«Ο πατέρας μου»-Στρατή Μυριβήλη
Τ’ αγαπούσε ο μακαρίτης ο πατέρας τα δέντρα. Τα δέντρα και τις ρίμες. Ώσπου πέθανε μου ‘γραφε στίχους της ξενιτιάς κάτω από τα καλλιγραφημένα γράμματά του, κι ώσπου πέθανε, φύτευε δέντρα, κλήματα και λουλούδια, παντού όπου λάχαινε. Όχι να πεις για συμφέρο, μόνο έτσι από μεράκι. Καρπερά θέλεις, στολιστικά θέλεις. Στα χωράφια μας, στους δρόμους του χωριού, στον αυλόγυρο της εκκλησιάς. Ακόμα έβαζε ρίμες μπροστά στις ξένες πόρτες, στις ξένες αυλές. Σαν έμαθα πως συχωρέθηκε, στοχαζόμουν πως γι’ αυτόν η πιο καλόδεχτη συνοδειά στο ξόδι θα του ήταν, αν γινότανε βολετό, να περπατήσουν και να πάνε να τον ξεπροβοδίσουν ως την Αγιά Σωτήρα όλα αυτά τα δεντρικά, που φύτεψε κι ανέστησε στη ζωή με τ’ άγια χέρια του.
Σαν πήγα να προσκυνήσω στο μνήμα του, βρήκα μια παπαρουνιά να κοκκινολογά στο χώμα, γεμάτη κόμπους και λουλούδια. Έσκυψα να τη βγάλω, να την πάρω μαζί μου σε μια γλάστρα. Και την ίδια στιγμή το μετάδα, τράβηξα πίσω το χέρι. Μου φάνηκε πως το λουλούδι έφτανε ως στην καρδιά του. Φοβήθηκα πως άμα το τραβήξω από το χώμα θα δω να στάζουν αίματα οι σπασμένες ρίζες. (Ο Θεός που αγαπά τα δέντρα και τα λουλούδια σαν παιδιά του ας τον αναπάψει σε τόπο χλοερό).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου