Καὶ λοιπόν, περιγράφει τὸ πρῶτο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ «Γένεσις», τὴ θυσία πρὸς τὸν Θεὸ ποὺ ἀποφάσισαν νὰ προσφέρουν τὰ δύο ἀδέλφια (βλ. Γεν. δ΄ 3-7). Ὁ Κάιν ἦταν γεωργός, ὁ Ἄβελ βοσκός.
Πῆραν καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὰ γεννήματά τους νὰ προσφέρουν θυσία στὸ Θεό. Ἀλλὰ ἐνῶ ὁ Ἄβελ διάλεξε ἀπὸ τὰ πρόβατά του ὅ,τι καλύτερο διέθετε, τὰ ἄριστα τῶν ἀρίστων στὴν ποιότητα, ὁ Κάιν ἀπὸ τοὺς καρποὺς ποὺ τοῦ ἀπέδιδε ἡ γῆ πῆρε πρόχειρα, ὅ,τι νά ’ταν, χωρὶς νὰ διαλέξει τὸ καλύτερο γιὰ τὸν Θεό. Φυσικὸ λοιπὸν ἦταν ὁ Θεὸς νὰ εὐαρεστηθεῖ μὲ τὴ θυσία τοῦ Ἄβελ, ἐνῶ ἀντιθέτως νὰ ἀπορρίψει ἐκείνη τοῦ Κάιν. «Καὶ ἐπεῖδεν ὁ Θεὸς ἐπὶ Ἄβελ καὶ ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ, ἐπὶ δὲ Κάϊν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχε» (στίχ. 4-5).
Λυπήθηκε ὁ Κάιν μὲ τὴν προτίμηση τοῦ Θεοῦ. Λυπήθηκε πολύ. Λύπη ὅμως ὄχι μετανοίας, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο: ἐγωιστική. Δυσφόρησε μὲ τὴ στάση τοῦ Θεοῦ, ὀργίστηκε. Σκυθρώπασε τὸ πρόσωπό του: «Καὶ ἐλυπήθη Κάϊν λίαν, καὶ συνέπεσε τῷ προσώπῳ αὐτοῦ» (στίχ. 5). «Ἔριξε τὰ μοῦτρα του», ὅπως λέμε.
Καὶ ὁ Θεὸς τί ἔκανε, ὅταν εἶδε ἔτσι τὸν Κάιν; Θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ τοῦ πεῖ: «Δὲν φτάνει ποὺ ἁμάρτησες ἐνώπιόν μου, μὲ περιφρόνησες μὲ τὴν πράξη σου αὐτή, μὲ ὑποβίβασες σὰν νὰ ἤμουν κοινὸς ἄνθρωπος, ἕνας ἀπὸ σᾶς· τώρα θυμώνεις κι ἀπὸ πάνω; Καὶ σκυθρωπάζεις ποὺ δὲν δέχθηκα τὴ θυσία σου;».
Ἀλλὰ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ὁ πανάγαθος Κύριος. Ἀντιθέτως, σὰν φιλόστοργος πατέρας πρὸς τὸ ἀγνῶμον παιδί του, σὰν καλὸς διδάσκαλος πρὸς τὸν ἀπειθὴ μαθητή του, προσπαθεῖ ἀφενὸς μὲν νὰ τὸν συνετίσει καὶ ἀφετέρου νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ αὐτὴ τὴ δυσφορία ποὺ τὸν ἔχει καταλάβει, ἀπὸ τὴν τόσο ἀρνητικὴ γιὰ τὸν ἴδιο ψυχικὴ αὐτὴ κατάσταση.
Καὶ τί τοῦ λέει; «Ἵνα τί περίλυπος ἐγένου, καὶ ἵνα τί συνέπεσε τό πρόσωπόν σου; οὐκ ἐὰν ὀρθῶς προσενέγκῃς, ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς, ἥμαρτες;» (στίχ. 6-7). Γιατί κυριεύθηκες ἀπὸ λύπη καὶ γιατί ἔτσι σκοτείνιασε τὸ πρόσωπό σου; Δὲν εἶναι ἁμαρτία τὸ νὰ προσφέρεις μὲν σωστὰ τὴ θυσία σου, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχεις κάνει σωστὴ ἐκλογὴ
ἀπὸ τὰ γεννήματά σου; Μὲ ἐρωτηματικὸ τρόπο, ὥστε νὰ ἔχει ὁ Κάιν τὴ δυνατότητα νὰ ἐκμεταλλευθεῖ τὴν εὐκαιρία καὶ νὰ ἀπαντήσει σωστά, ἀποδεχόμενος τὸ σφάλμα του. Νὰ πεῖ δηλαδή: «Ναί, Κύριε. Ἔχεις ἀπόλυτο δίκιο. Ἥμαρτον, συγχώρεσέ με».
Κι ὅμως· ὁ Κάιν δὲν ἀπαντᾶ τίποτε. «Βράζει» μέσα του. Καὶ τὸ πρόσωπο κάτω, γεμάτο θυμὸ καὶ ἀντίδραση.
Καὶ ὁ Θεός; Πάλι κίνηση μεγαλειότητος ἐκ μέρους Του. Καὶ συνάμα εὐσπλαχνίας ἀπερίγραπτης:
«Ἡσύχασον· πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ αὐτοῦ, καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ» (στίχ. 7). Ἡσύχασε. Ἠρέμησε, Κάιν. Δὲν σοῦ ἀφαιρῶ τὰ προνόμια ποὺ ἔχεις ἔναντι τοῦ ἀδελφοῦ σου ὡς μεγαλύτερος. Αὐτὸς πάντοτε θὰ σὲ σέβεται καὶ θὰ σὲ τιμᾶ, καὶ σὺ θὰ τὸν ἐξουσιάζεις.
«Ἡσύχασον». Κάνει ἐντύπωση ἡ λέξη αὐτὴ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου. Ὁ Κάιν εἶχε ἁμαρτήσει ἐνώπιόν Του, καὶ μάλιστα ὄχι λίγο. Φυσικὸ ἦταν νὰ ἔχει μέσα του ταραχή. Ἐξάλλου ἡ ἁμαρτία πάντα αὐτὸ προκαλεῖ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου: ἀνασφάλεια, φόβο, τύψεις, ταραχή. Ὁ Κύριος ὅμως τοῦ λέει· «ἡσύχασον». Ἠρέμησε. Μὴν ἀφήνεις τὴν καρδιά σου νὰ κατακλύζεται ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀρνητικά, πιεστικά, ψυχοφθόρα αἰσθήματα.
«Τί οὖν;», σχολιάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. «Ἥμαρτες, καὶ μέγα ἥμαρτες, ἀλλ’ οὐ κολάζω διὰ τὸ ἁμαρτηθέν· φιλάνθρωπος γάρ εἰμι... Ἐπεὶ οὖν ἥμαρτες, ‘‘ἡσύχασον’’, γαλήνην ἔργασαί σου τοῖς λογισμοῖς, καὶ ἀπαλλάγηθι τῆς τῶν κυμάτων σφοδρότητος, τῶν πολιορκούντων σου τὴν διάνοιαν»
Ἁμάρτησες βέβαια, λέει, καὶ μάλιστα πολύ· ὅμως Ἐγὼ δὲν σὲ τιμωρῶ γιὰ τὴν ἁμαρτία σου· διότι εἶμαι φιλάνθρωπος... Ἀφοῦ λοιπὸν ἁμάρτησες, ἡσύχασε, προσπάθησε νὰ φέρεις γαλήνη στοὺς λογισμούς σου καὶ ἀπαλλάξου ἀπὸ τὴ σφοδρότητα τῶν κυμάτων ποὺ κατακλύζουν τὸ μυαλό σου.
Καὶ συνεχίζει ὁ ἱερὸς Πατήρ: «Κατάστειλον τὴν ταραχήν, μὴ τῷ προλαβόντι ἁμαρτήματι ἕτερον χαλεπώτερον προσθῇς... Μὴ αἰχμάλωτον σαυτὸν ἐκδῷς τῷ πονηρῷ δαίμονι. Ἥμαρτες, ἡσύχασον» (ΕΠΕ 2, 530).
Σταμάτα τὴν ταραχὴ μέσα σου, γιὰ νὰ μὴν προσθέσεις στὸ προηγούμενο ἁμάρτημα ἄλλο φοβερότερο... Μὴν παραδώσεις τὸν ἑαυτό σου αἰχμάλωτο στὸν πονηρὸ διάβολο. Ἁμάρτησες; Ἡσύχασε.
Πόσο καίρια ἦταν ἡ προτροπὴ τοῦ Θεοῦ! Ἂν ὁ Κάιν τὴν εἶχε ἀκούσει, δὲν θὰ παρασυρόταν στὸ δεύτερο, τὸ φρικτότερο ἁμάρτημά του, τὸν φόνο τοῦ ἀδελφοῦ του Ἄβελ. Ἀπ’ αὐτὸ θέλησε νὰ τὸν προστατεύσει ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ εἶπε· «ἡσύχασε»! Κοίταξε νὰ ἠρεμήσεις, νὰ βρεῖς τὸν ἑαυτό σου, νὰ συνέλθεις, νὰ μετανοήσεις...
Τί Θεὸς εἶναι Αὐτός!
Δὲν θέλει ποτὲ νὰ ἔχει ἡ καρδιά μας ταραχή. Οὔτε καὶ ὅταν ἁμαρτάνουμε· κι ὅταν ἀκόμα ἁμαρτάνουμε πολύ. Ἐξάλλου ἡ ταραχὴ εἶναι πάντοτε τὸ ὄχημα τοῦ διαβόλου. Καὶ εἶναι δεῖγμα ἐγωιστικῆς θεώρησης τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἀγώνα μας τὸ νὰ ταραζόμαστε ὅταν ἁμαρτάνουμε. Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος ἔχει πάντοτε συναίσθηση τῆς πνευματικῆς πτωχείας, μικρότητος, εὐτελείας του, καὶ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἥσυχα τὴ συγχώρηση. Καὶ ἡ ἀληθινὴ μετάνοια πάντοτε ἐμπερικλείει τὴν αἴσθηση τῆς στοργῆς καὶ τῶν ἀπείρων οἰκτιρμῶν τοῦ ἁγίου Θεοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ μόνο μέσα σὲ κλίμα εἰρήνης ψυχῆς μπορεῖ νὰ καλλιεργηθεῖ καὶ νὰ τελεσφορήσει.
Ἂς μὴ φεύγει λοιπὸν ποτὲ ἀπὸ τὰ αὐτιά μας ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ φιλανθρώπου Κυρίου: «Ἥμαρτες; ἡσύχασον».
Πόσο καίρια ἦταν ἡ προτροπὴ τοῦ Θεοῦ! Ἂν ὁ Κάιν τὴν εἶχε ἀκούσει, δὲν θὰ παρασυρόταν στὸ δεύτερο, τὸ φρικτότερο ἁμάρτημά του, τὸν φόνο τοῦ ἀδελφοῦ του Ἄβελ. Ἀπ’ αὐτὸ θέλησε νὰ τὸν προστατεύσει ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ εἶπε· «ἡσύχασε»! Κοίταξε νὰ ἠρεμήσεις, νὰ βρεῖς τὸν ἑαυτό σου, νὰ συνέλθεις, νὰ μετανοήσεις...
Τί Θεὸς εἶναι Αὐτός!
Δὲν θέλει ποτὲ νὰ ἔχει ἡ καρδιά μας ταραχή. Οὔτε καὶ ὅταν ἁμαρτάνουμε· κι ὅταν ἀκόμα ἁμαρτάνουμε πολύ. Ἐξάλλου ἡ ταραχὴ εἶναι πάντοτε τὸ ὄχημα τοῦ διαβόλου. Καὶ εἶναι δεῖγμα ἐγωιστικῆς θεώρησης τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἀγώνα μας τὸ νὰ ταραζόμαστε ὅταν ἁμαρτάνουμε. Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος ἔχει πάντοτε συναίσθηση τῆς πνευματικῆς πτωχείας, μικρότητος, εὐτελείας του, καὶ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἥσυχα τὴ συγχώρηση. Καὶ ἡ ἀληθινὴ μετάνοια πάντοτε ἐμπερικλείει τὴν αἴσθηση τῆς στοργῆς καὶ τῶν ἀπείρων οἰκτιρμῶν τοῦ ἁγίου Θεοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ μόνο μέσα σὲ κλίμα εἰρήνης ψυχῆς μπορεῖ νὰ καλλιεργηθεῖ καὶ νὰ τελεσφορήσει.
Ἂς μὴ φεύγει λοιπὸν ποτὲ ἀπὸ τὰ αὐτιά μας ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ φιλανθρώπου Κυρίου: «Ἥμαρτες; ἡσύχασον».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου