Είχα ένα βάσανο –ποιος δεν είχε ή δεν έχει ή δεν θάχη βάσανο σ’ αυτόν τον κόσμο; Είχα ένα βάσανο και το κεφάλι μου γύριζε, η ψυχή μου ήταν σκοτεινιασμένη, η καρδιά μου έκλαιγε. Ήθελα να βγω από το σπίτι μου. Ήθελα να πάω να βρω παρηγοριά, γαλήνη, ελπίδες, αν γινόταν. Ο νους μου στράφηκε στην αδελφή μου την Αγγελική. Αυτή είχε πάντα ένα καλό λόγο, μια ματιά αγάπης, ένα δάκρυ στο δικό σου δάκρυ. Ένα υπέροχο πλάσμα ! Αργότερα θα σας πω πιο πολλά γι’ αυτήν.
Μπήκα στο λεωφορείο. Κάθισα και κοίταζα μπροστά. Καμιά εικοσαριά άνθρωποι ταξειδεύαμε. Ποιος ξέρει τι γύριζε και στο δικό τους κεφάλι. Κοίταζα μπροστά μου, μα έβλεπα περισσότερο τον πόνο μου παρά το δρόμο. Δεν κατάλαβα πότε έφτασα εκεί που έπρεπε να κατέβω. Πήρα το χωματένιο δρομάκι. Μπροστά , λίγο μακριά, το καταπράσινο βουνό. Πλάι μου , αλάργα, η θάλασσα, ήσυχη-γαλήνια, αληθινή ζωγραφιά. Ο ήλιος πήγαινε να κρυφτή πίσω απ’ την κορυφή του βουνού. Περπατούσα τώρα μεσ’ στο δάσος των πεύκων, μέσα στη μυρωδάτη δροσούλα, στην ησυχία, στη μοναξιά. Ένας στεναγμός, που μ’ ανακούφισε, βγήκε απ’ το στήθος μου. Ένα κοπάδι πουλιά πέταξε κοντά μου. Πετούσαν παίζοντας ,σφυρίζοντας. Τα κυκλάμινα είχαν βγη. Ήταν φθινόπωρο. Περπατούσα στο δάσος κ’ ανηφόριζα. Ανάσαινα πιο βαθειά τώρα.
Στη στροφή του δρόμου φάνηκε πρώτα ανάμεσα απ’ τα δένδρα, ψηλά στον απέναντι λόφο, ένας σταυρός, ύστερα το πάνω μέρος του τρούλου που πατούσε ο σταυρός , ύστερα όλος ο τρούλλος. Όλη η Εκκλησιά, λες κι αναδυόταν. Να και το τείχος γύρω-γύρω, το παληό, χορταριασμένο τείχος. Περπατούσα κι όλο και πλησίαζα. Κι άρχισα να σιγοχαίρουμαι με την αδελφή μου, που θάβρισκα σε λίγο. Πέρασα απ’ τη μεγάλη ξύλινη πόρτα. Ένα κουδούνι χτύπησε από πάνω μου. Η αυλή ήταν φρεσκοσκουπισμένη, τα λουλούδια ποτισμένα, τα χαγιάτια στρωμένα με κουρελούδες, ψυχή όμως δε φαινόταν. Το Μοναστήρι είχε εσπερινό. Μπήκα στην Εκκλησιά σιγά. Γλυκές ψαλμωδίες έφτασαν στ ’αυτιά μου και το θυμίαμα, μυρωδάτο –μια μυρουδιά άγια, γέμισε τη μύτη μου. Πήρα ένα κερί-το άναψα, τόβαλα στο μανουάλι-έκανα το σταυρό μου-φίλησα την άγια εικόνα και προχώρησα στο ναό.
Τρεις μαζί φωνές λεπτές, ευγενικές,απαλές,ταπεινές έψελναν τα τροπάρια. Η μια ήταν της αδελφής μου!...Τα καντήλια και τα κεριά φώτιζαν αχνά,ιλαρά,ήσυχα την Εκκλησιά,την εικόνα του Χριστού , της Παναγιάς ,των αγίων.Γύρω στα στασίδια ακίνητες κι αμίλητες οι μοναχές άκουγαν τα τροπάρια, στοχάζονταν τα νοήματά τους, προσεύχονταν,έκαναν κάθε τόσο το σταυρό τους.
Στο «Φως ιλαρόν» γέμισε η Εκκλησιά απαλές φως, της καρδιάς και της ψυχής. Πού ήταν τόσες ψυχές; Κι ύστερα πάλι έσβυσαν σιγά-σιγά οι πολλές και έμειναν οι τρεις να λένε τ’ άλλα τροπάρια του Εσπερινού γλυκά, απαλά, με μια πηγαία τέχνη, σαν ένας άνθρωπος. Είχα ξεχάσει το βάσανό μου. Μέρωσε η ψυχή μου. Γλύκανε. Λάφρωσε ο νους μου. Σιγόψελνε η καρδιά μου. «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου» .
Μια-μια άρχισαν να κινούνται προς την εξώθυρα οι μοναχές, αθόρυβα, ταπεινά, σα σκιές αγγέλων.
Ναι και η αδελφή μου! Γλυκό, ταπεινό το προσωπάκι της κάτω από το μαύρο πέπλο της, με των κεριών το παίξιμο στα μάτια της, ερχόταν σιγά, ήρεμα χαμηλοβλέποντας.
« Αγγελική!» , σιγοψιθύρισα.
Στράφηκε ήρεμα προς εμένα.
- «Αδελφέ μου», είπε εγκάρδια , με μια γλύκα άλλου κόσμου, και μ’ έπιασε στους αγκώνες. « Κουρασμένος είσαι. Στενοχωρημένος. Γιατί;» ;
- «Δεν τα ξέρεις; Το βάσανο».
- «Έλα να τα πούμε στη Μητέρα».
Με πήγε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας . Το γλυκό φως του καντηλιού φώτιζε την άγια μορφή της και της αδελφής μου το πρόσωπο και το δικό μου , που δεν μπορούσα να δω. Με κρατούσε από τον αγκώνα εκείνη στοργικά. Δε μιλούσε. Μονάχα κοίταζε μια την Παναγιά και μια εμένα και τα γαλήνια μάτια της αδελφής μου, της μοναχής Αγγελικής, έπαιρναν , θαρρείς, από τη χάρι της Παναγιάς γέμιζαν καλωσύνη, αγάπη, συμπόνοια, γίνονταν καθαυτό μάτια αγγέλου , κι ύστερα με κοίταζαν κι άδειαζαν μεσ’ τα δικά μου μάτια τ’ ουρανού τα δώρα, που κατέβαιναν ως τη ψυχή μου. Αρκετά λεπτά της ώρας κράτησε αυτή η μετάγγισι μέσα στην ήσυχη Εκκλησιά του Μοναστηριού, τη μοσχομυρισμένη από το λιβάνι, μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς, που φώτιζε ταπεινά, ευλαβικά τ’ αχνό φως του καντηλιού.
- «Να πηγαίνουμε τώρα» είπε η αδελφή μου.
Πλησίασε κι ασπάστηκε την άγια Εικόνα της. Έκανα κι εγώ το ίδιο. Βγήκαμε λαφροπατώντας. Περάσαμε την αυλή. Φθάσαμε στην ξύλινη μεγάλη πόρτα.
- «Καληνύχτα», μου είπε το ίδιο εγκάρδια, με μια γλύκα άλλου κόσμου.
- «Kαληνύχτα !Αγγελική. Ευχαριστώ πολύ» είπα. Δεν μπορούσα να πω περισσότερα. Ένοιωθα ένα σεβασμό μπροστά στην μικρή αδελφή μου, την αδελφή Αγγελική. Έναν σεβασμό που έκανε τα λόγια μου λίγα, μετρημένα. Κοίταξα ξανά το γλυκό, ταπεινό προσωπάκι της στο φως του φεγγαριού και πήρα το δρόμο του γυρισμού. Περπατούσα μέσα στο δάσος των πεύκων πάλι, στην ησυχία. Έβλεπαν τα μάτια μου το δρόμο, μα ο νους μου είχε ακόμα μπροστά την εικόνα της Παναγίας, στα μάτια της αδελφής μου, στα μάτια εκείνα τα καθαυτά αγγελικά. Μια άγια γαλήνη πλημμύριζε την ψυχή μου. Γύρισα στο σπίτι μου λυτρωμένος.
Από το βιβλίο: « ΙΩΣΗΦ Δ. ΑΓΑΠΗΤΟΥ Η αδελφή μου η μοναχή»
Β’ ΕΚΔΟΣΙΣΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΝΤΑΟΥ ΠΕΝΤΕΛΗΣ/eisdoxantheou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου