Γεύση παραδείσου στὴν καρδιὰ τῆς Ρωσίας.
Τοῦ πατρὸς Νεκταρίου Ἀντωνοπούλου.
Ἡγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Σαγματὰ
Πράγματι τὸν Ἰούνιο τοῦ 2002 τὴν ἐπισκέφθηκα στὴν κατοικία της. Μένει στὸ ἰσόγειο μιᾶς παλιᾶς πολυκατοικίας. Τὸ μικρὸ διαμέρισμα τῆς ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕνα δωμάτιο, ἕνα στενὸ διάδρομο καὶ μία μικρὴ κουζίνα, ἀνήλιο καὶ ἀπεριποίητο, σὲ ἄθλια κατάσταση, ὅπως...
ἄλλωστε καὶ ὅλη ἢ πολυκατοικία. Ἢ γερόντισσα μένει μὲ τὴν κόρη της καὶ τὴν ἐγγονή της. Ὃ τοῖχος πάνω ἀπὸ τὸ κρεβάτι τῆς εἶναι καλυμμένος ἀπὸ εἰκόνες καὶ στὴν γωνία ὑπάρχει ἕνα τραπεζάκι μὲ ἀκοίμητο καντήλι.
Μᾶς ὑποδέχθηκε ὅλο χαρά: «Καλῶς ὁρίσατε! Τί μεγάλη εὐλογία εἶναι αὐτή, νὰ ἔρθετε σὲ μένα τὴν ἁμαρτωλή...». Πῆρε ἀπὸ τὸ τραπέζι ἕνα καὶ μοναδικὸ πορτοκάλι καὶ μοῦ τὸ ἔδωσε.
«Τὸ φύλαγα γιὰ σένα», συνέχισε.
«Ξέρεις πρὶν ἀπὸ ἕνα μήνα ἤμουν πολὺ ἄσχημα. Ἄρχισαν νὰ μὲ ἐγκαταλείπουν οἱ δυνάμεις μου, ἔπεσε ἢ πίεσή μου καὶ κατάλαβα ὅτι σύντομα θὰ φύγω γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι. Ἦρθε ὃ ἱερέας καὶ μὲ κοινώνησε, ἀποχαιρέτισα τοὺς δικούς μου καὶ περίμενα. Κάποια στιγμὴ ὅμως θυμήθηκα τὰ λόγια σου καὶ τὴν ὑπόσχεσή σου. Παρακάλεσα τότε τὸν ἅγιο Λουκᾶ καὶ τοῦ εἶπα: «Ἅγιέ μου Λουκᾶ, ὃ π. Νεκτάριός μου εἶπε ὅτι σὲ ἕνα μήνα θὰ ἔρθει νὰ μὲ δεῖ. Ἂν θέλεις, ἄφησε μὲ νὰ ζήσω μέχρι τότε καὶ μετὰ ἂς φύγω. Πράγματι ὃ ἅγιος μὲ ἄκουσε, οἳ δυνάμεις μου ἐπανῆλθαν, ἢ πίεση ἀνέβηκε καὶ τώρα εἶμαι καλά». Τὴν ἄκουσα μὲ ἔκπληξη καὶ κάπως ἀμήχανά της εἶπα: «Μὰ καὶ ἐγὼ ἤθελα νὰ σὲ δῶ ζωντανή». Πολὺ χαριτωμένα ἀπάντησε. «Καὶ ἐγὼ προσπαθοῦσα νὰ ζήσω».
Τὴν ρωτήσαμε γιὰ τὴν ζωή της.
«Γεννήθηκα τὸ 1906. Ἔζησα πάρα πολλὰ στὴν ζωή μου. Φτώχεια, πείνα, δυστυχία, ἐπαναστάσεις, πολέμους...».
Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι ἢ Σεβαστούπολη ἀνήκει σὲ ἐκεῖνες τὶς πόλεις ποῦ ἔχουν ταλαιπωρηθεῖ ἰδιαίτερα. Λίγο μετὰ τὴν Ὀκτωβριανὴ ἐπανάσταση, ξέσπασε ὃ ἐμφύλιος πόλεμος μεταξὺ «Λευκῶν» καὶ «Κόκκινων», ὃ ὅποιος κράτησε σχεδὸν τέσσερα χρόνια. Ἑκατομμύρια οἳ νεκροὶ καὶ περισσότερα τὰ ἄλλα θύματα καὶ οἳ τραυματίες. Ἢ πλέον αἱματηρὴ φάση αὐτοῦ του πολέμου ἔλαβε χώρα στὴν Κριμαία. Μετὰ τὴν ἀποχώρηση τῶν «Λευκῶν», οἳ σφαγὲς ἔφτασαν στὸ ἀπόγειό τους. Μέσα σὲ ἑνάμισι μήνα ἐκτελέστηκαν περίπου 50.000 ἄνθρωποι. Εἰδικὰ ἢ Σεβαστούπολη ἔζησε ἡμέρες φρίκης καὶ γι' αὐτὸ ὀνομάστηκε «πόλη τῶν κρεμασμένων». Ἢ κεντρικὴ λεωφόρος ἦταν γεμάτη πτώματα. Ὅσους συνελάμβαναν τοὺς κρεμοῦσαν στοὺς δρόμους, γιὰ νὰ τρομοκρατήσουν τὸν πληθυσμό, ἐνῶ σὲ ὅλη τὴν πόλη κυριαρχοῦσαν ἀφίσες μὲ τὸ σύνθημα «θάνατος στοὺς προδότες».
Στὸν Β' Παγκόσμιο πόλεμο ἢ Σεβαστούπολη δοκίμασε καὶ πάλι τὴν
φρίκη τοῦ πολέμου. Τὸ μέρος εἶναι στρατηγικῆς σημασίας καὶ οἳ δύο ἀντίπαλοι πολέμησαν λυσσαλέα καὶ εἶχαν ἀμέτρητους νεκρούς. Ἢ Σεβαστούπολη κράτησε γιὰ 249 ἥμερες καὶ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα βομβαρδίστηκε ἀνελέητα. Ὅταν σταμάτησαν οἳ μάχες, μόνον ἑπτὰ κτήρια εἶχαν μείνει ὄρθια, ἢ ὑπόλοιπη πόλη εἶχε ἰσοπεδωθεῖ.
Ἢ γερόντισσα συνέχισε: «Πρῶτα ζήσαμε τὴν φρίκη τοῦ ἐμφυλίου πολέμου. Ἤμουν μικρὸ κορίτσι τότε καὶ ἢ πόλη μᾶς ἔζησε πολλὲς δυστυχίες. Χύθηκε πολὺ αἷμα τότε. Στὴν δεκαετία τοῦ '30 παντρεύτηκα καὶ ἀπέκτησα δύο κορίτσια. Σὲ λίγο ξέσπασε ὃ Β' Παγκόσμιος πόλεμος καὶ ὃ ἄνδρας μου ἔφυγε γιὰ τὸ μέτωπο. Οἳ Γερμανοὶ τὸν συνέλαβαν αἰχμάλωτο καὶ ἔμεινε ἀρκετὸ καιρὸ στὰ γερμανικὰ στρατόπεδα. Μετὰ τὸν πόλεμο οἳ αἰχμάλωτοι ἐπέστρεψαν, ἀλλὰ ὄχι στὰ σπίτια τους, τοὺς ἔστειλαν στὴν Σιβηρία Πράγματι αὐτὴ ἦταν ἢ παράλογη πολιτικὴ τοῦ Στάλιν. Οἳ ταλαίπωροι Ρῶσοι αἰχμάλωτοι, ὅσοι βέβαια ἐπέζησαν ἀπὸ τὶς κακουχίες τῶν γερμανικῶν στρατοπέδων, θεωρήθηκαν ἀπὸ τὸν Στάλιν μολυσμένοι ἀπὸ τὸ «μίασμα τοῦ καπιταλισμοῦ» καὶ γι' αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ ὑποβληθοῦν σὲ «ἀποτοξίνωση» καὶ ἀντικαπιταλιστικὴ θεραπεία. Ἔτσι λοιπὸν ὁδηγήθηκαν ὅλοι στὰ στρατόπεδα τοῦ Γκουλάγκ! Τὸν ἄνδρα μου δὲν τὸν ξαναεῖδα. Δὲν ἄντεξε στὶς κακουχίες καὶ πέθανε ἐκεῖ. Μὲ μεγάλες δυσκολίες μεγάλωσα τὰ δύο μου παιδιά. Μόνη μου παρηγοριὰ καὶ ἐλπίδα ἦταν ἢ πίστη στὸν Θεό. Ἀπὸ μικρὴ ἤμουν στὴν ἐκκλησία καὶ αὐτὸ μὲ στήριξε. Ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομά Του».
Γνωριμία μὲ τὸν ἅγιο Λουκᾶ
Γνώρισα τὸν ἅγιο Λουκᾶ τὸ 1951 καὶ αὐτὴ ἢ γνωριμία ἦταν ἢ μεγαλύτερη εὐλογία στὴν ζωή μου. Γιὰ δέκα χρόνια του ἐφτίαχνα τὰ πρόσφορά της Θ. Λειτουργίας καὶ δὲν ἔχανα τὰ κηρύγματά του. Τὸν ἐπισκεπτόμουν στὸ γραφεῖο του, μιλούσαμε συχνὰ καὶ πολλὲς φορὲς φάγαμε μαζί. Μᾶς βοήθησε πολὺ ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸν κόσμο. Ὃ ἴδιος πολλὲς φορὲς ἔμεινε νηστικὸς γιὰ νὰ ταΐζει τοὺς ἄλλους. Ὃ ἅγιος Λουκᾶς φαινόταν αὐστηρός, ὅμως δὲν ἦταν. Ὅταν τὸν πλησίαζα ἔβλεπα ἕναν γλυκύτατο ἄνθρωπο, γεμάτο ἀγάπη. Ὅλοι τὸν ἀγαπούσαμε καὶ τὸν θεωρούσαμε πατέρα μας. Παρόλο ποῦ ἢ κατάσταση ἦταν δύσκολη -ἢ Ἐκκλησία ἦταν ὑπὸ διωγμὸ καὶ κινδυνεύαμε νὰ χάσουμε τὶς δουλειὲς μᾶς- τρέχαμε κοντά του γιὰ νὰ ἀκούσουμε τὰ κηρύγματά του. Ἄλλα καὶ ὅταν τελείωνε ἢ Θ. Λειτουργία δὲν φεύγαμε, τὸν περιμέναμε καὶ τὸν ἀκολουθούσαμε μέχρι τὸ σπίτι του. Ὅταν φτάναμε, ἐκεῖνος γύριζε ὅλο ἀγάπη καὶ μᾶς εὐλογοῦσε. Ὅταν ἢ κόρη μου ἦταν μικρή, εἶχε πρόβλημα μὲ τὴν σκωληκοειδίτιδα καὶ οἱ γιατροὶ συνέστησαν ἐγχείριση. Τὴν πῆγα στὸν ἅγιο Λουκᾶ, τὴν ἐξέτασε καὶ μᾶς εἶπε: «Ὄχι, νὰ μὴν κάνει ἐγχείριση, δὲν εἶναι τίποτα». Πράγματι ἀπὸ τότε δὲν τὴν ξαναενόχλησε. Θυμᾶμαι ὅτι τὸν εἶχα δεῖ λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του. Ἦταν στὸ κρεβάτι του, πολὺ ἀδύναμος, δὲν μποροῦσε καλὰ - καλὰ νὰ μιλήσει. Μόνο κάτι μου ψιθύρισε καὶ πῆρα τὴν εὐχή του. Στὴν κηδεία τοῦ ἤμουν παροῦσα. Τὰ δύο βράδια ποῦ παρέμεινε τὸ σκήνωμά του στὸ ναὸ ἤμουν ἐκεῖ καὶ τοῦ διάβαζα τὸ ψαλτήρι. Τὸ δεύτερο βράδυ, καθὼς διάβαζα τὸ ψαλτήρι, τὸν εἶδα μπροστά μου ὁλοζώντανο. Καθόταν λίγο πιὸ πέρα κοντὰ σὲ ἕνα τραπέζι. Ἔμεινα ἄφωνη.
Τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας τοῦ ἔγινε μεγάλη μάχη μὲ τοὺς ἀστυνομικούς, ποῦ δὲν μᾶς ἐπέτρεπαν οὔτε νὰ μεταφέρουμε τὸ λείψανό του ἀπὸ τὸν κεντρικὸ δρόμο οὔτε νὰ ψάλλουμε. Δὲν θὰ ξεχάσω τὸ ἕξης καταπληκτικὸ γεγονός: Ὅταν δίναμε τὴν μάχη μὲ τοὺς ἀστυνομικοὺς πάνω ἀπὸ τὸ φέρετρό του, ἐμφανίστηκαν στὸν οὐρανὸ χιλιάδες περιστέρια ποῦ ἔκαναν κύκλους καὶ τιτίβιζαν. Ἀκολούθησαν ὅλη τὴν ἐκφορὰ τοῦ ἁγίου Λουκᾶ στὸν κεντρικὸ δρόμο μέχρι τὸ κοιμητήριο. Ἢ διάρκεια ἦταν περίπου τρεισήμισι ὧρες. Ὅλη αὐτὴ τὴν ὥρα ψάλλαμε τὸ «Ἅγιος ὃ Θεὸς» καὶ τὰ περιστέρια μᾶς ἀκολουθοῦσαν. Ὅταν φτάσαμε στὸ κοιμητήριο, τὰ περιστέρια κάθισαν πάνω στὴν στέγη τῆς ἐκκλησίας. Σὰν τελειώσαμε καὶ ἀρχίσαμε νὰ ἀποχωροῦμε, τὰ περιστέρια πέταξαν τιτιβίζοντας καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν τὰ ξαναεῖδε. Ἦταν χιλιάδες περιστέρια καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ προκάλεσε μεγάλη ἐντύπωση. Ἀκόμη καὶ οἱ «ἄθεοι» προβληματίστηκαν.
Ὅλα τὰ πνευματικά του παιδιὰ εἶχαν πεισθεῖ ὅτι ἐπρόκειτο περὶ ἁγίου. Δὲν εἴχαμε καμιὰ ἀμφιβολία καὶ ὅτι τοῦ ζητούσαμε στὴν προσευχή μας, μᾶς τὸ ἔδινε. Ἀπὸ τότε μὲ ἐπισκέφθηκε κάποιες φορές. Τὴν τελευταία φορὰ ποῦ ἦρθε πρόσεξα ὅτι τὸ ράσο τοῦ εἶχε λίγες λάσπες. Τὸ καθάρισα καὶ τοῦ εἶπα: «Δεσπότη μου, ποῦ λερώθηκες; Ἄλλη φορᾶ νὰ προσέχεις...».
Μᾶς ἦλθε στὸ μυαλὸ ἢ προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ γίνουμε σὰν τὰ παιδιὰ καὶ θαυμάσαμε τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ἀμεσότητά της.
Ἢ κούρα
«Ἢ κούρα μου ἔγινε τὸ 1997. Ἤθελα ἀπὸ πολὺ καιρὸ νὰ γίνω μοναχή, ἀλλὰ δὲν δινόταν ἢ εὐκαιρία. Τελικά, αὐτή μου τὴν ἐπιθυμία τὴν πληροφορήθηκε ὃ Μητροπολίτης μᾶς κ. Λάζαρος, ὃ ὅποιος ἔδωσε καὶ τὴν εὐλογία νὰ γίνει ἢ κούρα. Δὲν πῆγα σὲ μοναστήρι, γιατί δὲν ὑπάρχει κάποιο ἐδῶ κοντά. Ἐπιπλέον εἶμαι πολὺ μεγάλη σὲ ἡλικία καὶ γι' αὐτὸ ἀποφάσισα νὰ μείνω ἐδῶ. Χωρίσαμε τὸ δωμάτιο στὴν μέση μὲ τὴν κόρη μου (καὶ δείχνοντας τὸ κρεβάτι καὶ τὶς εἰκόνες συνέχισε) ἀπὸ ἐδῶ εἶναι τὸ μοναστήρι καὶ (δείχνοντας τὸ κρεβάτι τῆς κόρης τῆς ἀπέναντι) ἀπὸ ἐκεῖ εἶναι ὃ κόσμος.
Ἢ μέρα μου περνάει μὲ προσευχή. Τί ἄλλο νὰ κάνω; Μοναχὴ εἶμαι. Παλιότερα διάβαζα ὅλη τὴν ἡμέρα πολλὲς παρακλήσεις καὶ τοὺς χαιρετισμοὺς στὴν Παναγία. Τώρα δὲν βλέπω σχεδὸν καθόλου, οὔτε ἀκούω καλά. Μοῦ διαβάζει ἢ κόρη μου καὶ τὶς ὑπόλοιπες ὧρες κάνω κομποσχοίνι. Τὸ 'ἴδιο καὶ τὴν νύχτα, γιατί δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ πολύ. Λέω τὴν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μὲ τὴν ἁμαρτωλή». Προσεύχομαι γιὰ τὸν Δεσπότη μας, γιὰ τοὺς ἱερεῖς, γιὰ τοὺς μοναχούς μας ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Προσεύχομαι καὶ γιὰ ἐσένα νὰ σὲ ἔχει ὃ Θεὸς καλά. Σταμάτησε γιὰ λίγο καὶ μετὰ συνέχισε: «Ξέρεις σήμερα εἶμαι πολὺ χαρούμενη, ἀλλὰ καὶ πολὺ λυπημένη. Αὔριο εἶναι τῆς Ἀναλήψεως καὶ ὃ Χριστός μας θὰ φύγει. Χαίρομαι ποῦ θὰ ἀναληφθεῖ στοὺς οὐρανούς, ἀλλὰ πάλι λυπᾶμαι ποῦ θὰ φύγει... Ἐγὼ ἤθελα νὰ μείνει! Ἄλλα ὁπού νὰ 'ναι θὰ φύγω κι ἐγώ, εἶμαι πλέον ἄχρηστη. Νὰ μὴν τοὺς κουράζω καὶ τοὺς ἐνοχλῶ».
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐπενέβη ἢ κόρη της:
«Ἢ μητέρα μου ὅλο αὐτό μου λέει. Ὅμως εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ποῦ ποτὲ δὲ μὲ κούρασε. Δὲν εἶναι καθόλου ἀπαιτητική, οὔτε ποῦ μᾶς ἐνοχλεῖ. Γιὰ ποιὸ λόγο νὰ φύγει; Εἴμαστε τόσο ἀγαπημένες καὶ περνᾶμε τόσο ὄμορφα μαζί. Κάνουμε τὴν προσευχή μας, διαβάζουμε τοὺς βίους τῶν ἁγίων. Τί ἄλλο θέλουμε;».
Πέρασε ἀρκετὸς καιρός. Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2003 τὴν ἐπισκεφθήκαμε καὶ πάλι μὲ μία ὁμάδα νέων παιδιῶν ἀπὸ τὴν Μητρόπολη Θηβῶν καὶ Λεβαδείας. Τὸ μικρὸ δωμάτιο γέμισε ἀσφυκτικά, οἳ περισσότεροι δὲν χωροῦσαν καὶ ἔμειναν στὸν διάδρομο. Ἢ χαρὰ τῆς γερόντισσας ἦταν πολὺ μεγάλη. «Μεγάλη χαρά μου δίνετε. Ἤρθατε τόσοι ἄνθρωποι σὲ μένα! Εὐχαριστῶ ποῦ μὲ θυμηθήκατε. Σὰν πουλάκια ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἤρθατε, σὰν ἄγγελοι».
Μεταξὺ τῶν ἄλλων μᾶς διηγήθηκε καὶ δύο περιστατικά, ἀπὸ αὐτὰ ποῦ συναντάει κανεὶς μόνο στὰ παλιὰ συναξάρια, ποῦ δείχνουν τὴν μεγάλη της καρδιά. «Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια πήγαινα μὲ τὴν κόρη μου στὴν ἐκκλησία. Στὸν δρόμο βρήκαμε ἕνα μικρὸ παιδὶ ρακένδυτο. Τὸ ρωτήσαμε ἀπὸ ποὺ εἶναι καὶ ποὺ μένει. Τὸ παιδὶ ἦταν ἐγκαταλελειμμένο, δὲν εἶχε οὔτε γονεῖς, οὔτε σπίτι. Τοῦ εἶπα: «Θέλεις νὰ ἔρθεις νὰ μείνεις μαζί μας»; Δέχθηκε καὶ ἔτσι πήραμε τὸ παιδὶ στὸ σπίτι καὶ τὸ κρατήσαμε τρία-τέσσερα χρόνια. Ἀργότερα βρέθηκαν κάποιοι συγγενεῖς ἀπὸ τὴν Βύνιτσα, πολὺ μακριὰ ἀπὸ ἐδῶ καὶ πῆραν τὸ παιδὶ μαζί τους.
Δυστυχῶς τώρα δὲν ἔχουμε ἐπικοινωνία μὲ τὸ παιδί. Δὲν μᾶς πῆρε τηλέφωνο, οὔτε μᾶς ἔστειλε γράμμα. Δὲν πειράζει, ἂς εἶναι καλὰ τὸ παιδί, ἂς τὸ ἔχει καλὰ ὃ Θεός. Ἐμεῖς αὐτὸ μπορούσαμε νὰ κάνουμε καὶ τὸ κάναμε».
Θαυμάσαμε τὴν ἀρχοντιά της. Ἢ ψυχὴ ποῦ γνωρίζει νὰ ἀγαπάει, νὰ προσφέρει καὶ νὰ θυσιάζεται δὲν παραπονιέται γιὰ τὴν ὁποία τυχὸν ἀχαριστία, οὔτε ἀπαιτεῖ τὴν μόνιμη ἐξάρτηση τοῦ ἄλλου.
Παρόμοιο εἶναι τὸ δεύτερο περιστατικό.
«Μία συγγενής μας ἔμεινε ἔγκυος. Ἐπειδὴ δυσκολευόταν οἰκονομικὰ ἀποφάσισε νὰ κάνει ἔκτρωση. Τὴν παρακάλεσα νὰ μὴν κάνει κάτι τέτοιο. Ἦταν ἀνένδοτη. Ἔλεγε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ τὸ μεγαλώσει. Ἔπεσα στὰ πόδια της, τὴν παρακάλεσα μὲ δάκρυα καὶ τῆς ἔλεγα ὅτι θὰ κάνει ἕνα ἔγκλημα, θὰ σκοτώσει ἕναν ἄνθρωπο. Δὲν ἄλλαξε γνώμη καὶ τότε τῆς εἶπα ὅτι ἀφοῦ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ μεγαλώσεις, θὰ μοῦ τὸ δώσεις, θὰ τὸ υἱοθετήσω καὶ θὰ τὸ μεγαλώσω ἐγώ. Ἔτσι πείστηκε. Τὸ παιδὶ γεννήθηκε καὶ τὸ πήραμε σπίτι μας. Σήμερα εἶναι 14 χρονῶν».
Ἔτσι ἢ μικρὴ Ἄννα μεγαλώνει στὸ σπίτι τῆς γερόντισσας. Πρόκειται γιὰ ἕνα πολὺ καλὸ καὶ πρόθυμο κορίτσι, ποῦ ζεῖ χάρη στὴν ἀγάπη τῆς ἁγιασμένης γιαγιᾶς της. Τὸ ἀξιοθαύμαστο εἶναι τί ἢ γερόντισσα Ναντιέζντα ὄχι μόνο δὲν εἶναι πλούσια, ἀλλὰ παίρνει σύνταξη πείνας. Μόλις ἔξι εὗρω τὸν μήνα καὶ ἄλλα τόσα ἢ κόρη της. Τὰ χρήματα δὲν φτάνουν γιὰ νὰ ζήσουν, ἀλλὰ ἢ γερόντισσα εἶναι ἀπόλυτα παραδομένη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
«Μία συγγενής μας ἔμεινε ἔγκυος. Ἐπειδὴ δυσκολευόταν οἰκονομικὰ ἀποφάσισε νὰ κάνει ἔκτρωση. Τὴν παρακάλεσα νὰ μὴν κάνει κάτι τέτοιο. Ἦταν ἀνένδοτη. Ἔλεγε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ τὸ μεγαλώσει. Ἔπεσα στὰ πόδια της, τὴν παρακάλεσα μὲ δάκρυα καὶ τῆς ἔλεγα ὅτι θὰ κάνει ἕνα ἔγκλημα, θὰ σκοτώσει ἕναν ἄνθρωπο. Δὲν ἄλλαξε γνώμη καὶ τότε τῆς εἶπα ὅτι ἀφοῦ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ μεγαλώσεις, θὰ μοῦ τὸ δώσεις, θὰ τὸ υἱοθετήσω καὶ θὰ τὸ μεγαλώσω ἐγώ. Ἔτσι πείστηκε. Τὸ παιδὶ γεννήθηκε καὶ τὸ πήραμε σπίτι μας. Σήμερα εἶναι 14 χρονῶν».
Ἔτσι ἢ μικρὴ Ἄννα μεγαλώνει στὸ σπίτι τῆς γερόντισσας. Πρόκειται γιὰ ἕνα πολὺ καλὸ καὶ πρόθυμο κορίτσι, ποῦ ζεῖ χάρη στὴν ἀγάπη τῆς ἁγιασμένης γιαγιᾶς της. Τὸ ἀξιοθαύμαστο εἶναι τί ἢ γερόντισσα Ναντιέζντα ὄχι μόνο δὲν εἶναι πλούσια, ἀλλὰ παίρνει σύνταξη πείνας. Μόλις ἔξι εὗρω τὸν μήνα καὶ ἄλλα τόσα ἢ κόρη της. Τὰ χρήματα δὲν φτάνουν γιὰ νὰ ζήσουν, ἀλλὰ ἢ γερόντισσα εἶναι ἀπόλυτα παραδομένη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Καθίσαμε κοντὰ τῆς πάνω ἀπὸ μία ὥρα. Τὸ χαμόγελο ἦταν μόνιμο στὰ χείλη της καὶ ὃ λόγος τῆς ἕνα ξεχείλισμα χαρᾶς. Δὲν ἀκούσαμε κανένα παράπονο, μόνο δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ἢ μορφὴ τῆς ἦταν γεμάτη ἀγάπη καὶ καλοσύνη. Τὰ μάτια τῆς βλέπουν ἐλάχιστα, τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τῆς ὅμως εἶναι ὀρθάνοιχτα ΄Στὰ χέρια τῆς γύριζε συνεχῶς τὸ κομποσχοίνι καὶ κάθε τόσο ψιθύριζε τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ.
Φεύγοντας μᾶς γέμισε εὐχές: «Νὰ πάτε στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας. Ὃ φύλακας ἄγγελος νὰ εἶναι μαζί σας. Ὃ ἅγιος Λουκᾶς νὰ εἶναι κοντά σας. Γράψτε μου τὰ ὀνόματά σας καὶ τὴν πόλη σας, γιὰ νὰ προσεύχομαι γιὰ ὅλους σας καὶ γιὰ τοὺς δικούς σας. Τώρα ποῦ θὰ φύγετε θὰ κάνω παράκληση στὴν Παναγία τὴν Ὁδηγήτρια νὰ σᾶς ὁδηγεῖ καὶ νὰ πηγαίνει μπροστὰ στὸν δρόμο σας».
Παρόλο ποῦ ἦταν καταβεβλημένη ζήτησε ἐπίμονα ἀπὸ τὴν κόρη της νὰ τὴν βοηθήσει νὰ βγεῖ μέχρι ἔξω γιὰ νὰ μᾶς ἀποχαιρετίσει. Κάθισε στὴν πόρτα καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια μᾶς σταύρωνε συνεχίζοντας τὶς εὐχές. «Ὃ φύλακας Ἄγγελος νὰ εἶναι μαζί σας. Ἢ Παναγία ἢ Ὁδηγήτρια νὰ εἶναι ὁδηγός σας».
Μία ὥρα κοντὰ τῆς ἦταν μία γεύση Παραδείσου.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου