«Σ' ένα χωριό ένας γέροντας ιερέας, ενώ ήταν σ' όλα τα άλλα καλός και ιδιαίτερα φιλακόλουθος, υπέπιπτε στο πάθος της μέθης.
Όταν έβγαινε από την Εκκλησία, παρασυρόταν από το πάθος του προς τα καφενεία. Εκεί, μετά από 23 ποτηράκια αλκοόλ, έχανε τον εαυτό του - ζαλιζόταν συναισθανόμενος όμως τη θέση του, σηκωνόταν και τρικλίζοντας έπαιρνε το δρόμο για το σπίτι του.
Σ' αυτόν το δρόμο, όμως, είχε ο αδελφός του κατάστημα. Και όταν τον έβλεπε να περνάει σε τέτοια κατάσταση, έβγαινε στην πόρτα του μαγαζιού του και όχι από λύπη, αλλά μάλλον από ευθιξία, τον εφασκέλωνε από πίσω με το δεξί του χέρι (τον εμούτζωνε, όπως λέμε).
Μετά από λίγο καιρό συνέπεσε να αποθάνει ο εύθικτος αυτός αδελφός του ιερέως. Όταν ύστερα από τρία χρόνια άνοιξαν τον τάφο του για την ανακομιδή βρήκαν το δεξί του χέρι άλιωτο. Τον ξανάθαψαν και μάλιστα σε άλλο σημείο. αλλά πάλι βρέθηκε το δεξί του χέρι ακέραιο.
Τότε με συμβουλή του άλλου εφημέριου ιερέως, πήραν το αδιάλυτο χέρι και το εξέθεσαν στο νάρθηκα του ναού, για να τον συγχωρήσουνε οι συγχωριανοί του, για τυχόν λιποβαρή ζυγίσματα ή άλλες αδικίες, συνηθισμένες σ' όσους ασχολούνται με το εμπόριο. Αλλά και πάλι μετά από άλλο ένα έτος επανενταφιασμού βρέθηκε το χέρι αδιάλυτο.
Τότε - κατά θεία νεύση - ένας άλλος έμπορος που είχε το κατάστημα του απέναντι, ανέφερε στον εφημέριο το γεγονός του καθημερινού φασκελώματος και του χλευασμού του γέροντα ιερέα από τον αδελφό του. Οπότε κατάλαβε ο καλός εκείνος ιερέας, ποιά ήταν η αιτία. Και αφού προσκάλεσε το γέροντα συλλειτουργό του τον παρότρυνε να κάνει τρισάγιο και να διαβάσει πάνω από το αδιάλυτο χέρι τη συγχωρητική ευχή. Πράγματι μόλις έγιναν αυτά, αμέσως τα σαρκώδη μέλη του άλιωτου χεριού διελύθησαν και έμειναν γυμνά τα οστά».
Όταν έβγαινε από την Εκκλησία, παρασυρόταν από το πάθος του προς τα καφενεία. Εκεί, μετά από 23 ποτηράκια αλκοόλ, έχανε τον εαυτό του - ζαλιζόταν συναισθανόμενος όμως τη θέση του, σηκωνόταν και τρικλίζοντας έπαιρνε το δρόμο για το σπίτι του.
Σ' αυτόν το δρόμο, όμως, είχε ο αδελφός του κατάστημα. Και όταν τον έβλεπε να περνάει σε τέτοια κατάσταση, έβγαινε στην πόρτα του μαγαζιού του και όχι από λύπη, αλλά μάλλον από ευθιξία, τον εφασκέλωνε από πίσω με το δεξί του χέρι (τον εμούτζωνε, όπως λέμε).
Μετά από λίγο καιρό συνέπεσε να αποθάνει ο εύθικτος αυτός αδελφός του ιερέως. Όταν ύστερα από τρία χρόνια άνοιξαν τον τάφο του για την ανακομιδή βρήκαν το δεξί του χέρι άλιωτο. Τον ξανάθαψαν και μάλιστα σε άλλο σημείο. αλλά πάλι βρέθηκε το δεξί του χέρι ακέραιο.
Τότε με συμβουλή του άλλου εφημέριου ιερέως, πήραν το αδιάλυτο χέρι και το εξέθεσαν στο νάρθηκα του ναού, για να τον συγχωρήσουνε οι συγχωριανοί του, για τυχόν λιποβαρή ζυγίσματα ή άλλες αδικίες, συνηθισμένες σ' όσους ασχολούνται με το εμπόριο. Αλλά και πάλι μετά από άλλο ένα έτος επανενταφιασμού βρέθηκε το χέρι αδιάλυτο.
Τότε - κατά θεία νεύση - ένας άλλος έμπορος που είχε το κατάστημα του απέναντι, ανέφερε στον εφημέριο το γεγονός του καθημερινού φασκελώματος και του χλευασμού του γέροντα ιερέα από τον αδελφό του. Οπότε κατάλαβε ο καλός εκείνος ιερέας, ποιά ήταν η αιτία. Και αφού προσκάλεσε το γέροντα συλλειτουργό του τον παρότρυνε να κάνει τρισάγιο και να διαβάσει πάνω από το αδιάλυτο χέρι τη συγχωρητική ευχή. Πράγματι μόλις έγιναν αυτά, αμέσως τα σαρκώδη μέλη του άλιωτου χεριού διελύθησαν και έμειναν γυμνά τα οστά».
Από το βιβλίο του πρωτπρ.Βασιλείου Κ.Ακριβόπουλου,Ασκητική λαικών
Εκδ.Μητρ.Καθρεδικού Ναού Αγ.Νικολάου Βόλου,20ο2,σ.20
1 σχόλιο:
....μονο που αυτος ο συγγραφέας τωρα δεν βαζει χωρίς μασκα μέσα για εξομολόγηση...
Και σκανδαλίζει κόσμο και κοσμάκη
Δημοσίευση σχολίου