Ομιλία στο συνέδριο «Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου ως μέρος της Γενοκτονίαςτων Ελλήνων της Ανατολής», το οποίο διοργανώθηκε στην Πάφο, από την Ιερά Μητρόπολη Πάφου, το Κυπριακό Κέντρο Μελετών (ΚΥΚΕΜ) και το Σύνδεσμο Ελλήνων Διευθυντών Μέσης Εκπαίδευσης Κύπρου στις 12 Οκτωβρίου 2012.
Η γενοκτονία ως μέσο ομογενοποίησης του τουρκικούέθνους-κράτους:
Η περίπτωση της γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού
Χρήστος Ιακώβου-Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Η19η Μαϊου έχει ανακηρυχθεί από το Ελληνικό Κοινοβούλιο ως «Ημέρα μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου». Η επιλογή της συγκεκριμένης ημέρας έχει να κάνει με μία ιστορική στιγμή κατά τη διάρκεια της γένεσης του τουρκικού κράτους. Είναι η μέρα κατά την οποία ο Μουσταφά Κεμάλ απεβιβάσθη στη Σαμψούντα και άρχισε τη δεύτερη και επώδυνη φάση της σφαγής των Ποντίων. Η απόφαση της Βουλής των Ελλήνων απετέλεσε, ουσιαστικώς, το πιο καθοριστικό γεγονός μετά το τέλος του ποντιακού ζητήματος το 1923, η οποία το επανακαθόρισε, επισήμως από το Ελλαδικό κράτος, ως ζήτημα συστηματικής και προμελετημένης εξόντωσης ενός λαού λόγω της ιδιαίτερης εθνικής και πολιτιστικής του ταυτότητας. Όμως, παρά τη σημασία της πράξης αυτής, η Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, παραμένει σήμερα μία ξεχασμένη επέτειος και κατ’ επέκταση το ιστορικό γεγονός της γενοκτονίας παραμένει στο περιθώριο της νεοελληνικής ιστοριογραφίας. Παραμένει άγνωστη μια συστηματικά επεξεργασμένη και προμελετημένη πολιτική η οποία άρχισε με την εξαφάνιση των ανδρών στα εργατικά τάγματα και συνεχίσθηκε με τις μαζικές εκτοπίσεις, σφαγές και απαγχονισμούς στην Αμάσεια της πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας των Ποντίων. Περίπου 350 χιλιάδες Πόντιοι σε ένα σύνολο επτακοσίων πενήντα χιλιάδων εξαφανίστηκαν με την μέθοδο των εκτοπίσεων και των σφαγών στο χρονικό διάστημα μεταξύ 1916 – 1923. Οι μαζικές εκτοπίσεις πληθυσμών, σε μια συγκαλυμμένη μορφή εξόντωσης, δεν νομιμοποιούνται ακόμη και με το Δίκαιο του Πολέμου. Ελληνικός στρατός δεν υπήρχε στον Πόντο και οι περιοχές στις οποίες έγιναν οι εκτοπίσεις δεν είχανστρατιωτική σπουδαιότητα.
Έκτοτε το ζήτημα της τουρκικής ευθύνης αποτελεί την ουσία της τουρκικής άρνησης της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Το βασικό ερώτημα αυτού του ζητήματος είναι το εξής: υπάρχουν αποδείξεις ότι από πλευράς των Οθωμανικών αρχών υπήρξε πρόθεση και κεντρικός σχεδιασμός για συνολική ή μερική καταστροφή των Ελλήνων Ποντίων υπηκόων της αυτοκρατορίας;
Η επίσημη τουρκική θέση είναι ότι ο θάνατος εκατοντάδων χιλιάδων Ποντίων ήταν ένα τραγικό αλλά μη σκόπιμο επακόλουθο του πολέμου. Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι οι οθωμανικές πηγές δεν περιέχουν στοιχεία που να υποδεικνύουν διατεταγμένη πολιτική συστηματικής εξαφάνισης. Πρόσφατες μελέτες από δυτικούς και Τούρκους (βλ. Τανέρ Ακσάμ, «Μία επαίσχυντη πράξη»))ερευνητές υποστηρίζουν το αντίθετο.
Οι έρευνες αυτές έχουν ένα στοιχείο που τις διαφοροποιούν ποιοτικά από τη
συμβατική παράδοση της τουρκικής ιστοριογραφίας. Πρόκειται για την πρωτοφανή έως σήμερα χρήση οθωμανικού αρχειακού υλικού γύρω από τις μειονότητες. Το νέο αρχειακό υλικό από τουρκικά στρατιωτικά και δικαστικά αρχεία, πρακτικά κοινοβουλίου, επιστολές και μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, σε συνδυασμό πάντοτε με την ιστορική αφήγηση ανασυνθέτουν τη διαπλεκομένη ενορχήστρωση μεταξύ συντονισμένων τμημάτων του Οθωμανικού κράτους, του κυβερνώντος κόμματος των Νεοτούρκων, «Ένωση και Πρόοδος», καθώς επίσης και των στρατιωτικών δυνάμεων.
Καταδεικνύεται ότι αυτό που συνέβη στους Χριστιανικούς πληθυσμούς της
αυτοκρατορίας ήταν μια κεντρικά και επίσημα σχεδιασμένη επιχείρηση
εξολόθρευσής τους. Η αποδοχή αυτού του συμπεράσματος είναι εκ των πραγμάτων και ριζοσπαστική και αναθεωρητική για τη συμβατική ιστοριογραφία της σύγχρονης Τουρκίας. Η ουσία του συμπεράσματος είναι σαφής ότι δηλαδή οι διωγμοί και οι γενοκτονίες των χριστιανών απετέλεσαν τον καθοριστικό παράγοντα για την ανάδυση του τουρκικού εθνικού κράτους. Χωρίς τον συστηματικό σχεδιασμό και την αποτελεσματική εκτέλεση της γενοκτονίας από τους Νεότουρκους οι οποίοι, στη συνέχεια, και υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ οργάνωσαν την αντίσταση στην Ανατολία, ο τελευταίος δεν θα είχε τη δυνατότητα να οικοδομήσει το τουρκικό εθνικό κράτος. Οι Νεότουρκοι ιδρυτές του τουρκικού κράτους δημιούργησαν με αυτό τον τρόπο μία εύπορη τάξη που ιδιοποιήθηκε τα πλούτη και τις περιουσίες των Χριστιανών. Οι περιουσίες αυτές είχαν δημευτεί από τους Νεότουρκους με διάταγμα του 1915 ως δήθεν «εγκαταλελειμμένες». Το διάταγμα του 1915 επανέφεραν οι κεμαλιστές το
1922, όταν είχαν πλέον επικρατήσει.
Ένα από τα συμπεράσματα επισταμένων ερευνών της τελευταίας δεκαετίας είναι ότι οι σφαγές κατά των Ποντίων δεν ήταν μια μεμονωμένη παρέκκλιση. Στην ουσία μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο εντός ενός ευρύτερου ιστορικού πλαισίου το οποίο είναι η διαδικασία αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αντίδραση της πολιτικής ηγεσίας σε αυτόν τον αργό θάνατο. Μετά την σαρωτική τους ήττα στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13, οι Οθωμανοί έχασαν πάνω από 60% των ευρωπαϊκών εδαφών τους. Αναπτύχθηκε λοιπόν μια βαθιά πεποίθηση ότι ήταν αδύνατον να συμβιώσουν με τους εναπομείναντες χριστιανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας. Έτσι οι κυβερνητικές οθωμανικές-τουρκικές αρχές διεμόρφωσαν μία πολιτική που είχε στόχο την ομογενοποίηση του πληθυσμού της Ανατολίας, της καρδιάς της αυτοκρατορίας από εδαφική άποψη. Η πολιτική αυτή είχε δύο κύρια συστατικά στοιχεία: το πρώτο ήταν ο διασκορπισμός και η επανεγκατάσταση των μη Τούρκων μουσουλμάνων, όπως οι Κούρδοι και οι Άραβες, μεταξύ της τουρκικής
πλειοψηφίας με σκοπό την αφομοίωσή τους, το δεύτερο αφορούσε την εκδίωξη των μη μουσουλμανικών, μη τουρκικών λαών από την Ανατολία, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση 2.000.000 ανθρώπων συνολικά, το σύνολο ουσιαστικά του χριστιανικού πληθυσμού ης περιοχής. Αν και στόχος των ειδικών μέτρων που αποσκοπούσαν στην εξόντωσή τους ήταν οι Αρμένιοι και οι Ασσύριοι, μέσα σε αυτό το πλαίσιο συνετελέσθη και η γενοκτονία των Ποντίων. Συνολικά, σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ανατολίας είτε μετεγκατεστάθηκε είτε σκοτώθηκε. Αυτές οι εθνικές εκκαθαρίσεις και ομογενοποιήσεις άνοιξαν το δρόμο για τη σημερνή Δημοκρατία της Τουρκίας.
Σήμερα το επίσημο τουρκικό κράτος υποστηρίζει ότι οι σφαγές κατά των Ποντίων ήταν μία δικαιολογημένη πράξη κρατικής αναγκαιότητας, πράγμα που επιτρέπει στη χώρα να αποφεύγει να αναλάβει κάποια ηθική θέση αναφορικά με αυτό. Σε αναλογία με το επιχείρημα της αναγκαιότητας, το κράτος υποστηρίζει ότι οι σφαγές των Ποντίων δεν ήταν εσκεμμένη πολιτική της κυβέρνησης αλλά μία σειρά από μεμονωμένα περιστατικά που σημειώθηκαν χωρίς πρόθεση και στο πλαίσιο των δυσχερών πολεμικών συνθηκών κατά τη διάρκεια «κανονικών» εκτοπίσεων.
Παραμένει, ωστόσο, τρομερά δύσκολο να εξηγήσουμε πως 350 χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν μέσα σε έξι χρόνια, λόγω εκτοπίσεων χωρίς να τεθούν σε συναγερμό οι κρατικές αρχές για να τους προστατεύσουν.
Το ερώτημα, όμως το οποίο παραμένει μετέωρο γύρω από το ποντιακό ζήτημα είναι γιατί υποβαθμίστηκε η γενοκτονία των Ποντίων μέσα στη συλλογική μνήμη του νεοελληνισμού; Σε μεγάλο βαθμό, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει να κάνει με την υποβάθμιση της γενοκτονίας στην Ελλάδα διαμέσου της προσέγγισης των γεγονότων με βάση τη θεωρία περί ανταλλαγής πληθυσμών. Η επίσημη εκδοχή της ιστορίας από το ελλαδικό κράτος απέκρυπτε για δεκαετίες το γεγονός ότι, όταν υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάνης (1923), ουδείς Πόντιος δεν ευρίσκετο στον Πόντο. Είχαν ήδη είτε εκτοπισθεί είτε εξολοθρευθεί. Όσοι δεν κατέφυγαν στην Ελλάδα ή τον Καύκασο ευρίσκοντο εκτοπισμένοι στην Μέση Ανατολή αποδεκατιζόμενοι από τον τύφο σε στρατόπεδα προσφύγων.
Αυτή, η πολιτικού τύπου, ερμηνεία σχετικοποίησε το έγκλημα, ελαχιστοποίησε τις ευθύνες του ελλαδικού κράτους και περιθωριοποίησε το γεγονός στην νεοελληνική ιστοριογραφία, επιβάλλοντας για δεκαετίες τη λήθη, μέσα από μία λογική εξισορρόπησης: «Ανταλλαγή» των τουρκικών πληθυσμών της Ελλάδας με τους Ελληνικούς της Μικράς Ασίας.
Η Τουρκία, για ένα αιώνα σχεδόν, κατέφερε να αποφύγει την ανάληψη της ευθύνης, υποδεικνύοντας τα αντικρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή, τις προτεραιότητες του αναδυομένου τουρκικού εθνικού κινήματος και τις ανεπαρκείς απόπειρες της διεθνούς κοινότητας να οδηγήσει τους δράστες στη δικαιοσύνη.
Η σημερινή Τουρκία δεν μπορεί εύκολα να συμφιλιωθεί ψυχολογικά με το ζήτημα της Γενοκτονίας. Πιστεύω ότι ο ψυχολογικός παράγοντας ενισχύει τις δυσκολίες μίας ειλικρινούς ιστορικής επισκόπησης στην Τουρκία και ως εκ τούτου η τουρκική κοινωνία δείχνει απρόθυμη να εξετάσει το παρελθόν της. Στην επικρατούσα κουλτούρα, όχι μόνον οι γενοκτονίες των Χριστιανών αλλά μεγάλο μέρος της πρόσφατης ιστορίας της Τουρκίας παραδίδεται στη σιωπή – δύο παραδείγματα είναι το κουρδικό και ο ρόλος του στρατού. Η μεταρρύθμιση του 1928 που άλλαξε την τουρκική γραφή από αραβικά σε λατινικά στοιχεία ενέτεινε το πρόβλημα.
Η Τουρκία είναι μία κοινωνία που δεν μπορεί να διαβάσει τις ίδιες της τις εφημερίδες, τις επιστολές και τα ημερολόγια εάν αυτά γράφτηκαν πριν από το 1928. Δεν έχει πρόσβαση σε οτιδήποτε συνέβη πριν από εκείνη την ημερομηνία. Το αποτέλεσμα είναι η σύγχρονη Τουρκία να εξαρτάται πλήρως από την ιστορία όπως την έχει καθορίσει και συγγράψει το κράτος. Και, βεβαίως, για το κράτος διακυβεύονται πολλά αναφορικά με τον τρόπο που παρουσιάζεται η ιστορία, ιδιαιτέρως όταν αυτή αφορά την ίδια του την νομιμότητα. Ενόψει αυτών, είναι εμφανές γιατί η τουρκική κοινωνία έχει παραδώσει τις γενοκτονίες των Χριστιανών στη λήθη και την άρνηση.
Σήμερα στην Τουρκία υπάρχουν δύο αφηγήσεις και δύο ιστοριογραφικές
προσεγγίσεις για την μεταβατική περίοδο από την Οθωμανική αυτοκρατορία στην Κεμαλική Τουρκία. Από τη μια, υπάρχει η ιστορία της αυτοκρατορίας που
διαμελίζεται από τις Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις μέσω μιας προσχεδιασμένης διαδικασίας. Η εκδοχή αυτή βοήθησε να δημιουργηθεί μία ισχυρή αίσθηση σύγκρουσης με τη Δύση για την επιβίωση του τουρκικού έθνους, δημιουργώντας έντονα αντιδυτικά αισθήματα και καχυποψία, ιδιαιτέρως ανάμεσα στην κυρίαρχη ελίτ, τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η ιστορία των διώξεων των σφαγών και της εξόντωσης διαφορετικών θρησκευτικών και εθνικών ομάδων, στα πλαίσια των οποίων συνετελέσθη η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου.
Το βασικό ερώτημα αυτού του ζητήματος είναι το εξής: υπάρχουν αποδείξεις ότι από πλευράς των Οθωμανικών αρχών υπήρξε πρόθεση και κεντρικός σχεδιασμός για συνολική ή μερική καταστροφή των Ελλήνων Ποντίων υπηκόων της αυτοκρατορίας;
Η επίσημη τουρκική θέση είναι ότι ο θάνατος εκατοντάδων χιλιάδων Ποντίων ήταν ένα τραγικό αλλά μη σκόπιμο επακόλουθο του πολέμου. Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι οι οθωμανικές πηγές δεν περιέχουν στοιχεία που να υποδεικνύουν διατεταγμένη πολιτική συστηματικής εξαφάνισης. Πρόσφατες μελέτες από δυτικούς και Τούρκους (βλ. Τανέρ Ακσάμ, «Μία επαίσχυντη πράξη»))ερευνητές υποστηρίζουν το αντίθετο.
Οι έρευνες αυτές έχουν ένα στοιχείο που τις διαφοροποιούν ποιοτικά από τη
συμβατική παράδοση της τουρκικής ιστοριογραφίας. Πρόκειται για την πρωτοφανή έως σήμερα χρήση οθωμανικού αρχειακού υλικού γύρω από τις μειονότητες. Το νέο αρχειακό υλικό από τουρκικά στρατιωτικά και δικαστικά αρχεία, πρακτικά κοινοβουλίου, επιστολές και μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, σε συνδυασμό πάντοτε με την ιστορική αφήγηση ανασυνθέτουν τη διαπλεκομένη ενορχήστρωση μεταξύ συντονισμένων τμημάτων του Οθωμανικού κράτους, του κυβερνώντος κόμματος των Νεοτούρκων, «Ένωση και Πρόοδος», καθώς επίσης και των στρατιωτικών δυνάμεων.
Καταδεικνύεται ότι αυτό που συνέβη στους Χριστιανικούς πληθυσμούς της
αυτοκρατορίας ήταν μια κεντρικά και επίσημα σχεδιασμένη επιχείρηση
εξολόθρευσής τους. Η αποδοχή αυτού του συμπεράσματος είναι εκ των πραγμάτων και ριζοσπαστική και αναθεωρητική για τη συμβατική ιστοριογραφία της σύγχρονης Τουρκίας. Η ουσία του συμπεράσματος είναι σαφής ότι δηλαδή οι διωγμοί και οι γενοκτονίες των χριστιανών απετέλεσαν τον καθοριστικό παράγοντα για την ανάδυση του τουρκικού εθνικού κράτους. Χωρίς τον συστηματικό σχεδιασμό και την αποτελεσματική εκτέλεση της γενοκτονίας από τους Νεότουρκους οι οποίοι, στη συνέχεια, και υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ οργάνωσαν την αντίσταση στην Ανατολία, ο τελευταίος δεν θα είχε τη δυνατότητα να οικοδομήσει το τουρκικό εθνικό κράτος. Οι Νεότουρκοι ιδρυτές του τουρκικού κράτους δημιούργησαν με αυτό τον τρόπο μία εύπορη τάξη που ιδιοποιήθηκε τα πλούτη και τις περιουσίες των Χριστιανών. Οι περιουσίες αυτές είχαν δημευτεί από τους Νεότουρκους με διάταγμα του 1915 ως δήθεν «εγκαταλελειμμένες». Το διάταγμα του 1915 επανέφεραν οι κεμαλιστές το
1922, όταν είχαν πλέον επικρατήσει.
Ένα από τα συμπεράσματα επισταμένων ερευνών της τελευταίας δεκαετίας είναι ότι οι σφαγές κατά των Ποντίων δεν ήταν μια μεμονωμένη παρέκκλιση. Στην ουσία μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο εντός ενός ευρύτερου ιστορικού πλαισίου το οποίο είναι η διαδικασία αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αντίδραση της πολιτικής ηγεσίας σε αυτόν τον αργό θάνατο. Μετά την σαρωτική τους ήττα στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13, οι Οθωμανοί έχασαν πάνω από 60% των ευρωπαϊκών εδαφών τους. Αναπτύχθηκε λοιπόν μια βαθιά πεποίθηση ότι ήταν αδύνατον να συμβιώσουν με τους εναπομείναντες χριστιανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας. Έτσι οι κυβερνητικές οθωμανικές-τουρκικές αρχές διεμόρφωσαν μία πολιτική που είχε στόχο την ομογενοποίηση του πληθυσμού της Ανατολίας, της καρδιάς της αυτοκρατορίας από εδαφική άποψη. Η πολιτική αυτή είχε δύο κύρια συστατικά στοιχεία: το πρώτο ήταν ο διασκορπισμός και η επανεγκατάσταση των μη Τούρκων μουσουλμάνων, όπως οι Κούρδοι και οι Άραβες, μεταξύ της τουρκικής
πλειοψηφίας με σκοπό την αφομοίωσή τους, το δεύτερο αφορούσε την εκδίωξη των μη μουσουλμανικών, μη τουρκικών λαών από την Ανατολία, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση 2.000.000 ανθρώπων συνολικά, το σύνολο ουσιαστικά του χριστιανικού πληθυσμού ης περιοχής. Αν και στόχος των ειδικών μέτρων που αποσκοπούσαν στην εξόντωσή τους ήταν οι Αρμένιοι και οι Ασσύριοι, μέσα σε αυτό το πλαίσιο συνετελέσθη και η γενοκτονία των Ποντίων. Συνολικά, σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ανατολίας είτε μετεγκατεστάθηκε είτε σκοτώθηκε. Αυτές οι εθνικές εκκαθαρίσεις και ομογενοποιήσεις άνοιξαν το δρόμο για τη σημερνή Δημοκρατία της Τουρκίας.
Σήμερα το επίσημο τουρκικό κράτος υποστηρίζει ότι οι σφαγές κατά των Ποντίων ήταν μία δικαιολογημένη πράξη κρατικής αναγκαιότητας, πράγμα που επιτρέπει στη χώρα να αποφεύγει να αναλάβει κάποια ηθική θέση αναφορικά με αυτό. Σε αναλογία με το επιχείρημα της αναγκαιότητας, το κράτος υποστηρίζει ότι οι σφαγές των Ποντίων δεν ήταν εσκεμμένη πολιτική της κυβέρνησης αλλά μία σειρά από μεμονωμένα περιστατικά που σημειώθηκαν χωρίς πρόθεση και στο πλαίσιο των δυσχερών πολεμικών συνθηκών κατά τη διάρκεια «κανονικών» εκτοπίσεων.
Παραμένει, ωστόσο, τρομερά δύσκολο να εξηγήσουμε πως 350 χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν μέσα σε έξι χρόνια, λόγω εκτοπίσεων χωρίς να τεθούν σε συναγερμό οι κρατικές αρχές για να τους προστατεύσουν.
Το ερώτημα, όμως το οποίο παραμένει μετέωρο γύρω από το ποντιακό ζήτημα είναι γιατί υποβαθμίστηκε η γενοκτονία των Ποντίων μέσα στη συλλογική μνήμη του νεοελληνισμού; Σε μεγάλο βαθμό, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει να κάνει με την υποβάθμιση της γενοκτονίας στην Ελλάδα διαμέσου της προσέγγισης των γεγονότων με βάση τη θεωρία περί ανταλλαγής πληθυσμών. Η επίσημη εκδοχή της ιστορίας από το ελλαδικό κράτος απέκρυπτε για δεκαετίες το γεγονός ότι, όταν υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάνης (1923), ουδείς Πόντιος δεν ευρίσκετο στον Πόντο. Είχαν ήδη είτε εκτοπισθεί είτε εξολοθρευθεί. Όσοι δεν κατέφυγαν στην Ελλάδα ή τον Καύκασο ευρίσκοντο εκτοπισμένοι στην Μέση Ανατολή αποδεκατιζόμενοι από τον τύφο σε στρατόπεδα προσφύγων.
Αυτή, η πολιτικού τύπου, ερμηνεία σχετικοποίησε το έγκλημα, ελαχιστοποίησε τις ευθύνες του ελλαδικού κράτους και περιθωριοποίησε το γεγονός στην νεοελληνική ιστοριογραφία, επιβάλλοντας για δεκαετίες τη λήθη, μέσα από μία λογική εξισορρόπησης: «Ανταλλαγή» των τουρκικών πληθυσμών της Ελλάδας με τους Ελληνικούς της Μικράς Ασίας.
Η Τουρκία, για ένα αιώνα σχεδόν, κατέφερε να αποφύγει την ανάληψη της ευθύνης, υποδεικνύοντας τα αντικρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή, τις προτεραιότητες του αναδυομένου τουρκικού εθνικού κινήματος και τις ανεπαρκείς απόπειρες της διεθνούς κοινότητας να οδηγήσει τους δράστες στη δικαιοσύνη.
Η σημερινή Τουρκία δεν μπορεί εύκολα να συμφιλιωθεί ψυχολογικά με το ζήτημα της Γενοκτονίας. Πιστεύω ότι ο ψυχολογικός παράγοντας ενισχύει τις δυσκολίες μίας ειλικρινούς ιστορικής επισκόπησης στην Τουρκία και ως εκ τούτου η τουρκική κοινωνία δείχνει απρόθυμη να εξετάσει το παρελθόν της. Στην επικρατούσα κουλτούρα, όχι μόνον οι γενοκτονίες των Χριστιανών αλλά μεγάλο μέρος της πρόσφατης ιστορίας της Τουρκίας παραδίδεται στη σιωπή – δύο παραδείγματα είναι το κουρδικό και ο ρόλος του στρατού. Η μεταρρύθμιση του 1928 που άλλαξε την τουρκική γραφή από αραβικά σε λατινικά στοιχεία ενέτεινε το πρόβλημα.
Η Τουρκία είναι μία κοινωνία που δεν μπορεί να διαβάσει τις ίδιες της τις εφημερίδες, τις επιστολές και τα ημερολόγια εάν αυτά γράφτηκαν πριν από το 1928. Δεν έχει πρόσβαση σε οτιδήποτε συνέβη πριν από εκείνη την ημερομηνία. Το αποτέλεσμα είναι η σύγχρονη Τουρκία να εξαρτάται πλήρως από την ιστορία όπως την έχει καθορίσει και συγγράψει το κράτος. Και, βεβαίως, για το κράτος διακυβεύονται πολλά αναφορικά με τον τρόπο που παρουσιάζεται η ιστορία, ιδιαιτέρως όταν αυτή αφορά την ίδια του την νομιμότητα. Ενόψει αυτών, είναι εμφανές γιατί η τουρκική κοινωνία έχει παραδώσει τις γενοκτονίες των Χριστιανών στη λήθη και την άρνηση.
Σήμερα στην Τουρκία υπάρχουν δύο αφηγήσεις και δύο ιστοριογραφικές
προσεγγίσεις για την μεταβατική περίοδο από την Οθωμανική αυτοκρατορία στην Κεμαλική Τουρκία. Από τη μια, υπάρχει η ιστορία της αυτοκρατορίας που
διαμελίζεται από τις Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις μέσω μιας προσχεδιασμένης διαδικασίας. Η εκδοχή αυτή βοήθησε να δημιουργηθεί μία ισχυρή αίσθηση σύγκρουσης με τη Δύση για την επιβίωση του τουρκικού έθνους, δημιουργώντας έντονα αντιδυτικά αισθήματα και καχυποψία, ιδιαιτέρως ανάμεσα στην κυρίαρχη ελίτ, τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η ιστορία των διώξεων των σφαγών και της εξόντωσης διαφορετικών θρησκευτικών και εθνικών ομάδων, στα πλαίσια των οποίων συνετελέσθη η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου