«Στον
τόπο μου τον πατρικό, το πετροχώρι
έχει στο χιόνι φυτευτεί το σπιτικό μου
το λούζουν αστραπές, βροντές και ξεροβόρι
το λούζει ο ήλιος του Θεού, κι είναι δικό μου.
Κοιμούνται μέσα λεβεντιές κι’ αρματολίκια
στην οργισμένη τους σιωπή, παλιά ντουφέκια
στου περβολιού και στης αυλής του τα χαλίκια
τις χειμωνιάτικες βραδιές μ’ αστροπελέκια.
Βγαίνουν παππούδες και μπαρμπάδες στα σιργιάνια τους
και λεν ο ένας τ’ αλλουνού, παλικαριές τους
θωρούν τον κάμπο, τα χωράφια, τα μποστάνια τους
τ’ αμπέλια, τα δεντριά, τις λιοτριβιές τους.
Στητές, μαρμαροτράχηλες στα κάδρα τους
και πάντα νέες των παππούδων οι κυράδες
τα γιορτινά, κι ασημοκέντητα φουστάνια τους
τα πάλιωσαν των τοίχων οι σοφάδες.
Στάζουν το χρόνο τα θλιμμένα μάτια τους
κι έχει στοιχειώσει μεσ’ στο σπιτ’ η ομορφιά τους
δυο-τρεις ακόμα τις θωρείς να καμαρώνουνε
στ’ αστραφτερά τα περκαλένια νυφικά τους.
Κι’ είναι βραδιές που οι σκιές παραμερίζουνε
κι’ απ’ την κορφή και τ’ ουρανού τα σκαλοπάτια
στητός, αετίσιος βγαίν’ ο ίσκιος του πατέρα μου
και λάμπουν άστρα τα γαλάζια του τα μάτια.
Κι’ αν βραδινό φεγγαροφώτιστο
λάμπουν στο φέγγος τα χρυσά μαλλιά του
κι’ αν είν’ ν’ αφουγκραστώ θαρρείς χαϊδεύει με
στ’ αυτιά μου η βαθιά γλυκιά μιλιά του.
Μπαρούτι ακόμα στάζουνε τα βλέφαρα
τα ρούχα του τού πολέμου τη σκόνη
στο μύθο δεντροφύτεψε τον ίσκιο του
τη ρίζα του τη χάραξε κανόνι.
Μ’ αλλοίμονο σαν όλα γαληνεύουνε
κι’ η νύχτα αποκοιμιέται την αυγούλα
στέκει μονάχο κι’ ορφανό το σπίτι μου
στου πέτρινου χωριού μου τη ραχούλα.»
(στίχοι Ασπασίας Ξύθη - από ένα παλιό «ρουμελιώτικο ημερολόγιο» του 1960)
έχει στο χιόνι φυτευτεί το σπιτικό μου
το λούζουν αστραπές, βροντές και ξεροβόρι
το λούζει ο ήλιος του Θεού, κι είναι δικό μου.
Κοιμούνται μέσα λεβεντιές κι’ αρματολίκια
στην οργισμένη τους σιωπή, παλιά ντουφέκια
στου περβολιού και στης αυλής του τα χαλίκια
τις χειμωνιάτικες βραδιές μ’ αστροπελέκια.
Βγαίνουν παππούδες και μπαρμπάδες στα σιργιάνια τους
και λεν ο ένας τ’ αλλουνού, παλικαριές τους
θωρούν τον κάμπο, τα χωράφια, τα μποστάνια τους
τ’ αμπέλια, τα δεντριά, τις λιοτριβιές τους.
Στητές, μαρμαροτράχηλες στα κάδρα τους
και πάντα νέες των παππούδων οι κυράδες
τα γιορτινά, κι ασημοκέντητα φουστάνια τους
τα πάλιωσαν των τοίχων οι σοφάδες.
Στάζουν το χρόνο τα θλιμμένα μάτια τους
κι έχει στοιχειώσει μεσ’ στο σπιτ’ η ομορφιά τους
δυο-τρεις ακόμα τις θωρείς να καμαρώνουνε
στ’ αστραφτερά τα περκαλένια νυφικά τους.
Κι’ είναι βραδιές που οι σκιές παραμερίζουνε
κι’ απ’ την κορφή και τ’ ουρανού τα σκαλοπάτια
στητός, αετίσιος βγαίν’ ο ίσκιος του πατέρα μου
και λάμπουν άστρα τα γαλάζια του τα μάτια.
Κι’ αν βραδινό φεγγαροφώτιστο
λάμπουν στο φέγγος τα χρυσά μαλλιά του
κι’ αν είν’ ν’ αφουγκραστώ θαρρείς χαϊδεύει με
στ’ αυτιά μου η βαθιά γλυκιά μιλιά του.
Μπαρούτι ακόμα στάζουνε τα βλέφαρα
τα ρούχα του τού πολέμου τη σκόνη
στο μύθο δεντροφύτεψε τον ίσκιο του
τη ρίζα του τη χάραξε κανόνι.
Μ’ αλλοίμονο σαν όλα γαληνεύουνε
κι’ η νύχτα αποκοιμιέται την αυγούλα
στέκει μονάχο κι’ ορφανό το σπίτι μου
στου πέτρινου χωριού μου τη ραχούλα.»
(στίχοι Ασπασίας Ξύθη - από ένα παλιό «ρουμελιώτικο ημερολόγιο» του 1960)
Η φωτογραφία (από ένα "ξεχασμένο"
φιλμάκι) είναι του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου