Ιρλανδικό μοναστικό ποίημα του 10ου αιώνα.
Ποθῶ, ζῶντος Θεοῦ Υἱέ, ἀρχαῖε, αἰώνιε βασιλιά,
μικρὴ στὴν ἔρημο καλύβη, κατοικία κρυφὴ
Κρυστάλλινο νερὸ κοντά της, ἄθολη λίμνη
γιὰ τῶν κηλίδων νίψη στοῦ Πνεύματος τὴ χάρη
Πανώριο δάσος νὰ τὴν περιβάλλη,
πολύφωνων πουλιῶν φωλιά, τρυφή, ἀραξοβόλι
Ὄψη μεσημβρινή, θερμή, μικρὸ ρυάκι νὰ διαπερνᾶ τὴ γῆ της,
γῆ ἐκλεκτὴ καὶ εὔφορη, γιὰ τῶν φυτῶν τὸ μέστωμα
Καλόγνωμοι λίγοι ἀδελφοὶ -θὰ πῶ τὸν ἀριθμὸπρᾶοι καὶ ὑπάκουοι σὲ ἱκεσίες βασιλικὲς
τέσσερις τριάδες, τετράδες τρεῖς, γιὰ κάθε ἀνάγκη,
στὴν ἐκκλησία δυὸ ἑξάδες, βορρᾶ καὶ νότο.
Ἕξι δυάδες σιμά μου, σὲ ὕμνο ἀτέρμονο
στὸν βασιλιά, τοῦ ἥλιου φωτοδότη
Γλυκειὰ ἐκκλησιά, μὲ ὕφασμα λινό, τοῦ ἐπουράνιου οἶκος,
φλόγες λαμπρὲς πάνω ἀπ’ ὁλόλευκες Γραφὲς
καὶ σπίτι γιὰ τὴ βιοτικὴ φροντίδα, δίχως μελέτη τοῦ κακοῦ
Ροῦχο ἀναγκαῖο καὶ τροφὴ ἀπ’ τὸν πολύφημο ἄνακτα,
κι ἐγὼ νὰ ἡσυχάζω καὶ νὰ προσεύχωμαι
κάθε στιγμή, σὲ κάθε τόπο.
Μετάφραση: Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός
(από το βιβλίο “Οι Εραστές της Βασιλείας.
Συνάντηση Κελτικού και Βυζαντινού Μοναχισμού”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου