Ο θαμμένος δεν μπορεί να αλλάξει παπούτσια,αναπαύεται με ότι του φορούν την ημέρα της κηδείας, θα μου πείτε.
Έλα όμως που ο θείος Πέτρος, χωρίς να σηκώνεται καθόλου από το χωμάτινο κρεβάτι, φόρεσε καινούρια παπούτσια. Αμίλητος. Ατάραχος.
Επέτρεψε στα λυμένα κοκαλάκια των ποδιών του, να μπουν μετά από πολλά χρόνια, σε καινούρια παπούτσια.
Κι εδώ, αν δεν αλλάξω τον τρόπο που ξεκίνησα το διήγημά μου,σίγουρα θα νομίσετε ότι ο συγχωρεμένος θείος ήταν βρικόλακας, ενώ κάτι τέτοιο δεν αληθεύει.
Ένας κουρελιασμένος συγχωριανός ήταν, που άλλαξε ζωή ξυπόλητος, λίγα χρόνια πριν τον πόλεμο.
Φτωχός ως το μεδουλι,μόλις έπιασε τα σαράντα, αισθάνθηκε το βλέμμα του να βαραίνει.Τα φρύδια του έγειραν σαν δυο μικρούς φράχτες,που δεν αντέχουν στην δίνη των ανέμων.Δεν μπορούσε να διακρίνει ούτε το μικρό κοπάδι, στο απέναντι λαγκάδι.
«Αλήθεια, πότε ήμουν τελευταία με τα πρόβατα μου;»αναρωτιόταν ο ανήμπορος άντρας στο κρεβάτι του πόνου,καθώς παρατηρούσε απ’ το θολό τζάμι στην αυλή του χαμόσπιτου το σκύλο που τον περίμενε ακίνητος σαν ξύλινο άγαλμα.
Στο χωριό όλοι είχαν κι από ένα γάιδαρο.Και ήταν δεμένοι με τα ζωντανά τους.
Πονούσαν για αυτά περισσότερο κι απ’ τον εαυτό τους.
Το έδειχναν κάθε φορά που κουβαλούσαν μόνοι τους τα πράγματα έως το κεφαλοχώρι.
Μάλιστα, όταν κάποιος πουλούσε ή έσφαζε κάποιο ερίφι, ο φόβος και η θλίψη πλάκωνε και τα υπόλοιπα ζώα.
Το έβλεπες στις κότες, που ανεβοκατέβαιναν στα καπνισμένα ξύλα της οροφής, σαστισμένες.Δεν ήθελαν να δουν αίμα και τρόμαζαν με το παραμικρό γκάρισμα.
Το σπίτι του θείου Πέτρου ήταν μικρό και το αργό ροχαλητό ακολουθούσε το κόχλασμα του τσουκαλιού,κάνοντας τα παιδιά του να πιστεύουν ότι το φαγί βράζει ακόμα…
Έτσι τελείωναν όμορφα τα όνειρα που ξεκινούσαν πεινασμένα από βραδύς.
Ζώα και άνθρωποι, μπαινόβγαιναν από την ίδια πόρτα.
Πρώτα έμπαιναν οι κότες, μετά ο ταλαίπωρος Θείος Πέτρος.
Ακολουθούσε η αγελάδα με το μοσχαράκι της,ύστερα ο Σίμος, η μάνα και τα μικρά κορίτσια.
Στο τέλος, κάτω από την πόρτα, τρυπούσε ο σκύλοςπου η φλόγα της φωτιάς μεγάλωνε την σκιά του λες κι ήταν τέρας.
Τα μάτια της αγελάδας γυάλιζαν στο μισοσκόταδο σαν αλαβάστρινα ποτηράκια.
Ήταν φανερό ότι το θλιβερό της βλέμμα εκλιπαρούσε μια σαφήνεια.
«Είναι δυνατόν να ζήσεις μια ζωή, με αναμμένη φωτιά, διπλά στην κοιλιά σου..;»
Ο Θείος Πέτρος και η γυναίκα του,ξάπλωναν σε ένα πρόχειρο ξύλινο κρεβάτι,
που έκανε και τον αποθηκευτικό χώρο.
Εκεί κάτω έκρυβαν τις ελάχιστες τροφές.
Πολλές φορές ο Σίμος σκέφτηκε να χωθεί και να γλύψει λίγη ζάχαρη, αλλά ποτέ δεν βρήκε το κουράγιο.
Φοβόταν σαν να παραβίαζε το άβατο ιερό.Έτσι, ο μικρός κοιμόταν με ένα ανεκπλήρωτο πόθο,που όλο και μεγάλωνε.
Το πατημένο άχυρο έπεφτε σαν χιόνι γύρω απ’ το κρεβάτι των γονιών, κάνοντας τα μικρά παιδιά που ξάπλωναν τριγύρω,να φτερνίζονται όλη νύχτα.
Η υγρασία στα πέτρινα τοιχώματα, τους λιμάριζε αργά τα κοκαλάκια τους.
Αυτή την εικόνα φύλαγε στην μνήμη του ο Σίμος, και μερικά χρόνια μετά το αφηγείτο στην οικοδομή που δούλευε όταν καθόμασταν για το κολατσιό.
Κάποιοι, περίεργοι για το μέγεθος της φτώχιας του,τον παρακαλούσαν να συνεχίζει,και ο Σίμος έλεγε όμορφα το πόνο του, σαν παραμύθι της ανατολής.
– “Ο πατέρας δεν γνώριζε τι σημαίνει ανάπαυλα ως την ημέρα που έπιασε το κρεβάτι.
Η μανά πάλευε μέρα νύχτα να μας χορτάσει.Οι τσουκνιθόπητες της, και χωρίς λάδι, ήταν όνειρο.Έτσι μάθαμε να γλύφουμε τα δάχτυλα μας.
Και ο χρόνος περνούσε, μέχρι που γεννούσαν τα πρόβατα μας.
Τότε κάναμε μια μικρή γιορτή. Αλλά κι αυτό δεν κράτησε πολύ.
Στα δεκαπέντε μου είδα τον πατέρα μου να γέρνει ξαφνικά σαν ξεριζωμένη αμυγδαλιά.Ο βήχας του έγινε αβάσταχτος.
«Πατέρα, αύριο θα κατέβω να φέρω τον γιατρό»του είπα ένα βράδυ, όπως καθόμασταν γύρω από την φωτιά.
Το πρόσωπο του χλόμιασε και η φωνή του βράχνιασε, σαν το απελπισμένο βέλασμα των αρνιών, λίγο πριν την σφαγή.
«Δεν ωφελεί παιδί μου. Με θέλει ο θάνατος. Μ’ έβαλε σημάδι!»–μου απάντησε ήρεμος σαν να είχε συμφωνήσει κάτι απίθανο με το χάρο.
Το λιοπύρι του Αυγούστου έσφιγγε σαν πυρωμένο τσέρκι, αλλά ο πατέρας κάτω από τα σκεπάσματα πάγωνε όλο και περισσότερο.
«Τα πόδια μου κρυώνουν, ας μου τα ζεστάνει κάποιος!»– παραπονιόταν συλλαβιστά καθώς προσπαθούσε να κουνήσει τα δάχτυλα των ποδιών.
Φαίνεται το αίμα άρχιζε απότομα να πήζει.
Το σώμα του πέτρωσε όπως το ξεσκέπαστο τσιμέντο στην βροχή.
Οι λέξεις του γλιστρούσαν αργά, σαν το λιγοστό νερό στο ρέμα.
«Κρυώνω, τα πόδια μου πετρώσανε. Θεέ μου, γιατί τόση παγωνιά!»-έλεγε ασταμάτητα ο καημένος, καθώς τρίβαμε και χαϊδεύαμε το αποκαμωμένο κορμί του.
Η κάψα του καλοκαιριού φούντωνε.
Είχαμε ακόμη λίγο τυρί και λίγο βούτυρο για το γιατρό, αλλά ο πατέρας δεν συμφωνούσε να το δώσουμε.
«Θα σηκωθώ» είπε, αλλά δε σηκώθηκε ποτέ από το κρεβάτι.
Ο Γενάρης τον βρήκε στο κρεβάτι. Μισό άνθρωπος.
Έξω ο καιρός τρελάθηκε, κι εκείνος όδευε προς το τέλος,ήσυχα, συνειδητά,
λες και ετοιμαζόταν να περάσει σ’ ένα βασιλικό δωμάτιο, να πάρει ένα βαθύ ύπνο.
Ξαφνικά τα μάτια του έκλεισαν εντελώς, ενώ τα χείλια του τραβήχτηκαν λίγο δεξιά,
λες και δυσκολευόταν να συγκρατήσει ένα ξαφνικό γέλιο.
Τότε πέσαμε όλοι πάνω του και σφίγγαμε το σώμα του, καθώς εκείνος έσβηνε.
Το παράπονο του γλιστρούσε από τα λοξά σφιγμένα του χείλη,
αργά, αργά.
«Κρυώνω. Γιατί δεν έχω παπούτσια; Τα πόδια μου κοκάλωσαν!»έλεγε με αλλοιωμένη φωνή, ενώ τα δάκρια μας έγιναν ρυάκι και πότιζαν ως βαθιά το αχυρένιο του στρώμα.
Στο χάραμα έσβησε γελαστός.
Ρημαγμένος από το κλάμα, ορκίστηκα πάνω στο κορμί του, πώς μια μέρα θα του έβρισκα δίχως άλλο, ένα ζευγάρι παπούτσια.
Ύστερα ριχτήκαμε στην αγκαλιά της μάνας και κλάψαμε με «ο..ι..ι» ως το μεσημέρι.
Κάποια στιγμή, τα δάκρια μας στέρεψαν.
Την άλλη μέρα τον παραδώσαμε στον Άδη,με μια γαλότσα και ένα παλιό στρατιωτικό σκαρπίνι,αν και ο Άδης δεν τον κοίταξε καθόλου στα πόδια.
Τον δέχτηκε μετά χαράς.
Μερικά χρόνια μετά, πήγα και τον ξαναβρήκα.
Πώς θα ξεχνούσα άλλωστε, τον λόγο που έδωσα πάνω στην ώρα που έσβηνε.
Σιωπηλός έσκαψα το χώμα και έβαλα τα λυμένα κοκαλάκια των ποδιών του, στα καινούρια παπούτσια.
Τώρα είμαι ήρεμος.
Ο πατέρας μου όπως όλοι κάτοικοι του υπεδάφους, περιπατάει με καινούρια παπούτσια…”
Αλέξανδρος Χρηστομάνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου