Οι Γερμανοί του Χίτλερ με βόμβες εμπρηστικές, καταστρέφουν το κάθε τι στην πανέμορφη Κέρκυρα.
Μιά επετειακή ανάρτηση
Με την συμπλήρωση εβδομήντα χρόνων από την καταστροφή της Κέρκυρας, εκείνο το τραγικό βράδυ, ας μου επιτραπεί να καταγράψω και να σας παρουσιάσω εδώ μια μεγάλη τραγική εμπειρία των παιδικών μου χρόνων. Μια εμπειρία που δεν κατάφερε να γιατρέψει και ούτε να σβύσει ο χρόνος. Μια εμπειρία που την κουβαλώ στις πλάτες μου και που με ματώνει κάθε φορά που την θυμάμαι. Όμως και πως να την ξεχάσω;
Ήταν η 8η Σεπτεμβρίου του 1943 όταν μαθεύτηκε στο νησί η συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Ο λαός της Κέρκυρας ξεχύθηκε στους δρόμους πανηγυρίζοντας ξέφρενα πιστεύοντας ότι τέλειωσε ο πόλεμος. Γέμισαν τα καντούνια της πόλης από τους ανθρώπους, που με ελληνικές σημαίες στα χέρια– αλήθεια, που βρεθήκανε τόσες σημαίες τότε; - φώναζαν και τραγουδούσαν. Κανείς δεν θα μπορούσε κείνες τις στιγμές να πιστέψει τι μας περίμενε. Μιά μεγάλη γιορτή που κράτησε μόνο κάποιες μέρες.
Και η ιστορία ήταν πανέτοιμη και σε κάποια γωνιά περίμενε.
Οι Γερμανοί στην Κέρκυρα κείνες τις μέρες ήσαν περίπου 450 σε κάποια στρατηγικά σημεία καταυλισμένοι και που γνώριζαν την αριθμητική υπεροχή των Ιταλών. Έτσι κρατούσαν μια φαινομενικά ειρηνική στάση.
O λοχαγός Wilhelin Spindler |
Ο Ιταλός στρατιωτικός Διοικητής Luigi Lucignani. |
Οι αναμνήσεις μου.
Μόλις είχε αρχίσει να σουρουπώνει κείνο το απόγευμα της 13ης του Σεπτέμβρη του 1943. Είχαμε αρχίσει να μαζεύομαστε στο σπίτι μας όταν πάνω στον ουρανό της πόλης ακούστηκαν οι μηχανές των αεροπλάνων. Κι΄αμέσως μετά ακούστηκε ο οξύς, ανατριχιαστικός θόρυβος των βομβών, το σφύριγμά τους, καθώς γλυστρούσαν στον αέρα. Πράμμα παράξενο όμως για μας ότι δεν ακούσαμε τον κρότο των εκρήξεων. Τρία χρόνια τώρα είχαμε δεχτεί τόσες βόμβες που μας είχε γίνει συνήθεια μετά το χαρακτηριστικό σφύριγμα της βόμβας που πέφτει να ακούμε και τον κρότο της έκρηξης. Κείνο το σούρουπο τέτοιο πράμμα δεν ζήσαμε. Είχαμε μείνει άφωνοι να κοιταζόμαστε. Και το κακό συνεχιζόταν με τον ίδιο ρυθμό. Ξαφνικά ακούστηκαν οι πρώτες φωνές.
-Φωτιάαααα!!! Φωτιάαααα!!! Καιγόμαστε!!!!!!!
Τρομαγμένοι πεταχτήκαμε έξω με όλο τον κίνδυνο που διατρέχαμε αφού τα γερμανικά αεροπλάνα συνέχιζαν από πάνω μας να σκορπούν τον όλεθρο. Λίγο πιό πέρα από το σπίτι μας δυό – τρία σπίτια καιγόντουσαν. Ξαφνικά ακούστηκαν οι καμπάνες από κάποιες εκκλησιές να χτυπάνε γρήγορα και δυνατά. Κάποιος πέρασε τρέχοντας έξω από το σπίτι μας και μας είπε το τραγικό.
-Φύγετε, φύγετε. Οι Γερμανοί ρίχνουνε βόμβες με φωτιά.
Πάνω στην ώρα έφτασε κι΄ο πατέρας μου σε μαύρα χάλια. Τα ρούχα του γεμάτα στάχτες. Το βλέμμα του τρομαγμένο.
-Ελάτε όσο πιό γρήγορα μπορούμε, μας φώναξε. Πάρτε από μιά κουβέρτα και γρήγορα να φύγουμε πριν καούμε σαν τα ποντίκια.
Στα γρήγορα πήραμε κάποιες κουβέρτες και λίγα ψιλοπράματα και κλείνοντας το σπίτι φύγαμε. Προορισμός μας να πάμε στο Παλιό Φρούριο.
Όμως όταν φτάσαμε στην Πιάτσα διαπιστώσαμε ότι όλοι οι δρόμοι ήσαν κλεισμένοι από τις φωτιές.
Όμως όταν φτάσαμε στην Πιάτσα διαπιστώσαμε ότι όλοι οι δρόμοι ήσαν κλεισμένοι από τις φωτιές.
-Πάμε για το νέο Φρούριο, φώναξε ο πατέρας μου. Και κατηφορίσαμε προς τα κάτω ανάμεσα σε ομάδες ανθρώπων, που και αυτοί ζητούσαν ένα τρόπο διαφυγής από το θάνατο.
Σαν φτάσαμε στη Σπηλιά διαπιστώσαμε ότι και εκεί μας ήτανε αδύνατο να φτάσουμε στην είσοδο του Φρουρίου αφού όλοι οι δρόμοι ήσαν κλειστοί από τις φωτιές. Τοτέ, εκεί ήτανε που σταμάτησα για λίγο. Ο πατέρας μου, που όλο αυτό το διάστημα με κρατούσε σφιχτά από το χέρι, με τράβηξε αλλά εγώ δεν κουνήθηκα. Είχα μείνει καρφωμένος εκεί με τα μάτια μου στο έδαφος. Εκεί, μπροστά στα πόδια μου, ένα άνθρωπος καμμένος κειτόταν. Καπνοί έβγαινας από το σώμα του. Ο πατέρας μου σαν το είδε αυτό το θέαμα σχεδόν σηκωτό με πήρε και φύγαμε. Πήραμε το δρόμο για το Μαντούκι, από εκεί ανηφορίσαμε στο Σαν Ρόκκο και καταφέραμε να φτάσουμε στο Φρούριο. Στριμοχτήκαμε σε μια μίνα (σπηλιά του φρουρίου) μαζί με πολλούς άλλους. Απλώσαμε τις κουβέρτες μας και ξαπλώσαμε. Όμως ο ύπνος ήταν αδύνατο να μας πάρει. Οι φωνές, οι καμπάνες που χτυπούσαν ασταμάτητα, οι κρότοι που έκαναν τα σπίτια που καιγόντουσαν αλλά και οι καπνοί που έπνιγαν όλη την πόλη δεν μας άφησαν να ησυχάσουμε. Σαν πήρε να χαράζει κι΄ενώ τα αεροπλάνα έμοιαζαν να έχουν κι΄αυτά κάποιο διάλειμα, βγήκαμε στο μικρό πλάτωμα μπροστά από τη μίνα. Το θέαμα που αντίκρυσα από το ύψος του κάστρου δεν έχει σβύσει και ούτε θα σβύσει από το μυαλό μου. Όλη η πόλη της Κέρκυρας ήταν μια φωτιά. Ο ουρανός είχε κοκινίσει ενώ οι καπνοί είχαν σκεπάσει τα πάντα.
Και η ιστορία συνεχίζει.
To κτίριο της Αναγνωστικής Εταιρείας. |
Το Δημοτικό Θέατρο Σαν Τζιάκομο. |
Η Ιόνιος Ακαδημία. |
Ιταλοί αιχμάλωτοι. |
Εξόντωσαν όλη την εβραϊκή κοινότητα η οποία τότε αριθμούσε πάνω από 2.000 μέλη. Λεηλάτησαν όλους τους πολιτιστικούς θησαυρούς. Κατάκλεψαν τα πάντα. Εκτέλεσαν πολλούς Αντιστασιακούς. Και κάποιος από αυτούς τους Γερμανούς εμένα, με φιλοδόρησε με ένα άγριο γερμανικό χαστούκι γιατί τόλμησα να του ζητήσω λίγο από το ψωμί που μου έκλεβε.
Δεν νομίζω, να μπορέσει ποτέ να λησμονήσει αυτές τις εμπειρίες, το μικρό παιδάκι του τότε,
Φίλες και φίλοι. Σας ευχαριστώ για την κατανόησή σας.
ΠΗΓΕΣ/eftanhsa
w.corfuhistory.eu// w.el-wikipedia.org// w.nooz.gr// w.Mykerkyra.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου