ὁ αὐθεντικώτερος ἑρμηνευτής τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, καί ἐν συνεχείᾳ ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας, ὁ Φώτιος, ὁ Θεοφύλακτος καί ὁ Ζιγαβηνός, υἱοθετεῖ δέ καί ἡ ἐκκλησιαστική συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων. Προφανῶς αὐτήν δέχονται καί ὅσοι ἄλλοι πατέρες ἀσπάζονται τήν ἱστορική ἑρμηνεία. Ἀπό τούς ξένους τήν ἀσπάζονται πολλοί διακεκριμένοι. Αὐτοί οἱ ἑρμηνευτές ἑρμήνευσαν μέ τά δεδομένα πού ἀναφέραμε στήν ἀρχή χωρίς παρεκκλίσεις. Τόνισαν ὅτι ὁ Κύριος ἀποτρέπει τήν Μαρία, ὄχι διότι δέν ἔπρεπε νά τόν ἀγγίξει, ἀλλά διότι ἀποσκοποῦσε νά τῆς διδάξει ὁρισμένα πράγματα.
Ἡ Μαρία βλέποντας τόν ἀγαπητό διδάσκαλο, νομίζει ὅτι ἀναστήθηκε, ὅπως ἀκριβῶς ἀναστήθηκαν ἀπό αὐτόν τόσοι ἄλλοι νεκροί, καί ὅτι θά ἀρχίσει πάλι τήν παλαιά συναναστροφή του μέ τούς μαθητές καί τίς μαθήτριές του, ὅτι θά κηρύττει, θά ἔχει ἀνάγκη τῆς διακονίας της, πρᾶγμα πού τῆς ἔδινε ἰδιαίτερη χαρά. Νομίζει ὅτι ἡ νίκη του καί ἡ δόξα του δέν ἦταν τίποτε ἄλλο, παρά νά ἀποδείξει στούς κακούς φαρισαίους ὅτι ματαίως τόν δολοφόνησαν. Δέν μπόρεσε νά συλλάβει τόν παγκόσμιο, τόν αἰώνιο, τόν πνευματικό χαρακτήρα τῆς νίκης του κατά τοῦ θανάτου. Δέν γνώριζε ὅτι ἡ κατάσταση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Κυρίου δέν εἶναι πλέον ἡ κατάσταση τῆς φθορᾶς, τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν, τῆς ταπεινώσεως. Δέν τόν εἶδε ἀκόμη νά παρουσιάζεται «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν», ἀλλά μόνον νά πλησιάζει ὡς κηπουρός. Χάρηκε, ὅπως ἀκριβῶς χάρηκαν οἱ ἀδελφές τοῦ Λαζάρου ὅταν εἶδαν τόν ἀδελφό τους ἀναστημένο. Τίποτε περισσότερο δέν ἀντιλήφθηκε. Ἔπρεπε ὅμως νά τά μάθει ὅλα.
Ωστε ὁ Κύριος ἤθελε νά διδάξει τήν Μαρία τήν Μαγδαληνή ὅτι εἶναι πλέον στήν δόξα του, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Θεός, πού ἀνήκει τόσο σ' αὐτήν ὅσο καί σέ ὅλο τόν κόσμο, ὅτι πρέπει νά πλησιάζει μέ τόν προσήκοντα σεβασμό. Ἐπειδή ὅμως ἦταν ὑπεροπτικό νά τῆς πεῖ κατευθεῖαν ὅλα αὐτά, ἀνάγει τόν νοῦ της ἐμμέσως καί βαθμηδόν ἐπί τά ὑψηλότερα λέγοντας ὅτι «οὔπω ἀναβέβηκε πρός τόν Πατέρα αὐτοῦ». «Ἐμφαίνεται», λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «ὅτι ἐκεῖ σπεύδει καί ἐπείγεται· τόν δέ ἐκεῖ μέλλοντα ἀπιέναι καί μηκέτι μετά ἀνθρώπων στρέφεσθαι οὐκ ἔδει μετά τῆς αὐτῆς ὁρᾶν διανοίας, ἧς καί πρό τούτου». Γι’ αὐτό, καί τούς μαθητές του κατά καιρούς μόνον πλησιάζει. Οἱ σχέσεις του μέ τούς μαθητές καί τούς πιστούς δέν θά εἶναι στό ἑξῆς ὅπως ἦσαν προηγουμένως. Θά εἶναι τελείως πνευματικές.
Γιά νά μή λυπηθεῖ ὅμως ἀπό τήν ἀπαγόρευση ἡ Μαρία καί ἀρχίσει νά συλλογίζεται ὅτι περιφρονήθηκε, τήν καθιστᾶ ὁ Κύριος πρώτη εὐαγγελίστρια τῆς ἀναστάσεώς του παραγγέλλοντας νά πεῖ στούς μαθητές ὅ,τι εἶπε αὐτός πρός αὐτήν. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι τό πρώτιστο ἔργο τοῦ Κυρίου μετά τήν ἀνάστασή του εἶναι νά κηρύξει τήν νέα κατάσταση, νά ἐνημερώσει τό στενό περιβάλλον του γιά τίς νέες μεταβολές καί τά ἀποτελέσματα τῆς νίκης του. Καί ἀρχίζει ἀπό τήν Μαρία διά τοῦ «Μή μου ἅπτου».
Στέργιος Ν. Σάκκος/apantaortodoxias
1 σχόλιο:
Υπέροχο.
Δημοσίευση σχολίου