Ο τρίτος γιος, το στερνοπαίδι του Καλοκαιριού και της γυναίκας του της Ζέστης, όταν ήτανε μικρός φοβόταν τα σκοτάδια. Τη νύχτα δεν έλεγε να κοιμηθεί. Και μόλις έπαιρνε ο ύπνος τους γονείς του, στηνόταν στο παράθυρο και κοίταζε τ’ αστέρια ως το πρωί.
- Εεεε! Γιατί δεν πας να κοιμηθείς εσύ, μικρέ; του φώναξε μια νύχτα ένα αστεράκι. Τι περιμένεις;
- Περιμένω την αυγή, του αποκρίθηκε. Δε θέλω να ’μαι στα σκοτάδια…
- ΄Ακου τι περιμένει μες στη νύχτα! γέλασε το αστέρι. Και πώς σε λένε φίλε;
- Δεν έχω ακόμα όνομα, ντράπηκε κείνος. Ο παππούς ο Χρόνος όμως λέει πως, σαν έρθει η ώρα, θα με βαφτίσει ένας τρανός νονός, ο ΄Ηλιος!...
΄Ετσι κι έγινε. Σαν έκλεισε ο μικρός την έκτη μέρα, το Καλοκαίρι και η Ζέστη αποφάσισαν πως ήταν πια καιρός για τα βαφτίσια. Κάλεσαν φίλους, κάλεσαν συγγενείς κι ακούμπησαν το γιο τους στην πιο ψηλή κορφή ενός βουνού. Εκεί ο ΄Ηλιος, σαν νονός, πρώτα τον έλουσε και ύστερα τον τύλιξε με φως.
- Τον ονομάζω Αύγουστο, είπε μ’ επίσημη φωνή και τον παρέδωσε στη Ζέστη.
- Καλή φώτιση να ’χει, μουρμούρισε ο Χρόνος που, σαν παππούς, ήτανε πρώτος πρώτος καλεσμένος στα βαφτίσια και ήξερε το φόβο του εγγονού του.
- ΄Εννοια σας και για τη φώτιση εγώ είμαι δω! δήλωσε ο ΄Ηλιος. ΄Ολη τη μέρα θα τον φωτίζω μοναχός μου. Και για τη νύχτα, θα του χαρίσω ένα καντήλι ασημένιο αλλά παράξενο: ΄Οσο ο αναδεξιμιός μου θα φοβάται τα σκοτάδια, το καντήλι αυτό θα μεγαλώνει. Όταν θα πάψει πια να τα φοβάται, θ’ αρχίσει να μικραίνει. Αυγουστιάτικο φεγγάρι θα το λένε και θα είναι το λαμπρότερο που έφτιαξα ποτέ!»….
- Περιμένω την αυγή, του αποκρίθηκε. Δε θέλω να ’μαι στα σκοτάδια…
- ΄Ακου τι περιμένει μες στη νύχτα! γέλασε το αστέρι. Και πώς σε λένε φίλε;
- Δεν έχω ακόμα όνομα, ντράπηκε κείνος. Ο παππούς ο Χρόνος όμως λέει πως, σαν έρθει η ώρα, θα με βαφτίσει ένας τρανός νονός, ο ΄Ηλιος!...
΄Ετσι κι έγινε. Σαν έκλεισε ο μικρός την έκτη μέρα, το Καλοκαίρι και η Ζέστη αποφάσισαν πως ήταν πια καιρός για τα βαφτίσια. Κάλεσαν φίλους, κάλεσαν συγγενείς κι ακούμπησαν το γιο τους στην πιο ψηλή κορφή ενός βουνού. Εκεί ο ΄Ηλιος, σαν νονός, πρώτα τον έλουσε και ύστερα τον τύλιξε με φως.
- Τον ονομάζω Αύγουστο, είπε μ’ επίσημη φωνή και τον παρέδωσε στη Ζέστη.
- Καλή φώτιση να ’χει, μουρμούρισε ο Χρόνος που, σαν παππούς, ήτανε πρώτος πρώτος καλεσμένος στα βαφτίσια και ήξερε το φόβο του εγγονού του.
- ΄Εννοια σας και για τη φώτιση εγώ είμαι δω! δήλωσε ο ΄Ηλιος. ΄Ολη τη μέρα θα τον φωτίζω μοναχός μου. Και για τη νύχτα, θα του χαρίσω ένα καντήλι ασημένιο αλλά παράξενο: ΄Οσο ο αναδεξιμιός μου θα φοβάται τα σκοτάδια, το καντήλι αυτό θα μεγαλώνει. Όταν θα πάψει πια να τα φοβάται, θ’ αρχίσει να μικραίνει. Αυγουστιάτικο φεγγάρι θα το λένε και θα είναι το λαμπρότερο που έφτιαξα ποτέ!»….
Aπό το βιβλίο «Τα παιδιά του Καλοκαιριού» - Σειρά: Ιστορίες με τους 12 μήνες, Πατάκης 1988, 20η έκδοση 2018. Εικ.: με κολάζ της Λ.Π.-Α.
Λότη Πέτροβιτς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου