Κάποια στιγμή μάς είπε πως είχε ένα νεαρό καλογέρι. Είχε καλή φωνή και ο γέροντας τον έμαθε βυζαντινή μουσική. Δυστυχώς –δεν θυμάμαι από ποια αιτία– το καλογέρι πέθανε νεότατο. Ο γέροντας λυπήθηκε. Άρχισε να προσεύχεται. Κάποια μέρα ο Θεός τού αποκάλυψε την κατάστασή του. Δεν πήγε καλά! Άρχισε εντονότερη προσευχή και ζητούσε από τον Θεό να μάθει γιατί. Στην έμπονη προσευχή του ο Θεός τού απάντησε:
–Βυζαντινή μουσική τού έμαθες· ταπείνωση δεν του έμαθες!
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης γράφει χαρακτηριστικά στην «Κλίμακά» του για την κενοδοξία (και την έπαρση) που διακρίνει τους μοναχούς (ή λαϊκούς) ιεροψάλτες που τους ωθεί (κατά την ώρα της ακολουθίας πάνω στο αναλόγιο) σε διάφορες πράξεις καθαρά προς επίδειξη:
«Η κενοδοξία, όταν ήρθε η ώρα της ψαλμωδίας, τους ράθυμους τούς έκανε πρόθυμους· τους άφωνους καλλίφωνους· και τους νυσταλέους άγρυπνους. Τους προτρέπει να καλοπιάνουν τον κανονάρχη –τον υπεύθυνο για την ευταξία και ευρυθμία της λειτουργικής σύναξης ή αγρυπνίας– και να τον εκλιπαρούν να τους παραχωρήσει τα πρωτεία στην ψαλμωδία. Αυτή (η κενοδοξία) τους κάνει να τον αποκαλούν κολακευτικά “πατέρα” και “διδάσκαλο” και, όλα αυτά, μέχρι να αναχωρήσουν (από τον ναό) οι ξένοι (οι προσκυνητές και οι επισκέπτες). Ποιος δεν θα γελάσει με τον εργάτη της κενοδοξίας που παρίσταται στην ψαλμωδία και, επηρεαζόμενος από αυτήν, άλλοτε γελά (από επιτηδευμένη προσήνεια και φιλαδελφία) και άλλοτε κλαίει ενώπιον όλων (από νόθα και προσποιητή κατάνυξη);…» (βλ. «Κλίμαξ», Λόγος Η΄, §19 και ΚΑ΄, §7, §18).
Εντυπωσιάζει το εξής γεγονός: Έχουμε πολλούς αγίους (που προέρχονται από όλα τα επαγγέλματα, από όλες τις τάξεις, τις ιδιότητες, τις φυλές και τα γένη)· πατριάρχες, αρχιερείς, ιερείς, γεωργούς, στρατιωτικούς, γιατρούς, γυναίκες, παιδιά κ.λπ. Όμως, ιεροψάλτες αγίους έχουμε ελάχιστους. Μήπως η κενοδοξία είναι αυτή που καταστρέφει τα πάντα;
Ο Προηγούμενος της Σιμωνόπετρας γέροντας Αιμιλιανός έλεγε προς τους μοναχούς του: «Το εγώ του ανθρώπου είναι τόσο υποχθόνιο, ώστε κρύβεται κάτω και από το πιο ιερό πράγμα… Τι είναι ο άνθρωπος! Πώς κρύβεται το εγώ μας! Προς τον Χριστό πάει, με τον Χριστό μιλάει, αλλά τον εαυτό του κοιτάζει!» (βλ. «Θεία Λατρεία – Προσδοκία και όρασις του Θεού», εκδ. Ορμύλια, 2001, σσ. 163–164).
Διηγείται ο ίδιος:
«Κατηφορίσαμε με τον π. Ιωσήφ για τον ασθενή μου. Η καλύβα του γερο-Χρυσόστομου είναι σε απότομο και κακοτράχαλο σημείο. Τον βρήκαμε να κάθεται στο πεζούλι της στενής αυλής τους με τον υποταχτικό του. Ήταν 92 χρόνων. Συμπαθής φυσιογνωμία. Μάλλον ψηλός, με έντονα οιδήματα σφυρών. Εύκολη η διάγνωση με την πρώτη ματιά. Του φίλησα το χέρι και συστήθηκα. Συστήθηκε και εκείνος. Ήρθε νέος στο όρος. Στον κόσμο ήταν πυροσβέστης, αλλά και καλός ψάλτης. Θέλησε να προσφέρει το “χάρισμα” της φωνής του στη συνεχή δοξολογία του Θεού μέσα στο Περιβόλι της Παναγίας.
»Μπήκαμε μέσα στο καλύβι του. Ο απέναντι τοίχος του κελιού ήταν γεμάτος από ημιτελείς εικόνες του αγίου Γεωργίου. Απόρησα γι’ αυτό, αλλά δεν ρώτησα. Εκείνος με ρώτησε το βαφτιστικό μου όνομα και, όταν είπα “Γεώργιος”, με αγκάλιασε, με φίλησε και με παρακάλεσε διακριτικά να καθίσω σε ένα πάγκο δίπλα στο παράθυρο για να μου διηγηθεί μια ιστορία… Κάθισα. Από το παράθυρο φαινόταν κάτω η θάλασσα, σαν από αεροπλάνο.
»–Σου είπα ότι είχα πάθος με την “ψαλτική”. Η φωνή μου με κολάκευε κι εγώ, όπου πήγαινα να ψάλω, ζητούσα την πρωτοκαθεδρία. Οι ταπεινοί αδελφοί πάντα με αναγνώριζαν πρωτοψάλτη.
Έτσι, μια χρονιά του αγίου Γεωργίου, είχαν ολονυχτία στην Αγία Άννα κι εγώ έβαλα στον τορβά μου τα μουσικά βιβλία κι έφθασα στον ναό λίγο καθυστερημένος. Όμως, άλλοι είχαν ήδη ανέβει στο ψαλτήρι και δεν μού ’διναν τη θέση του “πρώτου”. Περίμενα λίγο. Τίποτα! Τους έδωσα να καταλάβουν …“ότι ήρθα”, αλλά αυτοί συνέχιζαν να ψάλλουν τα δικά τους. Άρχισα να θυμώνω και να ταράσσομαι.
“Γιατί ήρθα;”, σκέφτηκα, “για δεύτερος ή για τρίτος; Εγώ λαμπαδάριος ή δομέστιχος; Ή εγώ πρώτος ή θα φύγω!”.
Και, δυστυχώς, ο εγωισμός με οδήγησε στο δεύτερο. Μάζεψα τα βιβλία μου και επιδεικτικά έφυγα. “Να μάθετε ποιος είμαι!…”, είπα μέσα μου.
Σε καμιά ώρα έφθασα στο κελί μου, στενοχωρημένος “έως θανάτου”. Άφησα τον τορβά μου, κάθισα στον πάγκο που κάθεσαι τώρα, γιατρέ. Ήμουν ιδρωμένος και κατάκοπος. Ράκος ψυχικό. Με πήρε ο ύπνος.
Και τότε, μου συνέβη κάτι θαυμαστό. Δεν ξέρω αν ήταν όραμα ή όνειρο.
»Βρέθηκα κάτω στον αρσανά των Κατουνακίων και ήταν βαθύ σκοτάδι. Μόνο τα κύματα ακούγονταν. Σε λίγο άκουσα κουβέντες και μια βάρκα που πλησίαζε. Μόλις που διακρινόταν. Κωπηλατούσαν 6-8 στρατιώτες και ένας Αξιωματικός στεκόταν όρθιος. Η στολή του δεν έμοιαζε με τις στολές των δικών μας αξιωματικών. Η βάρκα ακούμπησε στον αρσανά. Φοβήθηκα. Ακούστηκε στην ησυχία η φωνή του Αξιωματικού:
»–Κατεβείτε και φέρτε τον μέσα στη βάρκα!
»Εγώ αντέδρασα και μαζεύτηκα.
»–Όχι, όχι!… Εγώ είμαι καλός άνθρωπος!…, είπα. Εγώ ήρθα στο Όρος να καλογερέψω. Δεν είμαι κλέφτης!… Μη με πιάσετε!…
»–Έλα μέσα!… Έλα μέσα!…
»Ακούστηκε σταθερή η φωνή του Αξιωματικού. Με πήραν μαζί τους και η βάρκα κατευθύνθηκε προς τον αρσανά της Αγίας Άννης. Δεν μίλαγε κανείς. Σκοτάδι γύρω. Μαύρη η θάλασσα. Δεν μίλαγε κανείς. Φοβήθηκα πολύ. Δεν τολμούσα να κοιτάξω τα πρόσωπά τους, ούτε να τους ρωτήσω. Μόνο όταν φθάσαμε στην Αγία Άννα, μου μίλησε αυστηρά ο Αξιωματικός:
»–Πήγαινε να ψάλλεις στο Πανηγύρι μου! Και μην προσβάλλεις τη Γιορτή μου με τον εγωισμό σου!… Πήγαινε!… Σ’ αγαπώ!…
»Τότε κατάλαβα ποιος ήταν: ήταν ο ίδιος ο άγιος Γεώργιος! Ξύπνησα τρομαγμένος και έβαλα τα κλάματα. Δάκρυα μετανοίας για την απαίσια διαγωγή μου. Κοίταξα το ρολόι. Προλάβαινα. Αν έτρεχα, προλάβαινα πριν τελειώσουν. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Της επιστροφής του ασώτου. Στον δρόμο παρακαλούσα τον άγιο Γεώργιο να με συγχωρέσει. Τέτοιο αμάρτημα που έκανα απόψε!… Να χαλάσω την ατμόσφαιρα του πανηγυριού!… Να παγώσω τις καρδιές των συνασκητών μου με το πάθος μου!…
–Συγχώρησέ με, άγιέ μου, τον ανάξιο μοναχό!…
»Έφθασα πριν τελειώσουν. Μόλις μπήκα στον ναό, ξαφνιάστηκαν όλοι. Στάθηκα κάτω από τον πολυέλεο και φώναξα με δάκρυα:
»–Συγχωρέστε με, αδελφοί μου!
»Και έκανα εδαφιαίες μετάνοιες προς τα τέσσερα σημεία του ναού. Έκλαιγαν οι αδελφοί, έκλαιγα κι εγώ. Με το “Δι’ ευχών” αγκάλιασα έναν-έναν όλους και συγχωρεθήκαμε. Ήταν η πιο έντονη μέρα της ζωής μου…».
Φαίνεται ότι η ταπείνωση ξαναχτίζει ό,τι γκρεμίζει ο εγωισμός·
την αγάπη και το χαμόγελο μέσα μας και γύρω μας…
«Πολλάκις τὴν ὑμνωδίαν ἐκτελῶν,εὑρέθην τὴν ἁμαρτίαν ἐκπληρῶν·
τῇ μὲν γλώττῃ ᾄσματα φθεγγόμενος,
τῇ δὲ ψυχῇ ἄτοπα λογιζόμενος·ἀλλ’ ἑκάτερα διόρθωσον,
Χριστὲ ὁ Θεός, διὰ τῆς μετανοίας, καὶ σῶσόν με».
Παρακλητική, Γ΄ Ἦχος,Ὄρθρος Δευτέρας,Β΄ ἀπόστιχο τῶν αἴνων.]
»Βρέθηκα κάτω στον αρσανά των Κατουνακίων και ήταν βαθύ σκοτάδι. Μόνο τα κύματα ακούγονταν. Σε λίγο άκουσα κουβέντες και μια βάρκα που πλησίαζε. Μόλις που διακρινόταν. Κωπηλατούσαν 6-8 στρατιώτες και ένας Αξιωματικός στεκόταν όρθιος. Η στολή του δεν έμοιαζε με τις στολές των δικών μας αξιωματικών. Η βάρκα ακούμπησε στον αρσανά. Φοβήθηκα. Ακούστηκε στην ησυχία η φωνή του Αξιωματικού:
»–Κατεβείτε και φέρτε τον μέσα στη βάρκα!
»Εγώ αντέδρασα και μαζεύτηκα.
»–Όχι, όχι!… Εγώ είμαι καλός άνθρωπος!…, είπα. Εγώ ήρθα στο Όρος να καλογερέψω. Δεν είμαι κλέφτης!… Μη με πιάσετε!…
»–Έλα μέσα!… Έλα μέσα!…
»Ακούστηκε σταθερή η φωνή του Αξιωματικού. Με πήραν μαζί τους και η βάρκα κατευθύνθηκε προς τον αρσανά της Αγίας Άννης. Δεν μίλαγε κανείς. Σκοτάδι γύρω. Μαύρη η θάλασσα. Δεν μίλαγε κανείς. Φοβήθηκα πολύ. Δεν τολμούσα να κοιτάξω τα πρόσωπά τους, ούτε να τους ρωτήσω. Μόνο όταν φθάσαμε στην Αγία Άννα, μου μίλησε αυστηρά ο Αξιωματικός:
»–Πήγαινε να ψάλλεις στο Πανηγύρι μου! Και μην προσβάλλεις τη Γιορτή μου με τον εγωισμό σου!… Πήγαινε!… Σ’ αγαπώ!…
»Τότε κατάλαβα ποιος ήταν: ήταν ο ίδιος ο άγιος Γεώργιος! Ξύπνησα τρομαγμένος και έβαλα τα κλάματα. Δάκρυα μετανοίας για την απαίσια διαγωγή μου. Κοίταξα το ρολόι. Προλάβαινα. Αν έτρεχα, προλάβαινα πριν τελειώσουν. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Της επιστροφής του ασώτου. Στον δρόμο παρακαλούσα τον άγιο Γεώργιο να με συγχωρέσει. Τέτοιο αμάρτημα που έκανα απόψε!… Να χαλάσω την ατμόσφαιρα του πανηγυριού!… Να παγώσω τις καρδιές των συνασκητών μου με το πάθος μου!…
–Συγχώρησέ με, άγιέ μου, τον ανάξιο μοναχό!…
»Έφθασα πριν τελειώσουν. Μόλις μπήκα στον ναό, ξαφνιάστηκαν όλοι. Στάθηκα κάτω από τον πολυέλεο και φώναξα με δάκρυα:
»–Συγχωρέστε με, αδελφοί μου!
»Και έκανα εδαφιαίες μετάνοιες προς τα τέσσερα σημεία του ναού. Έκλαιγαν οι αδελφοί, έκλαιγα κι εγώ. Με το “Δι’ ευχών” αγκάλιασα έναν-έναν όλους και συγχωρεθήκαμε. Ήταν η πιο έντονη μέρα της ζωής μου…».
Φαίνεται ότι η ταπείνωση ξαναχτίζει ό,τι γκρεμίζει ο εγωισμός·
την αγάπη και το χαμόγελο μέσα μας και γύρω μας…
«Πολλάκις τὴν ὑμνωδίαν ἐκτελῶν,εὑρέθην τὴν ἁμαρτίαν ἐκπληρῶν·
τῇ μὲν γλώττῃ ᾄσματα φθεγγόμενος,
τῇ δὲ ψυχῇ ἄτοπα λογιζόμενος·ἀλλ’ ἑκάτερα διόρθωσον,
Χριστὲ ὁ Θεός, διὰ τῆς μετανοίας, καὶ σῶσόν με».
Παρακλητική, Γ΄ Ἦχος,Ὄρθρος Δευτέρας,Β΄ ἀπόστιχο τῶν αἴνων.]
Μητροπολίτου Αργολίδος Νεκταρίου (Αντωνόπουλου): «Ψαλώ τω Θεώ μου ή τω εαυτώ μου;» –Η ψαλτική τέχνη ως διακονία και χάρισμα– Κεφ. 7ο, σελ. 67 και 70–75, Εκδόσεις «Επιστροφή», Ναύπλιο, Δεκέμβριος 2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου