρασε, έχει τρεις μήνες τώρα. Μεθαύριο έχουμε Δεκαπενταύγουστο». «Ά.! καλά, δεν ξέρης εσύ απ' αυτά. Θα ρωτήσω κάναν' άλλον πάτερ». Βρίσκει παρακάτω έναν άλλον: «Δε μου λες πάτερ, πότε είναι φέτος ή Πασχαλιά;», «Ε! γέρο-Αντώνη, τώρα ή Πασχαλιά; Ή Πασχαλιά πέρασε. Τώρα κοντεύει Δεκαπενταύγουστος».
«Σοβαρά; Αμ! εγώ δεν ξέρ' απ' αυτά. Βλέπεις τα χαρτιά τα 'χουν τα μοναστήρια και αυτοί ξέρουν πότε είναι ή Πασχαλιά. Δεν έχω τα χαρτιά. Εγώ ακόμα δεν αρτύθηκα. Εγώ νηστεύω, θέλω να πάρω την μεταλαβιά. Γι' αυτό κατέβηκα, να μάθω πότε είναι ή Πασχαλιά».
Λοιπόν, νήστευε τόσους μήνες, για να φτάσει το Πάσχα. Δεν είχε πάρει χαμπάρι ότι πέρασε το Πάσχα. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου.
Όταν κοιμήθηκε -τον βρήκαν κάποιοι προσκυνηταί πεθαμένο μέσα στο κελί του-, φωνάξαμε τον κυρ-Παναγιώτη τον γιατρό απ' εδώ πέρα.
Μας έλεγε ο κυρ-Παναγιώτης, πού ήτανε σοβαρός άνθρωπος: «Πήγα. Διαπίστωσα ότι είχε κοιμηθεί πριν 20-30 ήμερες -έναν μήνα περίπου-, και ότι δεν είχε καμία δυσοσμία, καμία αλλοίωση το σώμα του. Απεναντίας ευωδίαζε όλος ο χώρος. Αυτό μ' έκανε φοβερή εντύπωση».
Αυτά έλεγε ο κυρ-Παναγιώτης ο Χατζηεμμανουήλ από την Μυτιλήνη.
Πρέπει να ζει ακόμη. Στην Θεσσαλονίκη πρέπει να είναι. Εδώ τον είχαμε δίπλα. Μας το έλεγε και μας συγκλόνισε αυτό το πράγμα.
Αυτοί ήταν άγιοι, παρ' ότι ήταν λαϊκοί.
1 σχόλιο:
Άκρως Ενδιαφέρον.
Δημοσίευση σχολίου