Στολισμένα μικρὰ πιατάκια, μὲ τὴ λευκὴ τὴ ζάχαρη νὰ σκεπάζει τὸ βρασμένο στάρι καὶ πάνω της, ἕνας λιτὸς σταυρὸς ἀπό τριμμένη κανέλλα ἤ λευκὰ ἀμύγδαλα, γιὰ νὰ εἶναι, ὅσο γίνεται, καὶ πιὸ καλωπισμένα.Στολισμένα, λοιπόν, τὰ πιάτα στὴ σειρὰ, μ᾿ ἕνα κερὶ στὸ καθένα πάνω του νὰ φέγγει καὶ συνάμα νὰ «μελετᾶ» τὰ ὀνόματα, γιὰ ὅσους ἔγινε τὸ κόλλυβο αὐτό, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς πάππου-πρὸς πάππου- ἐκείνους, δηλαδὴ, ποὺ δὲν ἔχουν γραφεῖ τὰ ὀνόματά τους στὸ χαρτὶ, ποὺ παραδίδεται μὲ τὸ πρόσφορο γιὰ μνημόνευση στὸν ἱερέα.
Τὸ θέμα εἶναι, ὅτι τὰ ὀνόματα ἐκεῖνα δὲ γράφτηκαν, ὄχι γιὰ ἄλλον λόγο, μὰ ἐπειδὴ μὲ τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν τὰ λησμόνησαν οἱ ἄνθρωποι. Ὡσόσο, εὐτυχῶς ποὺ θυμᾶται ὁ Θεὸς, ὁ ὁποῖος ἔχει ὅλους τοὺς καταλόγους Του πλήρως ἐνημερωμένους (πρβλ. Ἀπ.3,5)
Ἀπομεσήμερο Παρασκευῆς, σὲ ὥρα ἑσπερινὴ, ἤ τὸ πρωῒ στὴ Λειτουργία, κομίζονται τὰ πιατάκια αὐτὰ καὶ μὲ τὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας ἤ τῆς Λειτουργίας, ἑορτίως μοιράζονται…
Ἡ εὐχὴ εἶναι «χρόνια πολλὰ». Γιατὶ, ἄραγε; Θέλω νὰ πιστεύω ὅτι αὐτὸ δὲν ἀφορᾶ ἐμᾶς τοὺς ζῶντες, ὅσο τὴν ἴδια τὴν ἡμέρα ποὺ εἶναι ἕνα πανηγύρι, μιὰ σύναξη, μιὰ λαμπρὴ ἑορτὴ. Ἑορτὴ πρὸς τιμὴν καὶ μνήμην πάντων «τῶν ἐπ᾿ ἐλπίδι ἀναστάσεως κεκοιμημένων». Κι αὐτό, ἐπειδὴ μέσα στὴν ἐκκλησία συμβαίνουν ὅλα τὰ «παράδοξα», ἐκεῖνα, δηλαδή, ποὺ δὲν τὰ καταλαβαίνει ὁ κόσμος, γιατὶ ἔχει τὴ δική του τὴ λογικὴ, τὸ δικό του τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο προσεγγίζει τὰ γεγονότα…..Γιατὶ ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τὸ τι σημαίνει νὰ γιορτάζεις, νὰ πανηγυρίζεις τὸ θάνατο ἑνὸς νέου λ. χ. μάρτυρα, ἤ ἔστω ἑνὸς γέροντα ὁσίου. Ἐπειδὴ θεωρεῖ τὸν θάνατο, ὄχι ὡς μία διαδικασία ὕπνου φυσίζωου, ἀλλὰ ὡς τὸ τέλος ἑνὸς βιολογικοῦ κύκλου, ὁ ὁποῖος καὶ κλείνει τὰ πάντα… Γι᾿ αὐτὸ καὶ στοὺς κοσμικοὺς τοὺς κύκλους, ἀντίθετα μὲ ἐκείνους τῶν πιστῶν, γιορτάζεται ὡς γενέθλιος ἡμέρα, ἐκείνη, ἡ τῆς εἰσόδου στὴν πραγματικότητα ποὺ λέγεται ζωή.
Ἐδῶ ὅμως τὰ πράγματα εἶναι διαφορετικὰ καὶ, τὸ κυριώτερο, ξένα πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Γιατὶ στὸ σημερινὸ τὸ πανηγύρι παρατίθενται τὰ πιάτα μὲ τὰ κόλυβα γιὰ νὰ τονίσουν καὶ νὰ ἐξάρουν τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, ἀφοῦ κατὰ τὸ Τρισάγιο, μόνο ὀνόματα Κεκοιμημένων μνημονεύονται. Ἑπομένως, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀντινομία, τὴν ὁποία ἐπεξεργάζεται σωτηριολογικὰ ἡ Ἐκκλησία, ἀνυψώνεται ἡ εὐαισθησία τοῦ κάθε πιστοῦ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους του, ποὺ τοὺς θεωρεῖ, κατὰ τὸν Νίκο Γαβριὴλ Πεντζίκη «πολύτιμους λίθους». Γιατὶ οἱ μορφὲς τους κοσμοῦν πολλὲς, εὐλογημένες καὶ φωτεινὲς φάσεις τῆς ζωῆς μας· φάσεις τοῦ χθὲς, πασπαλισμένες μὲ τὴ νοστ(ο) αλγία τῆς δικιᾶς τους συμβολῆς.
Γι᾿ αὐτὸ ἀπόψε κι αὔριο, μέσα στὴν ἀσκοπη φρενίτιδα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, τῆς καρναβαλικῆς, δηλαδὴ, «Ἀποκριᾶς», ὅπου κυριαρχεῖ ἡ λήθη ὡς ἀξία γιὰ τὴν ἔξοδο ἀπό τὶς πραγματικότητες τοῦ βίου, οἱ ὁποῖες συνθλίβουν, ταράζουν καὶ κατακρεουργοῦν τὴ ζωή, ἀπόψε κι αὔριο, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία μᾶς συγκαλεῖ καὶ μᾶς προτρέπει νὰ θυμηθοῦμε. Κι ἐνθυμούμενοι νὰ τιμήσουμε αὐτοὺς ποὺ μνημονεύουμε, γι᾿ αὐτὸ καὶ τοὺς καλοῦμε αὐτὴ τὴν ὥρα νὰ μᾶς προσέξουν ὅτι εὐχόμαστε γι᾿ αὐτοὺς. Γνωρίζοντας παράλληλα μὲ αὐτὸ καὶ κάτι ἀκόμα: ὅτι μέσα στὸ Χῶρο τῆς Βασιλέιας τοῦ Θεοῦ πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ ἔχουν ταχθεῖ στὶς στρατιὲς τῶν Ἁγίων… Δηλαδὴ μπορεῖ νὰ μεσιτεύουν γιὰ μᾶς, ἐνῶ ἐμεῖς τὸ ἀγνοοῦμε· νὰ στεκουν σιμά μας, ὡς φύλακες καὶ συνοδοιπόροι, δίχως νὰ περιμένουν τίποτε ἄλλο ἀπὸ μᾶς, παρὰ μονάχα νὰ εὐχόμαστε, ὥστε νὰ εἶναι ἀναπαυμένοι. Γιὰ νὰ εἴμαστε αὔριο κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο, ὅταν κάποτε ἀναχωρήσουμε ἐκ τῶν προσκαίρων καὶ κάποιοι εὔχονται γιὰ τὴ δικιὰ μας τὴν ἀνάπαυση…
Ἴσως γι᾿ αὐτὸ τὰ κόλλυβα γίνονται ἀπό τὴν ἴδια τὴν ὕλη ποὺ γίνεται τὸ ψωμί καὶ κατ᾿ ἐπέκταση ὁ Ἄρτος, ποὺ μεταβάλλεται σὲ Σῶμα Κυρίου, γατὶ στηρίζει. καὶ ὄχι μόνο, τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου…
Τὸ θέμα εἶναι, ὅτι τὰ ὀνόματα ἐκεῖνα δὲ γράφτηκαν, ὄχι γιὰ ἄλλον λόγο, μὰ ἐπειδὴ μὲ τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν τὰ λησμόνησαν οἱ ἄνθρωποι. Ὡσόσο, εὐτυχῶς ποὺ θυμᾶται ὁ Θεὸς, ὁ ὁποῖος ἔχει ὅλους τοὺς καταλόγους Του πλήρως ἐνημερωμένους (πρβλ. Ἀπ.3,5)
Ἡ εὐχὴ εἶναι «χρόνια πολλὰ». Γιατὶ, ἄραγε; Θέλω νὰ πιστεύω ὅτι αὐτὸ δὲν ἀφορᾶ ἐμᾶς τοὺς ζῶντες, ὅσο τὴν ἴδια τὴν ἡμέρα ποὺ εἶναι ἕνα πανηγύρι, μιὰ σύναξη, μιὰ λαμπρὴ ἑορτὴ. Ἑορτὴ πρὸς τιμὴν καὶ μνήμην πάντων «τῶν ἐπ᾿ ἐλπίδι ἀναστάσεως κεκοιμημένων». Κι αὐτό, ἐπειδὴ μέσα στὴν ἐκκλησία συμβαίνουν ὅλα τὰ «παράδοξα», ἐκεῖνα, δηλαδή, ποὺ δὲν τὰ καταλαβαίνει ὁ κόσμος, γιατὶ ἔχει τὴ δική του τὴ λογικὴ, τὸ δικό του τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο προσεγγίζει τὰ γεγονότα…..Γιατὶ ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τὸ τι σημαίνει νὰ γιορτάζεις, νὰ πανηγυρίζεις τὸ θάνατο ἑνὸς νέου λ. χ. μάρτυρα, ἤ ἔστω ἑνὸς γέροντα ὁσίου. Ἐπειδὴ θεωρεῖ τὸν θάνατο, ὄχι ὡς μία διαδικασία ὕπνου φυσίζωου, ἀλλὰ ὡς τὸ τέλος ἑνὸς βιολογικοῦ κύκλου, ὁ ὁποῖος καὶ κλείνει τὰ πάντα… Γι᾿ αὐτὸ καὶ στοὺς κοσμικοὺς τοὺς κύκλους, ἀντίθετα μὲ ἐκείνους τῶν πιστῶν, γιορτάζεται ὡς γενέθλιος ἡμέρα, ἐκείνη, ἡ τῆς εἰσόδου στὴν πραγματικότητα ποὺ λέγεται ζωή.
Ἐδῶ ὅμως τὰ πράγματα εἶναι διαφορετικὰ καὶ, τὸ κυριώτερο, ξένα πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Γιατὶ στὸ σημερινὸ τὸ πανηγύρι παρατίθενται τὰ πιάτα μὲ τὰ κόλυβα γιὰ νὰ τονίσουν καὶ νὰ ἐξάρουν τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, ἀφοῦ κατὰ τὸ Τρισάγιο, μόνο ὀνόματα Κεκοιμημένων μνημονεύονται. Ἑπομένως, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀντινομία, τὴν ὁποία ἐπεξεργάζεται σωτηριολογικὰ ἡ Ἐκκλησία, ἀνυψώνεται ἡ εὐαισθησία τοῦ κάθε πιστοῦ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους του, ποὺ τοὺς θεωρεῖ, κατὰ τὸν Νίκο Γαβριὴλ Πεντζίκη «πολύτιμους λίθους». Γιατὶ οἱ μορφὲς τους κοσμοῦν πολλὲς, εὐλογημένες καὶ φωτεινὲς φάσεις τῆς ζωῆς μας· φάσεις τοῦ χθὲς, πασπαλισμένες μὲ τὴ νοστ(ο) αλγία τῆς δικιᾶς τους συμβολῆς.
Γι᾿ αὐτὸ ἀπόψε κι αὔριο, μέσα στὴν ἀσκοπη φρενίτιδα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, τῆς καρναβαλικῆς, δηλαδὴ, «Ἀποκριᾶς», ὅπου κυριαρχεῖ ἡ λήθη ὡς ἀξία γιὰ τὴν ἔξοδο ἀπό τὶς πραγματικότητες τοῦ βίου, οἱ ὁποῖες συνθλίβουν, ταράζουν καὶ κατακρεουργοῦν τὴ ζωή, ἀπόψε κι αὔριο, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία μᾶς συγκαλεῖ καὶ μᾶς προτρέπει νὰ θυμηθοῦμε. Κι ἐνθυμούμενοι νὰ τιμήσουμε αὐτοὺς ποὺ μνημονεύουμε, γι᾿ αὐτὸ καὶ τοὺς καλοῦμε αὐτὴ τὴν ὥρα νὰ μᾶς προσέξουν ὅτι εὐχόμαστε γι᾿ αὐτοὺς. Γνωρίζοντας παράλληλα μὲ αὐτὸ καὶ κάτι ἀκόμα: ὅτι μέσα στὸ Χῶρο τῆς Βασιλέιας τοῦ Θεοῦ πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ ἔχουν ταχθεῖ στὶς στρατιὲς τῶν Ἁγίων… Δηλαδὴ μπορεῖ νὰ μεσιτεύουν γιὰ μᾶς, ἐνῶ ἐμεῖς τὸ ἀγνοοῦμε· νὰ στεκουν σιμά μας, ὡς φύλακες καὶ συνοδοιπόροι, δίχως νὰ περιμένουν τίποτε ἄλλο ἀπὸ μᾶς, παρὰ μονάχα νὰ εὐχόμαστε, ὥστε νὰ εἶναι ἀναπαυμένοι. Γιὰ νὰ εἴμαστε αὔριο κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο, ὅταν κάποτε ἀναχωρήσουμε ἐκ τῶν προσκαίρων καὶ κάποιοι εὔχονται γιὰ τὴ δικιὰ μας τὴν ἀνάπαυση…
Ἴσως γι᾿ αὐτὸ τὰ κόλλυβα γίνονται ἀπό τὴν ἴδια τὴν ὕλη ποὺ γίνεται τὸ ψωμί καὶ κατ᾿ ἐπέκταση ὁ Ἄρτος, ποὺ μεταβάλλεται σὲ Σῶμα Κυρίου, γατὶ στηρίζει. καὶ ὄχι μόνο, τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου…
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού/πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου