Ἐκεῖ μέσα μαζί μέ Τούρκους ναύτες ταξίδευε καί διασκέδαζε. Σέ κάποια διασκέδασι κάποιος εἶπε, ὅτι ὁ Αὐξέντιος εἶνε χριστιανός. Στ’ ἀστεῖα τό εἶπε, ἀλλά τό πίστεψαν οἱ ἄλλοι ναῦτες καί ὁ λόγος αὐτός κόντευε νά φθάση μέχρι τόν καπετάνιο. Καί ὁ Αὐξέντιος φοβήθηκε. Γιατί, ἄν καί εἶχε μπλέξει μέ κακές παρέες, ὅμως μέσα στά βάθη τῆς καρδιᾶς του διατηροῦσε τή σπίθα τῆς πίστεως πού διδάχτηκε ἀπ’ τούς φτωχούς εὐσεβεῖς γονεῖς του. Τοῦρκο τόν φώναζαν οἱ συνάδελφοί του στό πλοῖο, μά αὐτός δέν ἦταν Τοῦρκος, ἀλλά χριστιανός· χριστιανός, πού παρασύρθηκε σέ γλέντια, ἔτρωγε καί ἔπινε μέ τούς Τούρκους.
Γιά νά μήν τό μάθη λοιπόν ὁ πλοίαρχος κι ἔχη περιπέτειες, ἔφυγε κρυφά, ἔβγαλε τή φανταχτερή στολή τοῦ ναύτη τοῦ τουρκικοῦ πολεμικοῦ στόλου καί φόρεσε τά ταπεινά ροῦχα. Ἀγόρασε ἕνα μικρό πλοιάριο καί μ’ αὐτό δούλευε μέσ’ στό λιμάνι τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί μετέφερε ἀνθρώπους ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο. Εἶχε πιά μετανοήσει γιά τόν ἄσωτο βίο πού εἶχε ζήσει, ἔκλαιγε καί ἀναστέναζε γιά τό ἄθλιο παρελθόν του καί μέσα στήν καρδιά του ἄναψε ὁ πόθος νά μαρτυρήση γιά τό Χριστό. Παρακαλοῦσέ δέ τόν Κύριο νά τοῦ φανερώση ἕναν ἔμ πειρο πνευματικό πατέρα, γιά νά τόν συμβουλευθῆ.
Ὁ Θεός ἄκουσε τή θερμή του προσευχή. Μιά μέρα στή βάρκα του μπῆκε ἕνας ἱερομόναχος ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, Γρηγόριος στό ὄνομα. Ὁ Αὐξέντιος μόλις τόν εἶδε συγκινήθηκε καί ἀποφάσισε νά τοῦ ἐκμυστηρευθῆ τόν πόθο του. Πράγματι ὁ Αὐξέντιος φανέρωσε σ’ αὐτό τόν ἱερο μόνάχο τόν πόθο του νά μαρτυρήση. Ὁ ἱερομόναχος ἐπαίνεσε τόν Αὐξέντιο γιά τόν πόθο του, ἀλλά ἐπειδή φοβόταν μήπως ὁ νέος καμφθῆ ἀπό τά μαρτύρια καί ἀρνηθῆ τό Χριστό, τοῦ εἶπε:
– Παιδί μου, ἀντί τοῦ μαρτυρίου, πού ζητᾶς, μπορεῖς καί μέ ἄλλο τρόπο νά σωθῆς, χωρίς νά ἐκτεθῆς σέ τόσο μεγάλο κίνδυνο. Σοῦ συνιστῶ νά ἔρθης μαζί μου στό Ἅγιον Ὄρος καί νά γίνης μοναχός καί ἐλπίζω ὁ Θεός νά σέ ἀξίωση τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Ὁ Αὐξέντιος, παρ’ ὅλο τό σεβασμό πού ἔτρεφε πρός τον ἐξομολόγο, δέν ἄκουσε τή συμβουλή του. Δέν ἄφησε τήν ἐργασία του. Συνέχισε νά κάνη τό βαρκάρη καί ὅ,τι ἀπ’ τή δουλειά του τοῦ περίσσευε τό μοίραζε στούς φτωχούς. Νήστευε, προσευχόταν καί εἶχε ἀληθινό πόθο νά μαρτυρήση γιά τό Χριστό.
Ὁ Αὐξέντιος, ὅταν εἶδε ὅτι εἶχε ὁπλισθῆ μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἦταν ἕτοιμος ν’ ἀντιμετωπίση κάθε κίνδυνο καί πειρασμό, ἀποφάσισε νά ξαναγυρίση στό βασιλικό πολεμικό καράβι. Ὄχι ὅμως γιά νά διασκεδάζη πάλι μαζί μέ τούς Τούρκους ὅπως πρῶτα, ἀλλά γιά νά ὁμολογήση ἐκεῖ τό Χριστό. Τολμηρή πράγματι ἀπόφασις! Πῆγε λοιπόν στό πολεμικό καράβι. Ἀλλά μόλις τόν εἶδαν οἱ παλιοί του φίλοι ὥρμησαν πάνω του σάν ἄγρια θηρία. Τόν χτυποῦσαν καί τόν ἔσυραν στό κριτήριο λέγοντας:
– Αὐτός ἦταν Τοῦρκος καί τώρα παρουσιάζεται σάν χριστιανός.
Ὁ Αὐξέντιος μέ θάρρος ἀπάντησε:
– Ἐγώ πάν τοτε ἤμουνα χριστιανός καί εἶμαι. Εἶμαι δέ ἕτοιμος γιά ὅλα τά μαρτύρια χάριν τοῦ Χριστοῦ.
Τότε ἕνας Τοῦρκος, ἀκούγοντας τή θαρραλέα ὁμολογία, ὡργίστηκε καί μέ τό ραβδί του χτύπησε τό μάρτυρα καί τοῦ ἔβγαλε τό δεξί του μάτι. Ὁ μάρτυρας εὐχαρίστησε τόν Κύριο, πού τόν ἀξίωσε νά ὑποφέρη γιά τό ὄνομά του. Ἀλλά ὁ Τοῦρκος ἐκεῖνος πάλι τόν χτύπησε στό στόμα· τόν χτύπησε τόσο δυνατά, ὥστε ἔπεσαν δύο δόντια του. Ὁ Αὐξέντιος, μ’ ὅλο τόν πόνο πού αἰσθανόταν, συνέχιζε νά ὁμολογῆ τήν πίστι του. Τέλος ἔφτασαν στό κριτήριο. Ὁ Τοῦρκος δικαστής τόν ρώτησε, γιατί ἄλλαξε γνώμη καί ἀσπάστηκε τή θρησκεία πού εἶχε ἄλ λοτε ἀρνηθῆ. Ὁ Αὐξέντιος εἶπε:
– Ἐγώ ποτέ δέν ἀρνήθηκα τόν γλυκύτατο Χριστό μου, ἀλλά πιστεύω καί ὁμο λογῶ, ὅτι αὐτός εἶνε ὁ παντοδύναμος ποιητής τοῦ κόσμου, κι εἶμαι ἕτοιμος γι’ αὐτόν νά χύσω τό αἷμα μου καί ὄχι νά τουρκέψω. Μή γένοιτό μοι, Κύριε!…
Ὁ δικαστής, ὅταν ἄκουσε τή θαρραλέα αὐτή ἀπάντηση τοῦ Αὐξεντίου, ὠργίστηκε καί διέταξε νά τόν δείρουν σκληρά. Τοῦ ἔδωσαν λοιπόν τριακόσια ραβδίσματα στά πόδια. Ἀπ’ τά χτυπήματα ἄνοιξαν οἱ φλέβες τῶν ποδιῶν καί τό αἷμα ἔτρεχε ποτάμι. Ἀπό κεῖ, σχεδόν νεκρό, τόν πῆραν καί τόν ἔκλεισαν στή φυλακή, γιά νά τόν ξαναδικάσουν ἄλλη μέρα. Ὁ Αὐξέντιος ζήτησε καί μετάλαβε γιά τελευταία φορά τά ἄχραντα μυστήρια.
Ὕστερα ἀπό πέντε μέρες ἔφεραν τό μάρτυρα στο ἀνώτερο δικαστήριο δεμένο μέ ἁλυσίδες, σάν νἄτανε κα κοῦργος. Ὁ δικαστής μέ ἄγριο βλέμμα τόν κοιτάζει καί τοῦ λέει:
– Γιατί ἐσύ δέν ὁμολογεῖς τή δική μας θρησκεία, ἀλλα τήν ἀποστρέφεσαι καί τήν περιφρονεῖς;
Ὁ Αὐξέντιος ἀπάντησε:
– Ἐγώ χριστιανός γεννήθηκα καί χριστιανός θέλω νά πεθάνω, καί δέν ἀρνοῦμαι τήν πίστι μου ὁσοδήποτε καί ἄν μέ βασανίσετε. Γιατί αὐτή ἡ πίστις εἶνε καλή καί ἀληθινή. Εὔχομαι δέ κι ἐσεῖς νά πιστέψετε σ’αὐτήν, γιά νά μήν κολαστῆτε.
Ὁ δικαστής, βλέποντας ὅτι ἡ γνώμη τοῦ μάρτυρα εἶνε σταθερή, ἔβγαλε τήν ἀπόφασι, ὁ Αὐξέντιος ν’ ἀποκεφαλισθῆ.
Τότε τόν ἅρπαξαν οἱ δήμιοι καί τόν ἔφεραν στόν τόπο τῆς καταδίκης του. Ἐκεῖ ὁ μάρτυρας γονάτισε, ἔκανε τήν προσευχή του καί παρακάλεσε τό Θεό γιά τούς χριστιανούς καί γιά ὅλο τόν κόσμο. Τότε ὁ δήμιος ἔκοψε τήν ἁγία κεφαλή του.
Άγιος Αυξέντιος ο Νεομάρτυρας (Ι. Ν. Αγ. Σπυρίδωνα Νεοχωρόπουλο Ιωαννίνων) - Π. Κούβαρη και Ι. Χ. Θωμάς©
Καθώς δέ ἄνοιξε ὁ τάφος, βγῆκε μιά εὐωδία, πού ὅλοι θαύμασαν. Καί τά ἱερά του λείψανα ἔκαναν θαύματα. Ἡ κάρα τοῦ μάρτυρα βρίσκεται σήμερα στήν ἱερά μονή Ξηροποτάμου σάν πολύτιμο κειμήλιο.
Ἕνας γουνοποιός πρῶτα, ναύτης ἔπειτα καί τέλος βαρκάρης ἁγίασε καί μαρτύρησε. Ἔχουν λοιπόν καί οἱ βαρκάρηδες, πού ἐργάζονται στά διάφορα λιμάνια τῆς πατρίδος μας, ἔχουν τόν ἅγιό τους. Εἴθε ὁ Θεός διά πρεσβειῶν τοῦ μάρτυρος Αὐξεντίου, νά τούς προστατεύη καί νά τούς ἁγιάζη.
AΠΟ ΒΙΒΛΙΟ· ΑΓΙΟΙ «ΑΠ” ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου