Από την άλλη, όπως έλεγε, «εμείς οι Έλληνες έχουμε το κακό συνήθειο να θεωρούμε τα ξένα καλύτερα από τα δικά μας κι έτσι καταλήγουμε να μιμούμαστε το κάθε τι, αρκεί να είναι ξενόφερτο. Εμείς εδώ μπορεί να αρχίσουμε να ψέλνουμε το «Τη Υπερμάχω» με όργανα και πολυφωνίες και όλοι θα το βρούνε φυσιολογικό και δείγμα προόδου. Αν όμως πάμε στη Σκάλα του Μιλάνου κι αρχίσουμε να ψέλνουμε το «Αβε Μαρία» σε τσάμικο θα μας πετάξουνε με τις κλωτσιές έξω – και με το δίκιο τους».
Προσπάθησε λοιπόν με την τέχνη του, με τις ζωγραφιες του και με τα γραφτά του, να αναδείξει τα «δικά μας» πράγματα και να μας αποδείξει πως δεν έχουν να ζηλέψουνε τίποτα από τα ξένα.
Έτσι έγραψε τον Μάρτιο του 1934 κι ένα παραμύθι, στην εφημερίδα ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, για έναν ποντικό που δεν ήθελε να παντρέψει την κόρη του με ποντικό, επειδή εύρισκε τους ποντικούς παρακατιανούς.
(ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, 11 Μαρτίου 1934)
Μια φορά ήτανε ένας ποντικός κι είχε μια θυγατέρα πολύ όμορφη. Ήθελε να την παντρέψει, μα δεν ήθελε να τη δώσει σε ποντικό.
Κει που συλλογιότανε βλέπει τον ήλιο να λάμπει.
- ‘Α ! είπε με το νου του, να γαμπρός για το κορίτσι μου,
και χωρίς να χάσει καιρό την παίρνει και πάει στο παλάτι του ήλιου.
- Ήλιε, την παίρνεις τη θυγατέρα νου γυναίκα; Δε θέλω να τη δώσω σ’ άλλονα, τόσο όμορφη, μόνο σ’ εσένα που ‘σαι τόσο όμορφος και δυνατός.
- Άχ, του λέει ο ήλιος, για να τον ξεφορτωθεί, δεν είμαι ‘γω όπως θαρρείς, δυνατώτερος απ’ όλους στον κόσμο. Διές κεινα τα σύννεφα, άμα με πλακώσουνε σκοτεινιάζω και τίποτε δεν μπορώ να τα κάμω. Σύρε σ’ αυτά και χωρίς άλλο θα πετύχεις.
Ο καϋμένος ο ποντικός τι να κάμει· σηκώνεται και πάει στα σύννεφα. Μα και κει σκούρα τα βρήκε …
- Βλέπεις το Βοριά; Του είπαν τα σύννεφα· αυτός όταν φυσά εμείς σκορπιζόμαστε και χάνουμε τα κομμάτια μας. Σύρε στο Βοριά.
Τότε ο ποντικός παίρνει τη θυγατέρα του και πάει στο βοριά και του λέει με τι σκοπόν ήρθε σ’ αυτόνα.
- Μετά χαράς καϋμένε ποντικέ, θα την έπαιρνα την όμορφή σου θυγατέρα μα δεν είμαι ‘γω όπως θαρρείς δυνατός. Σύρε εκεί σ’ εκείνο τον πύργο : Τον βλέπεις; Σαράντα χρόνια φυσώντας δε μπόρεσα να τον ρίξω κάτω.
Να μην τα πολυλογούμε πηγαίνει στον πύργο και του λέει τα ίδια. Ο Πύργος τότε γυρίζει και του λέει :
- Ποντικέ, ποντικέ, ακούς μια βοή μέσα στους τοίχους μου; Τι θαρρείς πως είναι; Αντρειωμένα θεριά, ποντικοί, που με κατατρώνε και κοντεύουνε να με ρίξουνε κάτω. Απ’ τους ποντικούς πλειότερα αντρειωμένους και δυνατούς κανείς δεν είναι στον κόσμο και καθόλου κανένα μην ακούς.
Τότε ο ποντικός γίνηκεν η καρδιά του και δίνει την κόρη του σ΄ έναν αντρειωμένο κι όμορφον ποντίκαρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου