Ἀλλά καί μόνο οἱ σκέψεις αὐτές, τοῦ θανάτου, παγώνουν τήν καρδιά μας καί ἕνα κύμα λύπης καί ἀθυμίας καλύπτει τήν ὅλη ὕπαρξή μας. Καί δικαιολογημένα.
Δικαιολογημένα, ἀφοῦ ὁ θάνατος εἶναι κάτι τό ἀφύσικο γιά τόν ἄνθρωπο. Εἶναι κάτι μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατον νά συμβιβαστεῖ, καί τοῦτο, διότι ἐξ ἀρχῆς ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπό τόν Θεό γιά τήν ζωή, καί ὄχι γιά τόν θάνατο.
Αὐτό ἀκριβῶς, τό ἀσυμβίβαστο τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν μεγαλύτερό του ἐχθρό, τόν θάνατο, τό βλέπομε σήμερα στό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, πού τόσο ρεαλιστικά, ἀλλά καί μέ πνοή νικηφόρα καί θριαμβευτική, μᾶς περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς.
Ἡ συνοδεία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Μαθητῶν καί τῶν ἀνθρώπων πού Τόν ἀκολουθοῦσαν, κάποια στιγμή συναντιέται μέ μία ἄλλη συνοδεία, «ὡς ἤγγισε τήν πύλη τῆς πόλεως τῆς Ναΐν». Μέ μία συνοδεία, πού στά μάτια ὅσων παρακολουθοῦσαν, ἀποτυπωνόταν ὅλο τό δρᾶμα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως μετά τήν παρακοή.
Στήν μία συνοδεία, κέντρο εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Κύριος τῆς ζωῆς.
Αὐτό ἀκριβῶς, τό ἀσυμβίβαστο τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν μεγαλύτερό του ἐχθρό, τόν θάνατο, τό βλέπομε σήμερα στό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, πού τόσο ρεαλιστικά, ἀλλά καί μέ πνοή νικηφόρα καί θριαμβευτική, μᾶς περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς.
Ἡ συνοδεία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Μαθητῶν καί τῶν ἀνθρώπων πού Τόν ἀκολουθοῦσαν, κάποια στιγμή συναντιέται μέ μία ἄλλη συνοδεία, «ὡς ἤγγισε τήν πύλη τῆς πόλεως τῆς Ναΐν». Μέ μία συνοδεία, πού στά μάτια ὅσων παρακολουθοῦσαν, ἀποτυπωνόταν ὅλο τό δρᾶμα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως μετά τήν παρακοή.
Στήν μία συνοδεία, κέντρο εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Κύριος τῆς ζωῆς.
Καί στήν ἄλλη, τό θῦμα τοῦ τραγικοῦ θανάτου, ὁ «τεθνηκώς υἱός, μονογενής τῇ μητρί αὐτοῦ».
Ἕνα νεκρό παιδί, μιᾶς χήρας μάνας, νά ὁδηγεῖται πρός ἐνταφιασμό ἔξω ἀπό τήν πόλη. Καί ἐνῶ αὐτός ὁ ἄψυχος υἱός ''ἐξεκομίζετο'', ἕνα ἄλλο τραγικό πρόσωπο, ἡ μητέρα του, μέ τήν παρουσία της, σερνάμενη πίσω ἀπό τόν νεκρό της γυιό, τόν μονογενῆ, μεταβαλλόταν σέ πολλαπλασιαστή τῆς λύπης καί τοῦ ὁδυρμοῦ. Τώρα πλέον, ὡς χήρα πού ἦταν ἀπό πρίν, δέν θά εἶχε κανέναν νά τήν στηρίξει στήν ζωή καί νά τήν συντροφεύσει στά σκληρά γεράματα, πού σιγά-σιγά θά ἔρχονταν ἐπάνω της.
Ὅσο σκληρός καί ἄν εἶναι κάποιος, δέν μπορεῖ παρά νά λυγίζει μπροστά σέ τέτοια γεγονότα, ὅταν μάλιστα σκεφθεῖ, ὅτι ἡ καθημερινότητα πού ζοῦμε εἶναι μεστή τέτοιων ὀδυνηρῶν γεγονότων, Τότε, ἐάν τοῦ λείπει ἡ πίστις, θά καταντήσει, εἴτε στό ἕνα ἄκρο, τῆς ἀναλγησίας, εἴτε στό ἄλλο ἄκρο, τῆς ἀπελπισίας. Κινδυνεύει δηλαδή νά πέσει στό βάραθρο τοῦ μαρασμοῦ καί τῆς ἀπογοητεύσεως καί, τό ἀκόμα χειρότερο, ἀκόμη καί νά ἐπιλέξει τήν ζοφερή κατάσταση τοῦ αὐτοχειριασμοῦ.
Μακρυά ὅμως ἀπό ἐμᾶς τέτοιες καταστάσεις, πού ἀρρωσταίνουν τόν ἄνθρωπο, καί πού, διά τῶν συνεπειῶν τῆς ἀπιστίας, τόν ὁδηγοῦν στόν τάφο πρίν ἔλθει ἡ ὥρα του.
Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί Χριστιανοί, ὅλα τά θλιβερά περιστατικά, πόσο μᾶλλον τό γεγονός τοῦ θανάτου, τά ἀντιμετωπίζουμε μέ τήν ἐλπίδα πού ἑδράζεται στό ἀρραγές θεμέλιο τῆς πίστεως στόν Χριστό. Γι᾽ αὐτό, καί μέ διάθεση μαθητείας καί πνεῦμα ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης, παρακολουθοῦμε τά ὅσα μᾶς περιγράφει τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα: «Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος, ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾽ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε».
Ἀλλά ὑπάρχει ἐδῶ ἔστω καί ἡ ἐλαχίστη ἀμφιβολία περί τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Κυρίου; Ἀκόμα καί ὅταν τά πράγματα φαίνονται, κατ᾽ ἄνθρωπον, νά ἐξελίσσονται διαφορετικά ἀπ᾽ ὅ,τι κανείς ἀναμένει, εἶναι δυνατόν ὁ Ἰησοῦς νά παύει νά μᾶς πονᾶ, νά μᾶς εὐσπλαγχνίζεται, καί φυσικά νά μᾶς ἐνισχύει; Εἶναι δυνατόν νά ἀγνοεῖ ποιό εἶναι τό συμφέρον μας στήν κάθε περίσταση;
Ἀλλοίμονο, ἀδελφοί μου, ἐάν ὁ ὄγκος τῆς θλίψεως, πού κάθε φορά ἀντιμετωπίζουμε, μᾶς ὁδηγεῖ στό νά προσδώσουμε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τέτοιου εἴδους κατηγορία. Γι᾽ αὐτό, καί ἀφοῦ ὁ Χριστός προτρέπει τήν χαροκαμμένη μητέρα νά παύσει νά κλαίει, εὐθύς ἀμέσως «ἥψατο τῆς σοροῦ· οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι». «Νέε μου, σέ σένα μιλάω. Σήκω ὄρθιος»!
Αὐτό ἦταν! Καί ἀμέσως ἀναστήθηκε ὁ νεκρός! Δέν θά μποροῦσε, ἄλλωστε, νά εἶχε συμβεῖ διαφορετικά, ἀφοῦ προστάζει ὁ Παντοκράτωρ, ὁ «ζωῆς ὁ κυριεύων καί τοῦ θανάτου». Καί ὁ ἱερός Λουκᾶς, (μέ τήν ὀξυτάτη ἰατρική του παρατηρητικότητα) σημειώνει: «Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν· καὶ ἔδωσεν αὐτὸν τῇ μητρί αὐτοῦ»!
Τό κύμα τοῦ θάμβους τῆς ἀναστάσεως τοῦ ''νεανίσκου'' πλημμύρισε τήν καρδιά τῆς μητέρας του, ἀλλά καί ὅλων ἐκείνων που παρευρίσκονταν ἐνώπιον τοῦ συγκλονιστικοῦ καί ἀναπάντεχου αὐτοῦ γεγονότος. Τοῦ γεγονότος, πού μαζί μέ τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ φανερώνει ὅτι ὁ θάνατος τοῦ σώματος δέν εἶναι ἕνα τελεσίδικο γεγονός στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μόνο προσωρινό. Ναί, προσωρινό, ἀφοῦ, ὄχι μόνο ''προσδοκοῦμεν ἀνάστασιν νεκρῶν'', ἀλλά καί ''ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος''.
Δόξα τῷ Θεῷ, πράγματι, ὁ θάνατος, τό ὄντως φοβερό αὐτό γεγονός, δέν εἶναι παρά κάτι τό προσωρινό. Καί τοῦτο διότι, διά τοῦ θανάτου καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος δέν εἶναι πλέον ἀθάνατος. Ἔρχεται καί γι᾽ αὐτόν τό τέλος του, κατά τήν μέλλουσα Κοινή Ἀνάσταση.
Ὅμως, μεγαλύτερη σημασία γιά μᾶς δέν ἔχει ὁ θάνατος τοῦ σώματος, ἀλλά ὁ ''θάνατος τῆς ψυχῆς''. Ἐπειδή ὅμως ἡ ἀνθρώπινη ψυχή δέν πεθαίνει, ὄχι βεβαίως ἀπό δική της φυσική ἱκανότητα καί δυνατότητα, ἀλλά ἐπειδή ἔτσι τήν δημιούργησε ὁ Τριαδικός Θεός, μέ τόν ὅρο ''θάνατος τῆς ψυχῆς'' δέν ἐννοοῦμε ἄλλο παρά τόν θάνατο λόγῳ τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία τελικά ἀποξενώνει τήν ψυχή ἀπό τόν Δημιουργό της, μέ ὅλες βεβαίως τίς φοβερές συνέπειες, πού μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς στό Εὐαγγέλιο.
Τό πῶς τώρα ἀντιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος τό ἀναπόφευκτο γεγονός τοῦ θανάτου, τοῦτο ἐξαρτᾶται ἀπολύτως ἀπό τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο. Ἀπό τόν βαθμό τοῦ πιστεύω του, ἤ τῆς ἀπιστίας του.
Ὅσο σκληρός καί ἄν εἶναι κάποιος, δέν μπορεῖ παρά νά λυγίζει μπροστά σέ τέτοια γεγονότα, ὅταν μάλιστα σκεφθεῖ, ὅτι ἡ καθημερινότητα πού ζοῦμε εἶναι μεστή τέτοιων ὀδυνηρῶν γεγονότων, Τότε, ἐάν τοῦ λείπει ἡ πίστις, θά καταντήσει, εἴτε στό ἕνα ἄκρο, τῆς ἀναλγησίας, εἴτε στό ἄλλο ἄκρο, τῆς ἀπελπισίας. Κινδυνεύει δηλαδή νά πέσει στό βάραθρο τοῦ μαρασμοῦ καί τῆς ἀπογοητεύσεως καί, τό ἀκόμα χειρότερο, ἀκόμη καί νά ἐπιλέξει τήν ζοφερή κατάσταση τοῦ αὐτοχειριασμοῦ.
Μακρυά ὅμως ἀπό ἐμᾶς τέτοιες καταστάσεις, πού ἀρρωσταίνουν τόν ἄνθρωπο, καί πού, διά τῶν συνεπειῶν τῆς ἀπιστίας, τόν ὁδηγοῦν στόν τάφο πρίν ἔλθει ἡ ὥρα του.
Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί Χριστιανοί, ὅλα τά θλιβερά περιστατικά, πόσο μᾶλλον τό γεγονός τοῦ θανάτου, τά ἀντιμετωπίζουμε μέ τήν ἐλπίδα πού ἑδράζεται στό ἀρραγές θεμέλιο τῆς πίστεως στόν Χριστό. Γι᾽ αὐτό, καί μέ διάθεση μαθητείας καί πνεῦμα ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης, παρακολουθοῦμε τά ὅσα μᾶς περιγράφει τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα: «Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος, ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾽ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε».
Ἀλλά ὑπάρχει ἐδῶ ἔστω καί ἡ ἐλαχίστη ἀμφιβολία περί τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Κυρίου; Ἀκόμα καί ὅταν τά πράγματα φαίνονται, κατ᾽ ἄνθρωπον, νά ἐξελίσσονται διαφορετικά ἀπ᾽ ὅ,τι κανείς ἀναμένει, εἶναι δυνατόν ὁ Ἰησοῦς νά παύει νά μᾶς πονᾶ, νά μᾶς εὐσπλαγχνίζεται, καί φυσικά νά μᾶς ἐνισχύει; Εἶναι δυνατόν νά ἀγνοεῖ ποιό εἶναι τό συμφέρον μας στήν κάθε περίσταση;
Ἀλλοίμονο, ἀδελφοί μου, ἐάν ὁ ὄγκος τῆς θλίψεως, πού κάθε φορά ἀντιμετωπίζουμε, μᾶς ὁδηγεῖ στό νά προσδώσουμε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τέτοιου εἴδους κατηγορία. Γι᾽ αὐτό, καί ἀφοῦ ὁ Χριστός προτρέπει τήν χαροκαμμένη μητέρα νά παύσει νά κλαίει, εὐθύς ἀμέσως «ἥψατο τῆς σοροῦ· οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι». «Νέε μου, σέ σένα μιλάω. Σήκω ὄρθιος»!
Αὐτό ἦταν! Καί ἀμέσως ἀναστήθηκε ὁ νεκρός! Δέν θά μποροῦσε, ἄλλωστε, νά εἶχε συμβεῖ διαφορετικά, ἀφοῦ προστάζει ὁ Παντοκράτωρ, ὁ «ζωῆς ὁ κυριεύων καί τοῦ θανάτου». Καί ὁ ἱερός Λουκᾶς, (μέ τήν ὀξυτάτη ἰατρική του παρατηρητικότητα) σημειώνει: «Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν· καὶ ἔδωσεν αὐτὸν τῇ μητρί αὐτοῦ»!
Τό κύμα τοῦ θάμβους τῆς ἀναστάσεως τοῦ ''νεανίσκου'' πλημμύρισε τήν καρδιά τῆς μητέρας του, ἀλλά καί ὅλων ἐκείνων που παρευρίσκονταν ἐνώπιον τοῦ συγκλονιστικοῦ καί ἀναπάντεχου αὐτοῦ γεγονότος. Τοῦ γεγονότος, πού μαζί μέ τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ φανερώνει ὅτι ὁ θάνατος τοῦ σώματος δέν εἶναι ἕνα τελεσίδικο γεγονός στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μόνο προσωρινό. Ναί, προσωρινό, ἀφοῦ, ὄχι μόνο ''προσδοκοῦμεν ἀνάστασιν νεκρῶν'', ἀλλά καί ''ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος''.
Δόξα τῷ Θεῷ, πράγματι, ὁ θάνατος, τό ὄντως φοβερό αὐτό γεγονός, δέν εἶναι παρά κάτι τό προσωρινό. Καί τοῦτο διότι, διά τοῦ θανάτου καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος δέν εἶναι πλέον ἀθάνατος. Ἔρχεται καί γι᾽ αὐτόν τό τέλος του, κατά τήν μέλλουσα Κοινή Ἀνάσταση.
Ὅμως, μεγαλύτερη σημασία γιά μᾶς δέν ἔχει ὁ θάνατος τοῦ σώματος, ἀλλά ὁ ''θάνατος τῆς ψυχῆς''. Ἐπειδή ὅμως ἡ ἀνθρώπινη ψυχή δέν πεθαίνει, ὄχι βεβαίως ἀπό δική της φυσική ἱκανότητα καί δυνατότητα, ἀλλά ἐπειδή ἔτσι τήν δημιούργησε ὁ Τριαδικός Θεός, μέ τόν ὅρο ''θάνατος τῆς ψυχῆς'' δέν ἐννοοῦμε ἄλλο παρά τόν θάνατο λόγῳ τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία τελικά ἀποξενώνει τήν ψυχή ἀπό τόν Δημιουργό της, μέ ὅλες βεβαίως τίς φοβερές συνέπειες, πού μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς στό Εὐαγγέλιο.
Τό πῶς τώρα ἀντιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος τό ἀναπόφευκτο γεγονός τοῦ θανάτου, τοῦτο ἐξαρτᾶται ἀπολύτως ἀπό τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο. Ἀπό τόν βαθμό τοῦ πιστεύω του, ἤ τῆς ἀπιστίας του.
Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀποδεχθεῖ τήν Χάρη καί ἔχει λάβει τήν εὐλογία νά ἐκτρέφει, μέσα στήν ὕπαρξή του, τήν πίστη πρός τόν Χριστό, ἐάν δηλαδή πιστεύει, ἀλλά καί ἐφαρμόζει, ὅλα ὅσα διδάσκει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία καί ἔχει φιλιωθεῖ μέ τόν Θεόν διά τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως, τό γεγονός τοῦ θανάτου, στήν προσωπική του ζωή, τό ἀναμένει εἰρηνικά. Τό νά ἀναμένει τόν θάνατο κάποιος χωρίς σύγχυση καί ταραχή, γνωρίζοντας ὅτι, ἡ μέν ψυχή του θά μεταφερθεῖ, ὑπό τοῦ φύλακος Ἀγγέλου στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ καί κατόπιν θά μεταβεῖ καί θά καταταγεῖ ἐκεῖ ὅπου ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἑτοίμασε τόπο γιά τόν ἑαυτό του καθ᾽ ὅλη του τήν ζωή, τό δέ σῶμα του θά καλύψει ἡ γῆ ''ἐξ ἧς ἐλήφθη», μέχρις ὅτου ὁ Χριστός νά τό ἀναστήσει κατά τήν Κοινή Ἀνάσταση, εἶναι γνώρισμα τοῦ πιστοῦ Χριστιανοῦ.
Ἐάν ὅμως, ἀντιθέτως, ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος ἔχει περάσει στό ἀπέναντι στρατόπεδο τοῦ ἐχθροῦ, ἐάν δηλαδή εἶναι ἄθεος καί ἄπιστος - ὦ τῆς ἀνοησίας του! - τότε, παρά τούς ἐξωτερικούς καί θεατρινίστικους παλληκαρισμούς, πού ἴσως ἐπιδεικνύει στό περιβάλλον του, ἐπί τῆς οὐσίας τρέμει σάν τό φθινοπωρινό φύλλο στήν σκέψη, ὅτι ὁσονούπω ό δρέπανος τοῦ θανάτου θά τοῦ θερίσει τήν ζωή.
Καί βεβαίως, τό γεγονός αὐτό τοῦ θανάτου, ἀποτελεῖ μία φοβερή πραγματικότητα τοῦ ἀθέου καί ἀπίστου, ἀφοῦ τοῦ θεοτεύκτου δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου, τό σῶμα, ἐξευτελισμένο καί βασανισμένο ἀπό τήν ποικίλη ἁμαρτία πού ἐνέχεται στήν ἀθεΐα, καί ξεχειλισμένο ἀπό τό μίσος κατά τοῦ Θεοῦ, ὡς σαρκοφαγωμένο ροῦχο καί μολυσμένο ἱμάτιο, θά πεταχθεῖ, νεκρό πλέον, μέσα στόν κλίβανο καί στήν φωτιά τοῦ ἀποτεφρωτῆρα, ἡ ὁποία προφανῶς καί προεικονίζει τό ἄστεκτο καί αἰώνιο πῦρ τῆς Κολάσεως, καί τά συναφῆ βάσανα πού ἀναμένουν ἐκεῖ τήν ψυχή αὐτή.
Ἀπό πολλά σημεῖα καί σημάδια, κρίνεται ἡ ὅλη στάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στήν μοναδική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁπωσδήποτε ὅμως, ὁ θάνατος καί ἡ ἀντιμετώπισίς του εἶναι ἕνα κριτήριο, ὄχι μόνο γιά τό τί θεωρεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἀναμένει τήν ψυχή του μετά τόν χωρισμό της ἐκ τοῦ σώματος, ἀλλά καί γιά τήν ἐπιλογή τῆς ἀποτέφρωσης ἤ ὄχι, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει τήν σοβαρότητα ἤ τήν ἀνοησία μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος διήνυσε καί κατέγραψε τόν βίο του καί τήν πολιτεία του σέ αὐτήν τήν μοναδική καί ἄνευ ἄλλης εὐκαιρίας ζωή.
Θά λέγαμε μάλιστα, ὅτι ἡ ἐπιλογή ἀπό τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο τῆς τελευταίας πράξεως πού θά ἐφαρμόσουν στό σῶμα του οἱ ἄλλοι, ἀποτελεῖ καί τήν ὑπογραφή, εἴτε γιά τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, εἴτε γιά τήν αὐτοπαράδοσή του στά φοβερά τελώνια, πού μέ θανάσιμο μῖσος ἐπιδιώκουν καί προσπαθοῦν νά ἀποσπάσουν τήν κάθε ψυχή ἀπό τόν φύλακά της ἄγγελο καί νά τήν ὁδηγήσουν στό σκοτεινό καί ὀδυνηρό τους βασίλειο.
Εἶναι πολύ χαρακτηριστικός ὁ στίχος, μέ τόν ὁποῖο κλείνει τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα: «Ἔλαβε δὲ φόβος πάντας, καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ».
Ναί, ὡς πιστοί, παρά τίς ἀδυναμίες μας, δοξάζουμε τόν Θεό γιά τό ὅτι μᾶς ἐπισκέφθηκε ντυμένος τήν ἀνθρώπινη φύση στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί γιά τό ὅτι ἔχουμε τήν δυνατότητα νά ἑνωθοῦμε μαζί Του, καί ταυτόχρονα νά δεόμεθα ἐκ μέσης καρδίας καί νά εὐχόμεθα ώστε νά εἶναι «χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά», καὶ νά ἔχομε «καλὴν ἀπολογίαν» ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ.Εἴθε νά μᾶς τά χαρίσει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Ἰωήλ Κωνστάνταρος
Ἐάν ὅμως, ἀντιθέτως, ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος ἔχει περάσει στό ἀπέναντι στρατόπεδο τοῦ ἐχθροῦ, ἐάν δηλαδή εἶναι ἄθεος καί ἄπιστος - ὦ τῆς ἀνοησίας του! - τότε, παρά τούς ἐξωτερικούς καί θεατρινίστικους παλληκαρισμούς, πού ἴσως ἐπιδεικνύει στό περιβάλλον του, ἐπί τῆς οὐσίας τρέμει σάν τό φθινοπωρινό φύλλο στήν σκέψη, ὅτι ὁσονούπω ό δρέπανος τοῦ θανάτου θά τοῦ θερίσει τήν ζωή.
Καί βεβαίως, τό γεγονός αὐτό τοῦ θανάτου, ἀποτελεῖ μία φοβερή πραγματικότητα τοῦ ἀθέου καί ἀπίστου, ἀφοῦ τοῦ θεοτεύκτου δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου, τό σῶμα, ἐξευτελισμένο καί βασανισμένο ἀπό τήν ποικίλη ἁμαρτία πού ἐνέχεται στήν ἀθεΐα, καί ξεχειλισμένο ἀπό τό μίσος κατά τοῦ Θεοῦ, ὡς σαρκοφαγωμένο ροῦχο καί μολυσμένο ἱμάτιο, θά πεταχθεῖ, νεκρό πλέον, μέσα στόν κλίβανο καί στήν φωτιά τοῦ ἀποτεφρωτῆρα, ἡ ὁποία προφανῶς καί προεικονίζει τό ἄστεκτο καί αἰώνιο πῦρ τῆς Κολάσεως, καί τά συναφῆ βάσανα πού ἀναμένουν ἐκεῖ τήν ψυχή αὐτή.
Ἀπό πολλά σημεῖα καί σημάδια, κρίνεται ἡ ὅλη στάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στήν μοναδική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁπωσδήποτε ὅμως, ὁ θάνατος καί ἡ ἀντιμετώπισίς του εἶναι ἕνα κριτήριο, ὄχι μόνο γιά τό τί θεωρεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἀναμένει τήν ψυχή του μετά τόν χωρισμό της ἐκ τοῦ σώματος, ἀλλά καί γιά τήν ἐπιλογή τῆς ἀποτέφρωσης ἤ ὄχι, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει τήν σοβαρότητα ἤ τήν ἀνοησία μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος διήνυσε καί κατέγραψε τόν βίο του καί τήν πολιτεία του σέ αὐτήν τήν μοναδική καί ἄνευ ἄλλης εὐκαιρίας ζωή.
Θά λέγαμε μάλιστα, ὅτι ἡ ἐπιλογή ἀπό τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο τῆς τελευταίας πράξεως πού θά ἐφαρμόσουν στό σῶμα του οἱ ἄλλοι, ἀποτελεῖ καί τήν ὑπογραφή, εἴτε γιά τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, εἴτε γιά τήν αὐτοπαράδοσή του στά φοβερά τελώνια, πού μέ θανάσιμο μῖσος ἐπιδιώκουν καί προσπαθοῦν νά ἀποσπάσουν τήν κάθε ψυχή ἀπό τόν φύλακά της ἄγγελο καί νά τήν ὁδηγήσουν στό σκοτεινό καί ὀδυνηρό τους βασίλειο.
Εἶναι πολύ χαρακτηριστικός ὁ στίχος, μέ τόν ὁποῖο κλείνει τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα: «Ἔλαβε δὲ φόβος πάντας, καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ».
Ναί, ὡς πιστοί, παρά τίς ἀδυναμίες μας, δοξάζουμε τόν Θεό γιά τό ὅτι μᾶς ἐπισκέφθηκε ντυμένος τήν ἀνθρώπινη φύση στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί γιά τό ὅτι ἔχουμε τήν δυνατότητα νά ἑνωθοῦμε μαζί Του, καί ταυτόχρονα νά δεόμεθα ἐκ μέσης καρδίας καί νά εὐχόμεθα ώστε νά εἶναι «χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά», καὶ νά ἔχομε «καλὴν ἀπολογίαν» ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ.Εἴθε νά μᾶς τά χαρίσει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Ἰωήλ Κωνστάνταρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου