Κάποια μητέρα, κλαίγοντας καὶ ὀδυρομένη, ἔφερε στοὺς δρόμους τῆς πόλης τὸ ἑτοιμοθάνατο παιδί της, ἱκετεύοντας γιὰ βοήθεια. Ἡ Ἁγία Νίνα πῆρε τὸ παιδί, τὸ ἔβαλε στὸ κρεββάτι της ποὺ ἦταν ἀπὸ φυλλώματα καὶ προσευχήθηκε, ἔβαλε πάνω τὸν σταυρό της ποὺ ἦταν ἀπὸ κλήμα ἀμπελιοῦ καὶ τὸ παρέδωσε στὴν θρηνοῦσα μητέρα ζωντανὸ καὶ ὑγιές.
Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἄρχισε ἡ Ἁγία Νίνα φανερὰ καὶ μὲ δύναμη νὰ κηρύττη τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ καλεῖ τοὺς Γεωργιανοὺς εἰδωλολάτρες καὶ Ἑβραίους σὲ μετάνοια καὶ πίστη στὸν Χριστό. Σὲ ὅλους ἔγινε γνωστὴ ἡ εὐσεβὴς δίκαιη καὶ πάνσοφη ζωή της, ἐνῶ ἡ καρδία της, οἱ ὀφθαλμοί της, καὶ ἡ ἀκοή της ἦταν στραμμένη στὸν λαό.
Πολλὲς γυναῖκες, ἰδιαιτέρως Ἑβραῖες, ἔφθαναν συχνά, γιὰ νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ μελίῤῥυτο στόμα της τὴν διδασκαλία γιὰ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν αἰώνια σωτηρία, καὶ τὸ μυστήριο τῆς πίστης στὸν Χριστό. Αὐτὲς ἦταν: ἡ Σιδωνία, κόρη ἤ ἀδελφή τοῦ ἀρχιερέως τῶν Καταλινῶν Ἀβιάθαρ καὶ ἄλλες ἕξι Ἑβραῖες γυναῖκες. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀβιάθαρ, ὅταν ἄκουσε ἀπὸ τὸ στόμα τῆς Ἁγίας Νίνας πὼς στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐκπληρώθηκαν ὅλες οἱ προφητείες περὶ τοῦ Μεσσία.
Ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἀβιάθαρ: Ὁ νόμος τοῦ Μωϋσεως καὶ οἱ Προφήτες, ὁμίλησαν γιὰ τὸν Χριστό, τὸν ὁποῖο ἐγὼ κηρύττω· εἶπε ἡ Ἁγία Νίνα. Αὐτὸς εἶναι τὸ πλήρωμα καὶ ὁ ἐκπληρωτὴς τοῦ νόμου. Καὶ ἄρχισε ἀπὸ την δημιουργία τοῦ κόσμου, ὅπως τὰ βιβλία μᾶς ἀναφέρουν, μοῦ ἑρμήνευσε αὐτὴ ἡ θαυμαστὴ γυναίκα ὅλα ὅσα ὁ Θεὸς ἑτοίμασε γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, διὰ τῆς ὑπόσχεσης τοῦ Μεσσία, ὁ ὁποῖος πραγματικὰ εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱὸς τῆς Ἀπειράνδρου γυναικός, ὅπως οἱ Προφῆτες προφήτεψαν. Αὐτόν, οἱ πατέρες μας ἀπὸ φθόνο τὸν σταύρωσαν καὶ τὸν θανάτωσαν. Ἀλλὰ Ἐκεῖνος ἀναστήθηκε, ἀνελήφθηκε στοὺς οὐρανούς, καὶ πάλι θὰ ἔλθη στὴν γῆ μετὰ δόξης. Αὐτὸς εἶναι ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν καὶ ἡ δόξα τοῦ Ἰσραήλ. Στὸ ὄνομα Αὐτοῦ ἡ Ἁγία Νίνα μπροστὰ στὰ μάτια μου ἔκανε πολλὰ θαύματα καὶ σημεῖα, τὰ ὁποῖα μόνο ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ κάνει.
Συχνά, συνομιλώντας μὲ τὸν Ἀβιάθαρ, ἡ Ἁγία Νίνα πληροφορήθηκε ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἑξῆς διήγηση γιὰ τὸν χιτώνα τοῦ Χριστοῦ: Ἄκουσα ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου, καὶ αὐτοὶ πάλι ἀπὸ τοὺς δικούς τους γονεῖς καὶ προπάτορες, ὅτι κατὰ τὴν βασιλεία τοῦ Ἡρώδη στὴν Ἱερουσαλήμ, ἔφθασε εἴδηση στοὺς Ἑβραίους τοῦ Μτσχέτ, ὅτι στὴν Ἱερουσαλὴμ πῆγαν οἱ βασιλεῖς τῆς Περσίας, καὶ ἀναζητοῦσαν ἕνα νεογέννητο ἀγόρι ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Δαβίδ, γεννημένο ἐκ γυναικὸς μόνο, δίχως πατέρα, καὶ τὸ ὀνόμαζαν ὁ Βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. Τὸ βρῆκαν στὴν Βηθλεέμ, στὴν πόλη τοῦ Δαβίδ, σὲ πτωχικὴ οἰκία, καὶ τοῦ πρόσφεραν δῶρα, βασιλικὸ χρυσό, σμύρνα, καὶ εὐωδιαστὸ λιβάνι. Ἀφοῦ Τὸν προσκύνησαν, ἐπέστρεψαν στὴν πατρίδα τους.
Τριάντα χρόνια μετὰ ἀπὸ αὐτό, ὁ προπάππος μου Ἐλιόζ, ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα Ἄννα ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ αὐτὸ τὸ γράμμα· Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον οἱ βασιλεῖς τῆς Περσίας ἐπισκέφθηκαν μὲ δῶρα καὶ προσκύνησαν, ἔφθασε σὲ ὥριμη ἡλικία, και ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται ὡσὰν νὰ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Μεσσίας καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἐλᾶτε λοιπὸν στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ δεῖτε τὸν θάνατό του, τὸν ὁποῖο θὰ γευθῆ κατὰ τὸν νόμο τοῦ Μωϋσέως. Ὅταν ὁ Ἐλιὸζ μὲ πολλοὺς ἄλλους ἑτοιμάστηκε νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα, τότε ἡ μητέρα του, εὐλογημένη γερόντισσα ἀπὸ τὸ γένος τοῦ ἀρχιερέως Ἠλία, εἶπε: πήγαινε παιδί μου στὴν βασιλικὴ πρόσκληση, ἀλλὰ σὲ ἱκετεύω νὰ μὴν συμμετάσχης στὴν καταδίκη ἐκείνων τῶν ἀδίκων κατὰ ἐκείνου τὸν ὁποῖον ἑτοιμάζονται νὰ θανατώσουν, γιατὶ Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τῶν Προφητῶν, ἡ διδασκαλία τῶν σοφῶν, τὸ μυστήριο τὸ κεκρυμμένο ἀπ᾿ ἀρχῆς τῶν αἰώνων, τὸ φῶς τῶν ἐθνῶν καὶ ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος.
Ὁ Ἐλιὸζ μαζὶ μὲ τὸν Λογγίνο Καρενίϊσκι, ταξίδεψε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἦταν παρὼν κατὰ τὴν Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία ἦταν στὸ Μτσχέτ, παραμονὲς τοῦ Πάσχα, ἔξαφνα ἔνιωσε στὴ καρδιά της ὡσὰν κτύπημα τσεκουριοῦ, τὸ ὁποῖο κόβει τὴν κληματαριά, καὶ ἔπεσε μὲ θόρυβο λέγοντας· τώρα ἔπεσε ἡ βασιλεία τοῦ Ἰσραήλ, γιατὶ παρέδωσαν στὸ θάνατο τὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτὴ τοῦ λαοῦ του, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τώρα θὰ εἶναι ἔνοχος γιὰ τὸ Αἷμα τοῦ τοῦ Δημιουργοῦ καὶ Κυρίου του. Ὀδυνηρὸ γιὰ μένα ποὺ δὲν πέθανα πρὶν ἀπὸ αὐτό! Δὲν θὰ ἄκουγα αὐτὸν τὸν φοβερὸ κτύπο! Ὤ, δὲν θὰ δῶ στὴν γὴ τὴν δόξα τοῦ Ἰσραήλ. Λέγοντας αὐτά, ξεψύχησε.
Ὁ δὲ Ἐλιόζ, ὁ ὁποῖος ἦταν μπροστὰ στὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ἔλαβε τὸν χιτῶνά Του ἀπὸ τὸν Ῥωμαῖο στρατιώτη, στὸν ὁποῖο ἔτυχε μὲ κλῆρο καὶ τὸν ἔφερε στὸ Μτσχέτ. Ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἐλιὸζ Σιδωνία, χαιρέτησε τὸν ἀδελφό της ποὺ ἔφθασε ὑγιής, τοῦ διηγήθηκε γιὰ τὸν ξαφνικὸ καὶ θαυμαστὸ τρόπο ποὺ πέθανε ἡ μητέρα τους καὶ γιὰ ταὰ πρὸ τοῦ θανάτου λόγια της. Ὅτα ὁ Ἐλιὸζ ἐπιβεβαίωσε τὴν προαίσθηση τῆς μητέρας τους περὶ τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔδειξε στὴν ἀδελφή του τὸν χιτῶνα τοῦ Κυρίου, ἡ Σιδώνία τὸν πῆρε καὶ ἀφοῦ τὸν ἀσπάστηκε μὲ δάκρυα καὶ τὸν ἔσφιγγε στὸ στῆθός της, ἀμέσως ἔπεσε νεκρή. Καμιὰ ἀνθρώπινη δύναμη δὲν μπόρεσε νὰ πάρει ἀπὸ τὰ χέρια τῆς νεκρῆς αὐτὸ τὸ ἱερὸ ἔνδυμα. Οὔτε ὁ ἴδιος ὁ βασιλιὰς Ἀβέρκιος, ὁ ὁποῖος μὲ τοὺς ἀξιωματούχους του ἔφθασε γιὰ νὰ δῆ τὸν παράδοξο θάνατο τῆς κόρης, καὶ δὲν μπόρεσε νὰ πάρη ἀπὸ τὰ χέρια της τὸν χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς μέρες ὁ Ἐλιὸζ ἔθαψε τὴν ἀδελφή του καὶ μαζῖ μὲ αὐτην τὸν χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ ἔκανε κατὰ μυστικὸ τρόπο, ὥστε ὡς σήμερα κανεὶς νὰ μὴν γνωρίζει τὸν τόπο ποὺ εἶναι θαμμένη. Ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι αὐτὸς ὁ τόπος βρίσκεται στὸ κέντρο τοῦ βασιλικοῦ κήπου, ποὺ ἀπὸ ἐκείνον τὸν καιρὸ μεγάλωσε καὶ ὑπάρχει μὲχρι σήμερα δροσερὸς κέρδος. Καταφθάνουν οἱ ἄνθρωποι, πιστεύοντάς ὡσὰν κάποια μεγάλη δύναμη.
Συχνά, συνομιλώντας μὲ τὸν Ἀβιάθαρ, ἡ Ἁγία Νίνα πληροφορήθηκε ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἑξῆς διήγηση γιὰ τὸν χιτώνα τοῦ Χριστοῦ: Ἄκουσα ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου, καὶ αὐτοὶ πάλι ἀπὸ τοὺς δικούς τους γονεῖς καὶ προπάτορες, ὅτι κατὰ τὴν βασιλεία τοῦ Ἡρώδη στὴν Ἱερουσαλήμ, ἔφθασε εἴδηση στοὺς Ἑβραίους τοῦ Μτσχέτ, ὅτι στὴν Ἱερουσαλὴμ πῆγαν οἱ βασιλεῖς τῆς Περσίας, καὶ ἀναζητοῦσαν ἕνα νεογέννητο ἀγόρι ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Δαβίδ, γεννημένο ἐκ γυναικὸς μόνο, δίχως πατέρα, καὶ τὸ ὀνόμαζαν ὁ Βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. Τὸ βρῆκαν στὴν Βηθλεέμ, στὴν πόλη τοῦ Δαβίδ, σὲ πτωχικὴ οἰκία, καὶ τοῦ πρόσφεραν δῶρα, βασιλικὸ χρυσό, σμύρνα, καὶ εὐωδιαστὸ λιβάνι. Ἀφοῦ Τὸν προσκύνησαν, ἐπέστρεψαν στὴν πατρίδα τους.
Τριάντα χρόνια μετὰ ἀπὸ αὐτό, ὁ προπάππος μου Ἐλιόζ, ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα Ἄννα ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ αὐτὸ τὸ γράμμα· Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον οἱ βασιλεῖς τῆς Περσίας ἐπισκέφθηκαν μὲ δῶρα καὶ προσκύνησαν, ἔφθασε σὲ ὥριμη ἡλικία, και ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται ὡσὰν νὰ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Μεσσίας καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἐλᾶτε λοιπὸν στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ δεῖτε τὸν θάνατό του, τὸν ὁποῖο θὰ γευθῆ κατὰ τὸν νόμο τοῦ Μωϋσέως. Ὅταν ὁ Ἐλιὸζ μὲ πολλοὺς ἄλλους ἑτοιμάστηκε νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα, τότε ἡ μητέρα του, εὐλογημένη γερόντισσα ἀπὸ τὸ γένος τοῦ ἀρχιερέως Ἠλία, εἶπε: πήγαινε παιδί μου στὴν βασιλικὴ πρόσκληση, ἀλλὰ σὲ ἱκετεύω νὰ μὴν συμμετάσχης στὴν καταδίκη ἐκείνων τῶν ἀδίκων κατὰ ἐκείνου τὸν ὁποῖον ἑτοιμάζονται νὰ θανατώσουν, γιατὶ Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τῶν Προφητῶν, ἡ διδασκαλία τῶν σοφῶν, τὸ μυστήριο τὸ κεκρυμμένο ἀπ᾿ ἀρχῆς τῶν αἰώνων, τὸ φῶς τῶν ἐθνῶν καὶ ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος.
Ὁ δὲ Ἐλιόζ, ὁ ὁποῖος ἦταν μπροστὰ στὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ἔλαβε τὸν χιτῶνά Του ἀπὸ τὸν Ῥωμαῖο στρατιώτη, στὸν ὁποῖο ἔτυχε μὲ κλῆρο καὶ τὸν ἔφερε στὸ Μτσχέτ. Ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἐλιὸζ Σιδωνία, χαιρέτησε τὸν ἀδελφό της ποὺ ἔφθασε ὑγιής, τοῦ διηγήθηκε γιὰ τὸν ξαφνικὸ καὶ θαυμαστὸ τρόπο ποὺ πέθανε ἡ μητέρα τους καὶ γιὰ ταὰ πρὸ τοῦ θανάτου λόγια της. Ὅτα ὁ Ἐλιὸζ ἐπιβεβαίωσε τὴν προαίσθηση τῆς μητέρας τους περὶ τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔδειξε στὴν ἀδελφή του τὸν χιτῶνα τοῦ Κυρίου, ἡ Σιδώνία τὸν πῆρε καὶ ἀφοῦ τὸν ἀσπάστηκε μὲ δάκρυα καὶ τὸν ἔσφιγγε στὸ στῆθός της, ἀμέσως ἔπεσε νεκρή. Καμιὰ ἀνθρώπινη δύναμη δὲν μπόρεσε νὰ πάρει ἀπὸ τὰ χέρια τῆς νεκρῆς αὐτὸ τὸ ἱερὸ ἔνδυμα. Οὔτε ὁ ἴδιος ὁ βασιλιὰς Ἀβέρκιος, ὁ ὁποῖος μὲ τοὺς ἀξιωματούχους του ἔφθασε γιὰ νὰ δῆ τὸν παράδοξο θάνατο τῆς κόρης, καὶ δὲν μπόρεσε νὰ πάρη ἀπὸ τὰ χέρια της τὸν χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς μέρες ὁ Ἐλιὸζ ἔθαψε τὴν ἀδελφή του καὶ μαζῖ μὲ αὐτην τὸν χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ ἔκανε κατὰ μυστικὸ τρόπο, ὥστε ὡς σήμερα κανεὶς νὰ μὴν γνωρίζει τὸν τόπο ποὺ εἶναι θαμμένη. Ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι αὐτὸς ὁ τόπος βρίσκεται στὸ κέντρο τοῦ βασιλικοῦ κήπου, ποὺ ἀπὸ ἐκείνον τὸν καιρὸ μεγάλωσε καὶ ὑπάρχει μὲχρι σήμερα δροσερὸς κέρδος. Καταφθάνουν οἱ ἄνθρωποι, πιστεύοντάς ὡσὰν κάποια μεγάλη δύναμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου