Πρωτοπρεσβυτέρου Χριστοφόρου Χρόνη
Κληρικού Ι.Μ. Αιτωλίας κ΄ Ακαρνανίας
(Δρ. Θεολογίας-Μ.Α. Φιλοσοφίας)
Παρότι ζούμε στον «πολιτισμένο» 21ο αιώνα, εντούτοις δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να είμαστε υπερήφανοι για τον πολιτισμό μας. Κληρικού Ι.Μ. Αιτωλίας κ΄ Ακαρνανίας
(Δρ. Θεολογίας-Μ.Α. Φιλοσοφίας)
Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι ισχύει ακόμα ο λόγος του σπουδαιότερου Άγγλου φιλοσόφου, Τόμας Χομπς (1588-1679), ο οποίος έγραψε «ο ανθρώπινος βίος είναι μοναχικός, ενδεής, βρώμικος, κτηνώδης και βραχύς».[1] Παντού κυριαρχεί η βία. Βία σε διαπροσωπικό επίπεδο (αφορά τη βία στις σχέσεις των ανθρώπων), βία σε διακρατικό επίπεδο (βία μεταξύ κρατών), βία σε κοινωνικό επίπεδο (μία κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης), βία σε φυλετικό επίπεδο (μία φυλή εναντίον της άλλης) και τέλος βία σε προσωπικό επίπεδο (βία ατόμου στον ίδιο του τον εαυτό). Και όταν λέμε βία εννοούμε την κάθε συμπεριφορά που χρησιμοποιείται για να εξαναγκάσει, να κυριαρχήσει ή να απομονώσει το θύμα της.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ακόμα και μεγάλα κινήματα, που αγωνίσθηκαν για την επίτευξη των στόχων τους χωρίς τη χρήση βίας, τελικά υπέστησαν την βία στην χειρότερη μορφή της.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ακόμα και μεγάλα κινήματα, που αγωνίσθηκαν για την επίτευξη των στόχων τους χωρίς τη χρήση βίας, τελικά υπέστησαν την βία στην χειρότερη μορφή της.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τα σύγχρονα κινήματα δύο μεγάλων προσωπικοτήτων: του Γκάντι (1869-1948) και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (1929-1968). Και οι δύο αγωνίσθηκαν συνειδητά, δημόσια και χωρίς χρήση βίας, ο μεν πρώτος για την ανεξαρτησίας της Ινδίας από την Βρετανική Αυτοκρατορία, ο δε για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων στην Αμερική. Οι δύο μεγαλύτεροι υποστηρικτές της μη βίας στον 20ο αιώνα, έπεσαν και οι δύο θύματά της, δολοφονήθηκαν.[2]
Η βία έχει μέσα της στοιχεία «ανθρωποφαγικά». Θέλει να εξαλείψει τον άλλον. Η βία θέλει να φάει το θύμα της. Το παρουσιάζει θαυμάσια ο διάσημος γερμανός συγγραφέας και ποιητής Μπέρτολτ Μπρεχτ. Γράφει: « Κάθε πρωί ο γείτονάς μου ακούει μουσική. Γιατί ακούει μουσική; Γιατί γυμνάζεται. Και γιατί γυμνάζεται; Γιατί του χρειάζεται δύναμη. Και γιατί του χρειάζεται δύναμη; Γιατί πρέπει να νικήσει τους εχθρούς του. Και γιατί πρέπει να νικήσει τους εχθρούς του; Γιατί θέλει να φάει».[3]
Στο σημείο αυτό εμφανίζεται η Εκκλησία, η οποία μέσω της ποιμαντικής φροντίδας της, καλείται να αντιμετωπίσει την ανθρώπινη βία που κυριαρχεί γύρω της. Για την Εκκλησία, βασικές αιτίες εκδήλωσης της βίας θεωρούνται ο φόβος, η ζηλοφθονία και η πλεονεξία. Ωστόσο η Εκκλησία δεν παραμένει μόνο στη διαπίστωση των νοσηρών αυτών καταστάσεων αλλά προτείνει και τα αντίστοιχα θεραπευτικά μέσα.
Όλες οι εκδηλώσεις της βίας προέρχονται από τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Ο Χριστός μας διαβεβαιώνει κατηγορηματικά ότι μέσα από την καρδιά μας ξεχύνονται οι κακές σκέψεις, οι μοιχείες, οι φόνοι, οι κλοπές, οι πλεονεξίες, οι πονηρίες, ο δόλος, το μοχθηρό βλέμμα, η βλασφημία, η υπερηφάνεια, η ασέλγεια.[4] Όλα αυτά οδηγούν τον άνθρωπο στο να ενεργεί βίαια.
Παραδόξως και η Εκκλησία χρησιμοποιεί τη βία. Η βία όμως αυτή δεν στρέφεται προς τα έξω, προς τον κόσμο και τον συνάνθρωπο, αλλά προς τα μέσα, στον εσωτερικό άνθρωπο. Ο Χριστός ομολογεί ότι όσοι «βιάζουν» τον εαυτό τους, όσοι δηλ. αγωνίζονται κατά της αμαρτίας που υπάρχει μέσα τους, αυτοί αρπάζουν και κρατούν τη βασιλεία του Θεού.[5]
Η βία μπορεί να προληφθεί μόνο όταν έχουμε αγιασμένους και χαριτωμένους, από το Άγιο Πνεύμα, ανθρώπους. Μόνο η αγιότητα θα σώσει τον κόσμο. Η Εκκλησία δεν αγωνίζεται για να δημιουργήσει καλούς ανθρώπους. Δεν μας ενδιαφέρουν οι καλοί άνθρωποι. Μας ενδιαφέρουν οι άγιοι. Αυτούς χρειαζόμαστε. Αν ο κόσμος χρειαζόταν μόνο καλούς ανθρώπους, τότε δεν θα υπήρχε λόγος ο Χριστός να γίνει άνθρωπος για εμάς. Θα μας έφτανε η θεωρία των αρετών του Αριστοτέλη, η θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα ή η ηθικολογία του Επίκτητου. Η Εκκλησία δεν είναι υποδιεύθυνση της Ελληνικής Αστυνομίας, που συμβάλλει στη δημιουργία νομοταγών πολιτών, ούτε παράρτημα του Υπουργείου Εργασίας και του ΙΚΑ, για να ταΐζει στρατιές πεινασμένων και να βρίσκει δουλειά σε ανέργους. Ασφαλώς ως μάνα η Εκκλησία δεν τα παραλείπει αυτά. Αλλά ο κύριος σκοπός της ποιμαντικής της είναι να δημιουργήσει αγίους. Αφού κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Άγιος των Αγίων, ο Χριστός, άρα κι εμείς οφείλουμε να αγιασθούμε, σύμφωνα νε τη διαχρονική Του προτροπή «να γίνεσθε άγιοι γιατί κι εγώ είμαι άγιος».[6]
Ο αγιασμένος άνθρωπος είναι ένας κοινωνικός άνθρωπος. Είναι ειρηνικός και την ειρήνη αυτή τη μεταδίδει και στο περιβάλλον του. Έλεγε ο μεγάλος ρώσος άγιος, Σεραφείμ του Σάρωφ, «απόκτησε την εσωτερική ειρήνη και χιλιάδες θα βρουν κοντά σου τη σωτηρία».[7] Αλλά ειρηνικός μπορεί να είσαι μόνο όταν αγαπάς. Ο άγιος στο πρόσωπο του αδερφού του βλέπει το πρόσωπο του Χριστού. Είδες τον αδερφό σου, είδες Κύριο τον Θεό σου, διαβάζουμε στο Γεροντικό.[8]
Η βία έχει μέσα της στοιχεία «ανθρωποφαγικά». Θέλει να εξαλείψει τον άλλον. Η βία θέλει να φάει το θύμα της. Το παρουσιάζει θαυμάσια ο διάσημος γερμανός συγγραφέας και ποιητής Μπέρτολτ Μπρεχτ. Γράφει: « Κάθε πρωί ο γείτονάς μου ακούει μουσική. Γιατί ακούει μουσική; Γιατί γυμνάζεται. Και γιατί γυμνάζεται; Γιατί του χρειάζεται δύναμη. Και γιατί του χρειάζεται δύναμη; Γιατί πρέπει να νικήσει τους εχθρούς του. Και γιατί πρέπει να νικήσει τους εχθρούς του; Γιατί θέλει να φάει».[3]
Στο σημείο αυτό εμφανίζεται η Εκκλησία, η οποία μέσω της ποιμαντικής φροντίδας της, καλείται να αντιμετωπίσει την ανθρώπινη βία που κυριαρχεί γύρω της. Για την Εκκλησία, βασικές αιτίες εκδήλωσης της βίας θεωρούνται ο φόβος, η ζηλοφθονία και η πλεονεξία. Ωστόσο η Εκκλησία δεν παραμένει μόνο στη διαπίστωση των νοσηρών αυτών καταστάσεων αλλά προτείνει και τα αντίστοιχα θεραπευτικά μέσα.
Όλες οι εκδηλώσεις της βίας προέρχονται από τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Ο Χριστός μας διαβεβαιώνει κατηγορηματικά ότι μέσα από την καρδιά μας ξεχύνονται οι κακές σκέψεις, οι μοιχείες, οι φόνοι, οι κλοπές, οι πλεονεξίες, οι πονηρίες, ο δόλος, το μοχθηρό βλέμμα, η βλασφημία, η υπερηφάνεια, η ασέλγεια.[4] Όλα αυτά οδηγούν τον άνθρωπο στο να ενεργεί βίαια.
Παραδόξως και η Εκκλησία χρησιμοποιεί τη βία. Η βία όμως αυτή δεν στρέφεται προς τα έξω, προς τον κόσμο και τον συνάνθρωπο, αλλά προς τα μέσα, στον εσωτερικό άνθρωπο. Ο Χριστός ομολογεί ότι όσοι «βιάζουν» τον εαυτό τους, όσοι δηλ. αγωνίζονται κατά της αμαρτίας που υπάρχει μέσα τους, αυτοί αρπάζουν και κρατούν τη βασιλεία του Θεού.[5]
Η βία μπορεί να προληφθεί μόνο όταν έχουμε αγιασμένους και χαριτωμένους, από το Άγιο Πνεύμα, ανθρώπους. Μόνο η αγιότητα θα σώσει τον κόσμο. Η Εκκλησία δεν αγωνίζεται για να δημιουργήσει καλούς ανθρώπους. Δεν μας ενδιαφέρουν οι καλοί άνθρωποι. Μας ενδιαφέρουν οι άγιοι. Αυτούς χρειαζόμαστε. Αν ο κόσμος χρειαζόταν μόνο καλούς ανθρώπους, τότε δεν θα υπήρχε λόγος ο Χριστός να γίνει άνθρωπος για εμάς. Θα μας έφτανε η θεωρία των αρετών του Αριστοτέλη, η θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα ή η ηθικολογία του Επίκτητου. Η Εκκλησία δεν είναι υποδιεύθυνση της Ελληνικής Αστυνομίας, που συμβάλλει στη δημιουργία νομοταγών πολιτών, ούτε παράρτημα του Υπουργείου Εργασίας και του ΙΚΑ, για να ταΐζει στρατιές πεινασμένων και να βρίσκει δουλειά σε ανέργους. Ασφαλώς ως μάνα η Εκκλησία δεν τα παραλείπει αυτά. Αλλά ο κύριος σκοπός της ποιμαντικής της είναι να δημιουργήσει αγίους. Αφού κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Άγιος των Αγίων, ο Χριστός, άρα κι εμείς οφείλουμε να αγιασθούμε, σύμφωνα νε τη διαχρονική Του προτροπή «να γίνεσθε άγιοι γιατί κι εγώ είμαι άγιος».[6]
Ο αγιασμένος άνθρωπος είναι ένας κοινωνικός άνθρωπος. Είναι ειρηνικός και την ειρήνη αυτή τη μεταδίδει και στο περιβάλλον του. Έλεγε ο μεγάλος ρώσος άγιος, Σεραφείμ του Σάρωφ, «απόκτησε την εσωτερική ειρήνη και χιλιάδες θα βρουν κοντά σου τη σωτηρία».[7] Αλλά ειρηνικός μπορεί να είσαι μόνο όταν αγαπάς. Ο άγιος στο πρόσωπο του αδερφού του βλέπει το πρόσωπο του Χριστού. Είδες τον αδερφό σου, είδες Κύριο τον Θεό σου, διαβάζουμε στο Γεροντικό.[8]
Ο ειρηνικός άνθρωπος έχει αγάπη και όποιος έχει αγάπη δεν φοβάται κανέναν, σύμφωνα με τη συγκλονιστική ρήση του μαθητού της αγάπης, του αγαπημένου μαθητού του Χριστού, του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου «φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ' ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ».[9]
Ένας τέτοιος αγιασμένος άνθρωπος ειρηνικός, άφοβος, γεμάτος με ανυπόκριτη και απροϋπόθετη αγάπη ζει με όλους τους ανθρώπους και για όλους, αφού ο καθένας είναι πλησίον γι’αυτόν. Τονίζεται η έννοια απροϋπόθετη αγάπη διότι σήμερα, για τους περισσότερους από εμάς, πλησίον είναι ο ήδη αγαπημένος, αυτός που μας έχει δώσει αποδείξεις της αγάπης του και της καλής του συμπεριφοράς.
Είναι θα λέγαμε ο φυσιολογικός άνθρωπος τον οποίο θα τον αγαπήσω, θα τον λυπηθώ, γιατί πολλές φορές αυτό που νομίζουμε ότι είναι αγάπη, είναι οίκτος π.χ. βλέπουμε έναν καρκινοπαθή και αμέσως νιώθουμε χαρά που δεν είμαστε στη θέση του. Στη συνέχεια νιώθουμε ενοχή επειδή χαρήκαμε και η ενοχή γίνεται οίκτος.[10] Είναι αυτό απροϋπόθετη αγάπη; Ούτε καν αγάπη δεν είναι. Θυμίζει έντονα την αλλοίωση που είχε υποστεί η αρετή της αγάπης κατά τη διάρκεια της βικτωριανής εποχής (19ος αι.). Τότε μπορούσε να είναι κανείς ελεήμων προς τους φτωχούς, αλλά για όνομα του Θεού, δεν μπορούσε ασφαλώς να τους αγαπάει.[11]
Μεγάλη είναι η ποιμαντική συνεισφορά των ιερών μυστηρίων της Εκκλησίας στην αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας. Με τη μετάνοια, την ιερά εξομολόγηση και τη θεία κοινωνία, ο άνθρωπος ειρηνεύει, μεταμορφώνεται πνευματικά και αγιάζεται. Δεν είναι τυχαίο ότι υπερβολικά βίαιοι άνθρωποι, όταν γνώρισαν το Χριστό, έφτασαν σε καταπληκτικά ύψη αγιότητας. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Απ. Παύλο, που από φοβερός διώκτης και υπερβολικά βίαιος, (στις Πράξεις των Αποστόλων ο ίδιος ομολογεί τη βιαιότητά του, ακόμα και σε γυναίκες),[12] έγινε ο απόστολος των εθνών, το στόμα του Χριστού και αξιώθηκε, εν ζωή, να δει πως είναι ο παράδεισος.
Σημαντική είναι η ποιμαντική προσφορά των ιερών μονών της Εκκλησίας και κυρίως του Αγίου Όρους όπου βρίσκουν καταφύγιο χιλιάδες προσκυνητές, νέοι ως επί το πλείστον. Το αγιασμένο περιβάλλον, οι θαυματουργές εικόνες, τα ιερά λείψανα των αγίων, οι πνευματικοί γέροντες και γερόντισσες, επιδρούν στις ψυχές των προσκυνητών, τις ειρηνεύουν και τις καθαρίζουν από βίαιους και αρνητικούς λογισμούς, που τόσο ταλαιπωρούν και φθείρουν τον άνθρωπο. Οι προσκυνητές αυτοί επιστρέφουν ειρηνικοί και «αλλοιωμένοι» στο περιβάλλον τους και αυτή την πνευματική αλλοίωση τη μεταλαμπαδεύουν στους γύρω τους.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η βία είναι άδικο πράγμα. Και το άδικο όχι μόνο δεν ευλογείται αλλά πέφτει πάνω σ’ αυτόν που το ασκεί. Τη Μ. Πέμπτη βλέπουμε στην ακολουθία των Παθών, τον απ. Πέτρο, την ώρα της σύλληψης του Χριστού στη Γεσθημανή, να τραβάει το μαχαίρι του και να κόβει το αυτί ενός δούλου, του Μάλχου. Ο Χριστός τον επέπληξε για την βίαιη αυτή του πράξη[13] και αμέσως θεράπευσε τον δούλο,[14] μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων. Λίγες ώρες μετά ο Πέτρος πρόδωσε το Χριστό, όχι μία αλλά τρεις φορές και μάλιστα με όρκο. Μεγάλη η πτώση του Πέτρου αλλά ευτυχώς μεγάλη και η μετάνοιά του.
Ο χριστιανός αντιτίθεται σε κάθε μορφή βίας. Το όχι του χριστιανού στη βία δεν είναι πρόσχημα για απομόνωση και για βόλεμα αλλά αφετηρία για ένα διαρκές πνευματικό παρόν σε όλα τα καυτά προβλήματα. Είναι η συνεχής διαμαρτυρία του για την περιφρόνηση του ανθρώπου. Με ένα λόγο. Η στάση των χριστιανών είναι η στάση των αγίων. Αγωνίσθηκαν για τον συνάνθρωπο χωρίς να ασκήσουν την παραμικρή βία. Αυτή η εμμονή τους στη μη χρήση βίας, όχι μόνο δεν τους αποδυνάμωνε, αλλά αντίθετα μεγάλωνε και την αποτελεσματικότητα των αγώνων τους. Να ευχηθούμε και να προσπαθήσουμε να περιορίσουμε , όσο είναι δυνατό, το απάνθρωπο φαινόμενο της βίας. Ο αγώνας είναι δύσκολος και ανηφορικός. ‘Όμως στην ανηφόρα υπάρχει κάποιος που μπορεί να μας τραβήξει ή να μας σπρώξει. Αυτός είναι ο Χριστός. Το μόνο που χρειάζεται είναι να του το ζητήσουμε.
Μεγάλη είναι η ποιμαντική συνεισφορά των ιερών μυστηρίων της Εκκλησίας στην αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας. Με τη μετάνοια, την ιερά εξομολόγηση και τη θεία κοινωνία, ο άνθρωπος ειρηνεύει, μεταμορφώνεται πνευματικά και αγιάζεται. Δεν είναι τυχαίο ότι υπερβολικά βίαιοι άνθρωποι, όταν γνώρισαν το Χριστό, έφτασαν σε καταπληκτικά ύψη αγιότητας. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Απ. Παύλο, που από φοβερός διώκτης και υπερβολικά βίαιος, (στις Πράξεις των Αποστόλων ο ίδιος ομολογεί τη βιαιότητά του, ακόμα και σε γυναίκες),[12] έγινε ο απόστολος των εθνών, το στόμα του Χριστού και αξιώθηκε, εν ζωή, να δει πως είναι ο παράδεισος.
Σημαντική είναι η ποιμαντική προσφορά των ιερών μονών της Εκκλησίας και κυρίως του Αγίου Όρους όπου βρίσκουν καταφύγιο χιλιάδες προσκυνητές, νέοι ως επί το πλείστον. Το αγιασμένο περιβάλλον, οι θαυματουργές εικόνες, τα ιερά λείψανα των αγίων, οι πνευματικοί γέροντες και γερόντισσες, επιδρούν στις ψυχές των προσκυνητών, τις ειρηνεύουν και τις καθαρίζουν από βίαιους και αρνητικούς λογισμούς, που τόσο ταλαιπωρούν και φθείρουν τον άνθρωπο. Οι προσκυνητές αυτοί επιστρέφουν ειρηνικοί και «αλλοιωμένοι» στο περιβάλλον τους και αυτή την πνευματική αλλοίωση τη μεταλαμπαδεύουν στους γύρω τους.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η βία είναι άδικο πράγμα. Και το άδικο όχι μόνο δεν ευλογείται αλλά πέφτει πάνω σ’ αυτόν που το ασκεί. Τη Μ. Πέμπτη βλέπουμε στην ακολουθία των Παθών, τον απ. Πέτρο, την ώρα της σύλληψης του Χριστού στη Γεσθημανή, να τραβάει το μαχαίρι του και να κόβει το αυτί ενός δούλου, του Μάλχου. Ο Χριστός τον επέπληξε για την βίαιη αυτή του πράξη[13] και αμέσως θεράπευσε τον δούλο,[14] μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων. Λίγες ώρες μετά ο Πέτρος πρόδωσε το Χριστό, όχι μία αλλά τρεις φορές και μάλιστα με όρκο. Μεγάλη η πτώση του Πέτρου αλλά ευτυχώς μεγάλη και η μετάνοιά του.
Ρομφαία
[1] Τόμας Χομπς, Λεβιάθαν, μτφρ. Γρ. Πασχαλίδης-Αιμίλιος Μεταξόπουλος, εκδ. Γνώση, Αθήνα 2006, σ. 196.
[2] James Rachels-Stuart Rachels, Στοιχεία Ηθικής Φιλοσοφίας, εκδ. Οκτώ, Αθήνα 2012, σ. 132.
[3] Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ιστορίες του κ. Κόυνερ, μτφρ. Π. Μαρκάρης, εκδ. Γράμματα, χ.χ., σ. 23.
[4] Μαρκ, 7,21-22, «ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀφροσύνη».
[5] Ματθ, 11,12, «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν».
[6] Α΄ Πετρ, 1,16, «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι».
[7] Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ, εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 20008, σ. 331.
[8] Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών Πατέρων, Αποφθέγματα Γερόντων, ΕΠΕ, τ.1ος , εκδ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσ/νίκη 1978, σ. 156.
[9] Α΄ Ιωαν. 4,18.
[10] π.Νικόλαος Λουδοβίκος, Η ιστορία της αγάπης του Θεού, εκδ. Ι.Μ.Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2015, σ.172.
[11] Peter Vardy & Paul Grosch, Το αίνιγμα της Ηθικής, εκδ. Αρσενίδη, Αθήνα 2013, σ. 143.
[12] Πραξ. 22,4, «…ἐδίωξα ἄχρι θανάτου, δεσμεύων καὶ παραδιδοὺς εἰς φυλακὰς ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας…».
[13] Ιωαν, 18, 10-11, «Σίμων οὖν Πέτρος ἔχων μάχαιραν εἵλκυσεν αὐτὴν, καὶ ἔπαισε τὸν τοῦ ἀρχιερέως δοῦλον καὶ ἀπέκοψεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον τὸ δεξιόν· ἦν δὲ ὄνομα τῷ δούλῳ Μάλχος. εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ· Βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην· τὸ ποτήριον ὃ δέδωκέ μοι ὁ πατὴρ, οὐ μὴ πίω αὐτό;».
[14] Λουκ. 22,51, «καὶ ἁψάμενος τοῦ ὠτίου ἰάσατο αὐτόν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου