Η Μονή των Ιερέων ή Αγία Μονή, όπως είναι ευρύτατα γνωστή, βρίσκεται στην επαρχία Πάφου, μεταξύ του χωριού Στατός και του μοναστηριού της Χρυσορρογιάτισσας, από το οποίο επέχει ένα περίπου χιλιόμετρο. Είναι κτισμένη σε μια όμορφη και απομακρυσμένη από το βουητό της θορυβώδους καθημερινής κοσμικής ζωής, τοποθεσία. Μέσα στο καταπράσινο και περιτριγυρισμένο από πυκνή βλάστηση, περιβάλλον, οι μοναχοί βρίσκουν την επιζητούμενη ησυχία, απαραίτητη προϋπόθεση για περισυλλογή και προσευχή.
Η Αγία Μονή θεωρείται ένα από τα αρχαιότερα μοναστήρια της Κύπρου, με πλούσια ιστορία στο ενεργητικό του και σημαντική συμβολή στον τομέα της διάδοσης της χριστιανικής παράδοσης και των ελληνικών γραμμάτων, κυρίως κατά τη βυζαντινή περίοδο, ιδιαίτερα δε μεταξύ του 10ου και 12ου αιώνα.
Ονομασία
Πολλές εκδοχές υπάρχουν ως προς την ονομασία του Μετοχίου. Η επικρατέστερη διασώζει ότι κατά το παρελθόν εκεί διέμεναν πολλοί ιερείς. Έτσι προέκυψε το όνομα Μονή των Ιερέων. Κλήθηκε και Αγία Μονή, επειδή οι πιστοί που κατέφυγαν στο ιερό αυτό μέρος έβρισκαν την πολυπόθητη πνευματική ανάταση και έφευγαν ενισχυμένοι από τους παρηγορητικούς λόγους και τα μηνύματα ελπίδας.
Το μοναστηριακό συγκρότημα
Η Μονή των Ιερέων αποτελείται από κτίρια διαφόρων εποχών, που διαμορφώθηκαν ανάλογα με τις κατά καιρούς ανάγκες και δυνατότητες των ενοίκων της. Στη δυτική πλευρά ορθώνεται διώροφος οικοδομή με τα κελιά των μοναχών. Σύμφωνα με την εντοιχισμένη στην αριστερή βάση του ημικύκλιου θόλου της κύριας εισόδου, επιγραφή, η κατασκευή αυτή «ΑΝΟΙΚΩΔΟΜΗΘΙ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΚΥΚΚΟΥ ΚΑΙ ΜΟΝΗΣ ΑΧ????Η» (1698). Κατά την τελευταία ανακαίνιση (1984-1995) μερικά από τα κελιά μετατράπηκαν σε γραφείο, κουζίνα και τράπεζα.
Προς τα βόρεια ενώνεται με διώροφο κτίσμα, το ισόγειο του οποίου χρησιμοποιείται ως συνοδικό και το ανώγειο ως κελί. Στην προέκτασή του, βρίσκεται το αφιερωμένο στον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη παρεκκλήσι του 14ου αι., καλυπτόμενο με σταυροθόλιο. Εικάζεται ότι παλαιότερα χρησίμευε ως τράπεζα του μοναστηριού. Επισκευάσθηκε και συντηρήθηκε το 1964 από το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Τότε, μέσα σ' αυτό, ανακαλύφθηκε αργυρό νόμισμα του 15ου αιώνα.
Στη νότια πλευρά του Μετοχίου, εκτείνεται σειρά ισόγειων οικοδομημάτων. Η επιγραφή του εξωτερικού τους τοίχου, δηλώνει ότι είχαν ανεγερθεί το 1820, από τον εθνομάρτυρα ηγούμενο Κύκκου Ιωσήφ (1819-1821): «ΕΠΙ ΙΩΣΗΦ ΕΝ ΜΗΝΙ ΙΟΥΛΙΟΥ ΚΒ' ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΚΥΚΚΟΥ ΚΑΙ ΜΟΝΗΣ».
Τρία από τα παραπάνω κτίσματα χρησίμευαν ως μαγειρείο, μαγκιπείο και τράπεζα, ενώ τα υπόλοιπα ως αποθήκες. Σήμερα έχουν μετατραπεί σε κελιά. Πίσω τους, το υπερυψωμένο επίπεδο θεωρήθηκε ως η καταλληλότερη τοποθεσία, για την ανέγερση του ηγουμενείου με τα απαραίτητα διαμερίσματά του.
Η εκκλησία του Μετοχίου, αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο, δεσπόζει της ανατολικής πλευράς του κτιριακού συγκροτήματος. Είναι δίκλιτη καμαροσκέπαστη, με τα δυο κλίτη να χωρίζονται από υποβασταζόμενα από τρεις λίθινες κολώνες τόξα. Το ημικύκλιο σύνθρονο και ο κοσμήτης με φύλλα άκανθας της αψίδας, όπως και ο κοσμήτης από άκανθα του δυτικού τοίχου, είναι κάποια από τα διασωζόμενα μέρη της εκκλησίας με βυζαντινά γνωρίσματα.
Το ίδιο και οι ευρισκόμενοι στον δυτικό τοίχο των μοναστηριακών οικοδομημάτων διακοσμημένοι με φυτικό βλαστό επιπεδόγλυφης τεχνικής πεσσίσκοι παλαιοχριστιανικού τέμπλου, γεγονός που οδηγεί στην υπόθεση εργασίας, ότι η ανέγερση της εκκλησίας δύναται να αναζητηθεί στα χρονικά πλαίσια της βυζαντινής περιόδου. Της ίδιας, ίσως, εποχής ήταν και η φυλασσόμενη παλαιότερα εντός του ναού, μαρμάρινη κολυμβήθρα.
Στον ίδιο χώρο με τον σημερινό ναό, υπήρχε βυζαντινός, αναγόμενος πιθανώς στον 12ο αι. Διάφορα αρχιτεκτονικά στοιχεία του υπάρχοντος ναού, αφήνουν να διαφανεί ότι έφερε νάρθηκα με δύο αψίδες και ότι είχε κτισθεί πάνω στα ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής, την αψίδα της οποίας ενσωμάτωσε.
Με το πέρασμα του χρόνου και την επελθούσα καταστροφή ο βυζαντινός ναός αντικαταστάθηκε από φραγκοβυζαντινό.
Τον τελευταίο διαμόρφωσε το 1638 σε τρίκλιτο καμαροσκέπαστο, ο τότε ηγούμενος Κύκκου Νικηφόρος, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1641-1674).
Διαφωτιστικές είναι οι διασωθείσες στην αριστερή και δεξιά βάση του ημικυκλίου της κύριας εισόδου του ναού, εξής δύο επιγραφές: «ΕΝΚΩΜΗΘΙ Ι ΑΓΙΑ ΜΩΝΗ ΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ: Ι?? ΑΧΛΗ» και «ΝΙΚΥΦΟΡ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΙΓΟΥΜΕΝΟΣ ΚΥΚΚΟΥ ΚΑΙ ΜΩΝΗΣ». Υπόλειμμα, εξάλλου, τοιχογραφίας του ναού μαρτυρεί και παραπέμπει σε παλαιότερη αγιογράφησή του.
Ένα περίπου αιώνα μετά την ανοικοδόμηση του ναού, το 1735, επισκέφθηκε τη Μονή των Ιερέων ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι (1701-1747). Για τον ναό σημείωσε τα ακόλουθα:
«Η ανατολική πλευρά [του μοναστηριού] καταλαμβάνεται από μια ωραία μεγάλη εκκλησία, στερεά κτισμένη, με μεγάλες και σκληρές πέτρες, αψιδωτή εσωτερικά. Απ' έξω είναι καλυμμένη με ξύλινη στέγη και κεραμίδια, όπως στα μοναστήρια που περιέγραψα προηγουμένως. Έχει ένα απλό εικονοστάσιο και φθηνά κηροπήγια και κανδήλια, λόγω της φτώχειας της, αλλά το δάπεδο είναι καλά στρωμένο με μεγάλες λίθινες πλάκες. Έχει πέντε εισόδους, τρεις από τα δυτικά, μια από τα βόρεια και μια από τα νότια».
Με το πέρασμα του χρόνου το νότιο κλίτος του ναού ,υπέστη σοβαρές και ανεπανόρθωτες βλάβες, έτσι, το 1882, όταν ο οικονόμος της Ιεράς Μονής Κύκκου και μετέπειτα μητροπολίτης Πάφου (1890-1899) Επιφάνιος, ανέλαβε να προχωρήσει στα επιβαλλόμενα διορθωτικά έργα, υποχρεώθηκε να μετατρέψει τον ναό από τρίκλιτο σε δίκλιτο.
Το 1885, στην πορεία των ανακαινίσεων, εντοπίστηκαν δύο επιγραφές του 4ου π.Χ. αι., γραμμένες στο συλλαβικό αλφάβητο, που κατόπιν εντοιχίσθηκαν στην εξωτερική όψη του δυτικού τοίχου του ναού, αριστερά και δεξιά της κύριας εισόδου, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα. Στο περιεχόμενο των επιγραφών αναφέρεται ότι στον ίδιο εκείνο χώρο ο βασιλιάς της Πάφου Νικοκλής (374/373-361 π.Χ.) είχε κτίσει ναό, αφιερωμένο στη θεά Ήρα.
Ίδρυση
Ακολούθως, και οι δύο μαζί έκτιζαν. Στο τέλος όμως στο μοναστήρι εγκαταστάθηκε, έζησε και υπηρέτησε μέχρι το θάνατο του μόνον ο Ευτύχιος, ενώ ο Νικόλαος αναχώρησε για τη Λυκία.
Στο σκευοφυλάκιο εντόπισε παλαιό μεμβράνινο χειρόγραφο, με τον βίο του Αγίου Ευτυχίου.
Δύο ιστορικές μαρτυρίες της περιόδου της λατινοκρατίας στην Κύπρο (1191-1571) συνδέουν τον Άγιο Ευτύχιο με την Αγία Μονή. Η πρώτη εντοπίζεται στον κώδικα Paris Gr. 1588, ο οποίος γράφτηκε στη Μονή των Ιερέων, στις αρχές του 12ου αιώνα και περιέχει πολλά σημειώματα για διάφορα γεγονότα μεταξύ των ετών 1203 έως 1570.
Τα περισσότερα από αυτά, αν και αφορούν στην ιστορία της Μονής, εντούτοις δεν είναι διαφωτιστικά ως προς την ιστορική της πορεία και ιδιαίτερα το εξεταζόμενο θέμα. Άκρως όμως ενδιαφέρουσα παρουσιάζεται η αχρονολόγητη καταγραφή στο φύλλο 234, όπου η Μονή αναφέρεται ως «η του Αγίου Ευτυχίου». Παρόμοιας φύσης είναι και η δεύτερη μαρτυρία.
Διασώζεται στην Κρόνακαν (Χρονικόν) του Λεοντίου Μαχαιρά, μόνον που εδώ το όνομα του Αγίου Ευτυχίου μετατρέπεται σε Ευθύμιο: «και του Αγίου Ευθυμίου μονής ιερέων», λέγει ο χρονογράφος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου