Ἡ μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου τῆς Καπριάνα (Μănăstirea Căpriana) εἶναι ἕνα ἀπό τά παλαιότερα μοναστήρια πού ἱδρύθηκαν στή Βεσσαραβία, ὅπως ἀρχικά ὀνομαζόταν ἡ περιοχή τῆς σημερινῆς Δημοκρατίας τῆς Μολδαβίας.
Ἡ μονή Καπριάνα βρίσκεται στό κεντρικό τμῆμα τῆς Μολδαβίας, περίπου 40 χλμ. βόρεια-δυτικά τῆς πρωτεύουσας τῆς χώρας Κισινάου (Chisinau), στίς λοφώδεις δασικές ἐκτάσεις πού λέγονται Δάση Lapusna. Θεωρεῖται ἀπό πολλούς ἱστορικούς, τό τελευταῖο προπύργιο τῆς ἀρχιτεκτονικής τῶν ἡγεμόνων τῆς Μολδαβίας, πού ἀνήκει στό ρουμανικό πολιτιστικό χώρο. Τό ἀρχαιότερο ἔγγραφο στό ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ μονή Capriana εἶναι τοῦ ἔτους 1420, καί γίνεται ἀναφορά στήν ὕπαρξη τῆς Μονῆς σέ χάρτη πού καθορίζει τά ὅρια τῆς ἰδιοκτησίας ἑνός εὐγενοῦς.
Ἕνα δεύτερο καί πιό σημαντικό ἔγγραφο χρονολογεῖται ἀπό τὀ 1429 καί σ᾿ αὐτό γίνεται ἀναφορά στόμοναστήρι τοῦ ἡγουμένου Κυπριανοῦ πού ἵδρυσε ὁ ἡγεμόνας Ἀλέξανδρος ὁ Καλός (Alexandru cel Bun). Γίνεταιἐπίσης ἀναφορά σέ ἀφιερώματα στή Μονή ὅπως ἕνα πολύτιμο ἐπιτραχείλιο μέ περίτεχνα κεντήματα, ὅπουἀπεικονίζονταν οἱ μορφές τοῦ Ἀλεξάνδρου τοῦ Καλοῦ καί τῆς συζύγου του. Τό κειμήλιο αὐτό δωρήθηκεμεταξύ τῶν ἐτῶν 1427 καί 1431 ἀπό τό ζεῦγος Marena πού κατοικοῦσε στό χωριό Răzeşilor Mereni. Τήν ἴδιαἐποχή ἡ μονή Capriana διέθετε ἕνα μελισσοκομεῖο (ἡ μελισσοκομία ἦταν τότε ἕνα ἀπό τά συνηθισμέναδιακονήματα τῶν μοναχῶν), ἕναν τουλάχιστον μύλο καί εἶχε στήν κατοχή του τά χωριά Tarnauca, Călinăuţi, Cunila, Săndreşti
καἰ Pârjolteni. Ὄντας ἡ Μονή βασιλική, ἀπολάμβανε τήν φροντίδα πολλῶν ἡγεμόνων τῆςΜολδαβίας, καθώς αὐτό ὑπέφερε συνεχῶς ἀπό τίς ἐπαναλαμβανόμενες εἰσβολές τῶν Τατάρων καί τῶνΤούρκων. Ὁ ἡγεμόνας Στέφανος ὁ Μέγας, πιθανότατα, οἰκοδόμησε τήν περίοδο 1491-1496 πετρόχτιστηἐκκλησία πού τήν ἀφιέρωσε στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Τήν περίοδο 1542-1545, ὁ πρίγκιπας Πέτρος Raresἀποφάσισε νά πραγματοποιήσει ἐργασίες ἀποκατάστασης τῆς Μονῆς, ὅπως καταγράφεται στό χρονικό τοῦ Gregory Lapusneanu. Ἕτσι ἐκτελοῦνται νέα έργα, μέ τήν ἐνίσχυση καί τίς δωρεές τοῦ πρίγιπα, ἀναδεικνύοντας τή Μονή ἕνα ἀπό τά σημαντικά μοναστήρια τῆς περιοχῆς.
Τήν περίοδο 1698-1812 ἡ μονή ἦταν ἀφιερωμένη στήν ἀθωνική μονή τοῦ Ζωγράφου καί λειτουργοῦσε ὡς μετόχι της.
Μετά τήν προσάρτηση τῆς Βεσσαραβίας ἀπό τή Ρωσική Αὐτοκρατορία τό 1812 ἡ μονή Capriana πέρασε τό 1813 ὑπό τήν αἰγίδα τῆς νεοϊδρυθείσας Ἀρχιεπισκοπῆς τοῦ Κισινάου, πού εἶχε ἐπικεφαλῆςτόν μητροπολίτη Γαβριήλ Bănulescu-Bodoni (1746 -1821). Τότε ἔγινε καί ἡ ἀνακαίνιση τῆς λιθόκτιστης ἀρχικῆς ἐκκλησίας τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Τό ἔτος 1840 ἕνας δεύτερος ναός χτίστηκε στο μοναστήρι,ἀφιερωμένος στὀν Ἅγιο Νικόλαο , ἐνῶ τό 1903 μια τρίτη εκκλησία, ἀφιερωμένη στόν Ἅγιο Γεώργιο ἀνακαινίστηκε πρόσφατα καί λειτουργεῖ ὡς καθολικό.Στή σοβιετική περίοδο, ἡ μονή Capriana καί ἡ περιουσία της, ὅπως καί όλοι οἱ τόποι λατρείας, περιῆλθαν στό κράτος. Ἔτσι τό 1962 βρίσκουμε τό μοναστήρι κλειστό καί ἐρειπωμένο. Παρά τό γεγονός ὅτι στή μονή Capriana ὑπῆρχε ἡ μεγαλύτερη μοναστηριακή βιβλιοθήκη στή Βεσσαραβία, καί παρόλη τήν ἀνακήρυξή τῆς Μονῆς ὡς ἀρχιτεκτονικό μνημεῖο ποὐ προστατευόταν ἀπό τό κράτος, ἐξαφανίστηκαν ὅλα τά βιβλία, οἱ καμπάνες καί πολλά ἀντικείμενα τῆς θείας λατρείας. Ἀνοίχθηκε ἕνα σανατόριο φυματίωσης γιά παιδιά στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἐνῶ ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου εἶχε μετατραπεῖ σέ ἀποθήκη.
Ἡ Μονή ἐπαναλειτούργησε τό 1989. Μεταξύ τῶν ἐτῶν 2003 - 2005, στό μοναστήρι ἔγιναν ἐργασίες ἀποκατάστασης μέ χρήματαἀπό τόν κρατικό προϋπολογισμό καἰ ἀπό πολλούς ἰδιώτες δωρητές, μέ πρωτοβουλίες καί μέριμνα τοῦ δραστήριου σημερινοῦ ἡγουμένου της ἀρχιμανδρίτου Φιλαρέτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου