Με ειδοποιεί ο επιτετραμμένος , που καθορίζει τη σειρά των προσερχόμενων την ώρα εκείνη στο ιερό Μυστήριο, ότι με ζητά επειγόντως ένας άντρας , 45 περίπου ετών, καλοβαλμένος και με θλιμμένο πρόσωπο. Τον δέχομαι αμέσως.
Είναι όντως ένας σοβαρός άνθρωπος , επιστήμων και επιτυχημένος στη δουλειά του. Μου ζητά με σοβαρότητα να εξομολογηθεί.
Ένας γνωστός του, του είπε το όνομά μου και τον οδήγησε εδώ, στο πτωχό μου εξομολογητήριο.
Ανοίγει την ψυχή του με ειλικρίνεια. Κάνει την πρώτη εξομολόγηση της ζωής του. Τα μάτια του βουρκώνουν κάποτε κάποτε. Τον ακούω με αγάπη και προσοχή.
«Όταν ήμουν παιδί», λέγει, «στο χωριό μου, επάνω στην Ήπειρο, πέρασε μία μέρα ένας ιεροκήρυκας . Ανέβηκε σε ένα πεζούλι σαν βράδιασε, στην πλατεία του χωριού. Μαζεύτηκαν γύρω του οι χωριάτες κι αυτός κύρηξε.
Εγώ πήγαινα τότε στο γυμνάσιο και μαζί με άλλους φίλους μου, συνομηλίκους μου, σταθήκαμε από περιέργεια στην άκρη της πλατείας και μέσα μας ,σιωπηλά, μάλλον τον περιπαίζαμε.
Όμως δύο λόγια του ιεροκήρυκα άθελά μου, ενώ γελούσαμε εμείς τα παιδιά ,καρφώθηκαν μέσα μου: « Όταν έχεις κάποια μεγάλη δυσκολία στη ζωή, γονάτισε και ζήτησε με πίστη τη βοήθεια του Θεού».
Τα λόγια αυτά του ιεροκήρυκα κόλλησαν μέσα μου. Πέρασαν από τότε 27 χρόνια . Τέλειωσα το Πανεπιστήμιο, παντρεύτηκα και έκανα οικογένεια.
Δεν ήμουν ποτέ πολύ κοντά στην Εκκλησία, ούτε βέβαια και εχθρός. Έζησα όμως έως τώρα διάφορα προς την πίστη, κοιτάζοντας μόνο το επάγγελμά μου και την οικογένειά μου.
Τώρα έχω σοβαρά άρρωστη τη γυναίκα μου στον «Ευαγγελισμό». Η κατάστασή της είναι κρίσιμη. Τα δυο παιδιά μου έχουν μείνει στην επαρχία μαζί με τη γερόντισσα μητέρα μου. Υποφέρω ψυχικά με την αρρώστια της γυναίκας μου. Και τώρα, εκεί στο κρεβάτι του πόνου δίπλα που βρίσκομαι, έρχονται στην μνήμη μου ζωηρά τα λόγια εκείνα του ιεροκήρυκα, που είχα ακούσει προ 27 χρόνων και τον είχα περιπαίξει: « Στις δύσκολες στιγμές της ζωής σου, γονάτισε και ζήτησε βοήθεια από τον Θεό».
Γονάτισα για πρώτη φορά με πίστη και ταπείνωση και, κλαίγοντας ,ζήτησα τη βοήθεια του Θεού για την ετοιμοθάνατη γυναίκα μου.
Ένας συγγενής μου είπε: « Για να γίνει πιο εισακουστή η προσευχή σου, πήγαινε και εξομολογήσου». Τον ρώτησα: «Που να πάω». Μου υπέδειξε εσάς στον τόπο αυτό και ήλθα».
Προσπάθησα με πολλή αγάπη να τον στηρίξω . Του μίλησα για την αξία της πίστεως, τη δύναμη της προσευχής και την αγάπη του Θεού. Έφυγε ανάλαφρος , όπως μου είπε.
Σαν πέρασαν 15 περίπου μέρες , ένα απόγευμα που πάλι εξομολογούσα εκεί στο γραφείο μου στο ίδρυμα, ο άνθρωπος αυτός επανήλθε. ‘Ήταν με χαρούμενο πρόσωπο, χωρίς το βάρος της θλίψεως που είχε την πρώτη φορά.
Ήλθε να με πληροφορήσει ότι η γυναίκα του ξέφυγε τον κίνδυνο και είναι πολύ καλύτερα.
Εδόξασα τον Θεό. Είδα για μια ακόμη φορά τη μεγάλη αλήθεια ότι ο Θεός χρησιμοποιεί το μαστίγιο του πόνου για να μας αφυπνίσει από τον ύπνο της αμαρτίας. Είδα για πολλοστή φορά την επαλήθευση του λόγου του Ησαΐα: «Παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα» ( Ης. ν΄,5 ).
Και είδα ακόμη, για χιλιοστή φορά, στην πείρα και στην πράξη , τη μεγάλη αξία της πονεμένης προσευχής.
«Επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεως, και ελεξούμαι σε , και δοξάσεις με» ( Ψαλμ. μθ΄,15 ).
Από το βιβλίο : « Για σένα που πονάς» Μητροπολίτου πρ. Πειραιώς Καλλινίκου ΚαρούσουΕκδόσεις Χρυσοπηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου