Ευθύς. αμέσως, μετά την ανάγνωση του αναστάσιμου χαιρετισμού "Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι..." (αναφερόμαστε στον κυριακάτικο Όρθρο), ψάλλεται (απαγγέλεται εμμελώς) ο Ν' ψαλμός από τους δυο χορούς των ιεροψαλτών, ανά στίχο, αρχομένου, ασφαλώς, του πρωτοψάλτου.
Οι ιεροψάλτες, συνηθίζεται να κατέρχονται ελαφρώς από τη θέση τους, στο πρώτο σκαλί του αναλογίου τους, ως ένδειξη σεβασμού και τιμής προς το ιερό Ευαγγέλιο, το οποίο πρόκειται να εξέλθει από το άγιο βήμα, εντός ολίγου. Στη θέα του ιερού Ευαγγελίου οι ιεροψάλτες κάνουν υπόκλιση, στο Ευαγγέλιο, όχι στον ιερέα, και ανέρχονται και πάλι στην κανονική τους θέση για να συνεχίσουν το έργο τους. Προσοχή! Δεν αποτελεί λειτουργικό έθος να κατέρχονται οι ιεροψάλτες για να ασπασθούν το Ευαγγέλιο, πολύ δε, περισσότερο, αποτελεί καινοτομία η προσέγγιση του Ευαγγελίου προς αυτούς, μια κίνηση που κάνει ο προεστώς ιερέας για να δώσει στους ιεροψάλτες τη δυνατότητα να ασπασθούν το Ευαγγέλιο. Είναι λάθος και αντιπαραδοσιακή όλη η παραπάνω ενέργεια.
Άλλωστε, έχουμε τονίσει ότι οι ιεροψάλτες δεν κατέρχονται ποτέ από το αναλόγιο, ούτε στην περίπτωση που ιερουργεί ή χοροστατεί Αρχιερέας για να πάρουν "ευχή". Κάνουν υπόκλιση και μένουν σε αυτό (1). Η περίπτωση, δε, ο πρωτοψάλτης να κάμνει λάθος και να κατέρχεται να προσκυνήσει και ο Λαμπαδάριος, αν και σωστός, να παραμένει στη θέση του, πάνω απ᾿όλα, θυμίζει εκτέλεση σκηνών επί θεατρικού δρώμενου (ή, αλλέως, "τσίρκο"). Ο Λαμπαδάριος ιεροψάλτης είναι υποχρεωμένος ν᾿ακολουθεί "πιστά" όσα κάμνει ο πρωτοψάλτης, ακόμη και τα "λάθη" του, τρόπον τινά!
Ο προεστώς ιερέας, ο οποίος και αναγιγνώσκει (κανονικά απαγγέλεται εμμελώς) το εωθινό Ευαγγέλιο της Κυριακής, στο άκουσμα του στίχου "Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην..." και αυστηρά ως προς την εφαρμογή του χρονικού σημείου, μόνο τότε, εξέρχεται από το άγιο βήμα κρατώντας το ιερό Ευαγγέλιο και κινείται προς τον Σολέα. Στέκεται στο σημείο εξόδου του Σολέα προς τον υπόλοιπο Ναό και υπομονετικά, φέρων το βλέμμα και τους οφθαλμούς του προς τη γη, αναμένει να προσκυνήσει το Ευαγγέλιο όλος ο λαός. Προσοχή! Τα χέρια του ιερέα είναι καλυμμένα! Δεν ασπαζόμαστε με χειροφίλημα τα χέρια του ιερέα, αλλά μόνο το ιερό Ευαγγέλιο (2), το οποίο συμβολίζει τον Κύριο Ιησού Χριστό και, όλως ιδιαιτέρως, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, η όλη στάση συμβολίζει την ανάμνηση της παρουσίας του Χριστού στους μαθητές Του, ευθύς αμέσως, μετά την Ανάσταση (3).
Μετά την προσκύνηση του Ευαγγελίου, η οποία όχι απλά είναι πρέπον, αλλά επιβάλλεται να γίνεται με κάθε τιμή, ιεροπρέπεια και απόλυτη ησυχία, ο ιερέας επιστρέφει εντός του ιερού βήματος μετά του Ευαγγελίου. Η συνήθεια να τοποθετείται το Ευαγγέλιο στο προσκυνητάρι έως το πέρας της Θείας Λειτουργίας, δήθεν, για να προσκυνήσουν όσοι δεν ήταν παρόντες την πρέπουσα στιγμή, είναι απαράδεκτη, νεοτερική.
Η θέση του ιερού Ευαγγελίου είναι εντός του ιερού βήματος, επί της αγίας Τραπέζης. Πέραν, βέβαια, της αχαρακτήριστης ενέργειας (διότι έχουμε δει και τέτοιες εικόνες), μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας και, κυρίως, στις περιπτώσεις που λειτουργεί ένας ιερέας ή όταν κάνει κατάλυση, το Ευαγγέλιο να μεταφέρεται εντός του ιερού βήματος στα χέρια του νεωκόρου, του ιεροψάλτου ή όποιου άλλου πρόσφορου και καλοδιάθετου πιστού. Αυτές οι κινήσεις είναι απαράδεκτες και δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με λειτουργική Παράδοση και την τάξη της Εκκλησίας μας.
Άνευ σχολαστικότητας, λοιπόν, εφαρμόζοντας, όμως, την όλη λειτουργική και εκκλησιαστική μας Παράδοση, ας παραμείνουμε πιστοί σε όσα οι Πατέρες μάς κληροδότησαν και μάς δίδαξαν. Πιστοί στην εφαρμογή της τυπικής διάταξης και του λειτουργικού τυπικού που έχει και φέρει η Ορθόδοξη Εκκλησίας μας.
Παραπομπές:
1. Ασφαλώς, οι ιεροψάλτες δύνανται να κατέρχονται ελαφρώς, να ίστανται, δηλαδή, στο πρώτο σκαλί του αναλογίου τους σε ένδειξη σεβασμού και τιμής, σε συγκεκριμένα σημεία και χρονικές στιγμές των ιερών ακολουθιών και, δη, αυτής της Θείας Λειτουργίας.
2. Πρβλ., Ιωἀν. Φουντούλη, Λειτουργική Α', Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 75-76.
3. Άλλωστε, ο προεστώς ιερέας αναγιγνώσκει τα εωθινά ευαγγέλια της Κυριακής εντός του ιερού βήματος και όχι εκτός, και, μάλιστα, στο δεξιό μέρος της Αγίας Τράπεζας, ως ο άγιος άγγελος, δηλαδή, έμπροσθεν του Παναγίου Τάφου του Σωτήρος Χριστού.
Σημείωση: Η ως άνω λειτουργική απορία αποτελεί μέρος του νέου πονήματος του κ. Δημητρίου Π. Λυκούδη, Θεολόγου-Φιλολόγου, υπό τον τίτλο "Λειτουργικά Ζητήματα", τόμος Α',
Άλλωστε, έχουμε τονίσει ότι οι ιεροψάλτες δεν κατέρχονται ποτέ από το αναλόγιο, ούτε στην περίπτωση που ιερουργεί ή χοροστατεί Αρχιερέας για να πάρουν "ευχή". Κάνουν υπόκλιση και μένουν σε αυτό (1). Η περίπτωση, δε, ο πρωτοψάλτης να κάμνει λάθος και να κατέρχεται να προσκυνήσει και ο Λαμπαδάριος, αν και σωστός, να παραμένει στη θέση του, πάνω απ᾿όλα, θυμίζει εκτέλεση σκηνών επί θεατρικού δρώμενου (ή, αλλέως, "τσίρκο"). Ο Λαμπαδάριος ιεροψάλτης είναι υποχρεωμένος ν᾿ακολουθεί "πιστά" όσα κάμνει ο πρωτοψάλτης, ακόμη και τα "λάθη" του, τρόπον τινά!
Ο προεστώς ιερέας, ο οποίος και αναγιγνώσκει (κανονικά απαγγέλεται εμμελώς) το εωθινό Ευαγγέλιο της Κυριακής, στο άκουσμα του στίχου "Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην..." και αυστηρά ως προς την εφαρμογή του χρονικού σημείου, μόνο τότε, εξέρχεται από το άγιο βήμα κρατώντας το ιερό Ευαγγέλιο και κινείται προς τον Σολέα. Στέκεται στο σημείο εξόδου του Σολέα προς τον υπόλοιπο Ναό και υπομονετικά, φέρων το βλέμμα και τους οφθαλμούς του προς τη γη, αναμένει να προσκυνήσει το Ευαγγέλιο όλος ο λαός. Προσοχή! Τα χέρια του ιερέα είναι καλυμμένα! Δεν ασπαζόμαστε με χειροφίλημα τα χέρια του ιερέα, αλλά μόνο το ιερό Ευαγγέλιο (2), το οποίο συμβολίζει τον Κύριο Ιησού Χριστό και, όλως ιδιαιτέρως, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, η όλη στάση συμβολίζει την ανάμνηση της παρουσίας του Χριστού στους μαθητές Του, ευθύς αμέσως, μετά την Ανάσταση (3).
Μετά την προσκύνηση του Ευαγγελίου, η οποία όχι απλά είναι πρέπον, αλλά επιβάλλεται να γίνεται με κάθε τιμή, ιεροπρέπεια και απόλυτη ησυχία, ο ιερέας επιστρέφει εντός του ιερού βήματος μετά του Ευαγγελίου. Η συνήθεια να τοποθετείται το Ευαγγέλιο στο προσκυνητάρι έως το πέρας της Θείας Λειτουργίας, δήθεν, για να προσκυνήσουν όσοι δεν ήταν παρόντες την πρέπουσα στιγμή, είναι απαράδεκτη, νεοτερική.
Η θέση του ιερού Ευαγγελίου είναι εντός του ιερού βήματος, επί της αγίας Τραπέζης. Πέραν, βέβαια, της αχαρακτήριστης ενέργειας (διότι έχουμε δει και τέτοιες εικόνες), μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας και, κυρίως, στις περιπτώσεις που λειτουργεί ένας ιερέας ή όταν κάνει κατάλυση, το Ευαγγέλιο να μεταφέρεται εντός του ιερού βήματος στα χέρια του νεωκόρου, του ιεροψάλτου ή όποιου άλλου πρόσφορου και καλοδιάθετου πιστού. Αυτές οι κινήσεις είναι απαράδεκτες και δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με λειτουργική Παράδοση και την τάξη της Εκκλησίας μας.
Άνευ σχολαστικότητας, λοιπόν, εφαρμόζοντας, όμως, την όλη λειτουργική και εκκλησιαστική μας Παράδοση, ας παραμείνουμε πιστοί σε όσα οι Πατέρες μάς κληροδότησαν και μάς δίδαξαν. Πιστοί στην εφαρμογή της τυπικής διάταξης και του λειτουργικού τυπικού που έχει και φέρει η Ορθόδοξη Εκκλησίας μας.
Παραπομπές:
1. Ασφαλώς, οι ιεροψάλτες δύνανται να κατέρχονται ελαφρώς, να ίστανται, δηλαδή, στο πρώτο σκαλί του αναλογίου τους σε ένδειξη σεβασμού και τιμής, σε συγκεκριμένα σημεία και χρονικές στιγμές των ιερών ακολουθιών και, δη, αυτής της Θείας Λειτουργίας.
2. Πρβλ., Ιωἀν. Φουντούλη, Λειτουργική Α', Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 75-76.
3. Άλλωστε, ο προεστώς ιερέας αναγιγνώσκει τα εωθινά ευαγγέλια της Κυριακής εντός του ιερού βήματος και όχι εκτός, και, μάλιστα, στο δεξιό μέρος της Αγίας Τράπεζας, ως ο άγιος άγγελος, δηλαδή, έμπροσθεν του Παναγίου Τάφου του Σωτήρος Χριστού.
Σημείωση: Η ως άνω λειτουργική απορία αποτελεί μέρος του νέου πονήματος του κ. Δημητρίου Π. Λυκούδη, Θεολόγου-Φιλολόγου, υπό τον τίτλο "Λειτουργικά Ζητήματα", τόμος Α',
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου