Ὡς περιοδεύων πέρασα μιά μέρα ἀπ’ τό φτωχικό της σπίτι, γιά νά εἰσπράξω μιά συνδρομή γιά τό περιοδικό ΖΩΗ. Ἡ ἴδια ἀπουσίαζε καί βρισκόταν ἐκεῖ τό παιδί της, πού διήρχετο τήν ἐφηβεία. Ἔκαιγε τό καντήλι στό εἰκονοστάσι κι ἔκανα στό παιδί τήν πρότασι ἄν ἤθελε μέχρι νά ᾽λθη ἡ μητέρα του νά προσευχηθοῦμε λιγάκι. Κάπως ἀδιάφορα κούνησε καταφατικά τό κεφάλι του καί εἶπε ἄς προσευχηθοῦμε. Ὅταν τελειώσαμε τήν προσευχή, μοῦ λέει κάπως χαριτολογώντας: Α, ἐσύ δέν ξέρεις νά προσευχηθῆς! Ἐγώ κατεπλάγην ἀπ’ τήν τολμηρή αὐτή παρατήρησι καί τόν ρώτησα νά μοῦ ἐξηγήση, πῶς κατά τή γνώμη του πρέπει νά προσεύχεται ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός; Ἐγώ, κύριε, μοῦ λέει δέν ξέρω Θεολογία, ἀλλά βλέπω τό παράδειγμα τῆς μητέρας μου, πού ὅταν προσεύχεται κραυγάζει συνεχῶς “Κύριε Ἐλέησον”, πέφτει συνεχῶς σέ μετάνοιες, κτυπάει τό στῆθος της καί τρέχουν ποτάμι τά δάκρυά της!
Μετά ἀπ’ αὐτή τήν ἀφήγησι, μεγάλωσε ἡ ἐπιθυμία μου νά γνωρίσω αὐτή τήν ὑπέροχη γυναῖκα καί νά διδαχθῶ κάτι ἀπ’ τή χαρισματική προσευχή της.
Ἐκείνη τή μέρα δέν ἦλθε κι ἀποχώρησα. Μιά ἄλλη μέρα πέρασα νά τή συναντήσω καί βρέθηκα μπροστά σέ μιά συγκλονιστική σκηνή προσευχομένου ἀνθρώπου. Ὁ ἄνδρας της, ὅπως ἔμαθα, ἦταν ἕνας μέθυσος κι ἀχαΐρευτος, πού τῆς ἔπαιρνε ὅ,τι οἰκονομοῦσε ἀπ’ τά αὐγά καί μπεκρόπινε. Ἐκείνη τή μέρα κατά τήν ὁποία πῆγα, ἀπ’ τό μεθύσι του τήν εἶχε ξυλοκοπήσει, τῆς εἶχε πάρει τά χρήματα καί τῆς εἶχε πετάξει τήν Καινή Διαθήκη μέσα στό πηγάδι! Ἐγώ δέ, τή βρῆκα γονατιστή στό πηγάδι νά προσεύχεται καί νά λέη: Χριστέ μου καί Παναγία μου Μεγαλόχαρη, τό βιβλίο μέ τά ἱερά γράμματα, τό ὁποῖο ἔρριξε ὁ ἄνδρας μου στό πηγάδι δέν τό ἔκανε ἀπό ἀσέβεια, ἀλλά ἦταν μεθυσμένος. Κάνε Παναγία μου τά ἱερά αὐτά Γράμματα, πού θά λειώσουν καί θά γίνουν ἕνα μέ τό νερό, νά τά πιῆ ὁ ἄνδρας μου, νά μετανοήση, νά ἐξομολογηθῆ καί νά σωθῆ, νά μήν πάη στήν κόλασι, Χριστουλάκη μου, γιατί ὁ κόσμος μέ ἔχει γιά καλή, ἐνῶ ἐγώ ἡ τρισάθλια ἔχω πολλά ἀθεράπευτα πάθη κι ἁμαρτίες!
1 σχόλιο:
πατερ τι αγαπη ειχε αυτη η γυναικα!
Δημοσίευση σχολίου