Ο μαρτυρικός θάνατος του συμπατριώτη του Ρήγα του ταρακούνησε όλη του την ύπαρξη, όπως ταρακουνά η ανεμοθύελλα το δέντρο. Η θυσία του Ρήγα κατέκλυσε κυριολεκτικά τη συνείδηση του. Και αυτό τον βοήθησε να ιδεί γρήγορα πως ο προορισμός του ιερωμένου στην τουρκοκρατία δεν περιορίζεται στην άσκηση των ιερατικών καθηκόντων. Και χρησιμοποιούσε τον άμβωνα και ως ορμητήριο του υπόδουλου Γένους, απ’ όπου θα ξεκινούσε ο ζωογόνος άνεμος του μεγάλου Αγώνα.
Σωστή κιβωτός γεμάτη απαρασάλευτη πίστη και μεστός πατριωτικών φρονημάτων που του χάριζε η κατά καιρούς συντροφιά του με τον Θύμιο Παπαβλαχάβα και άλλους αρματολούς και κλέφτες, έγινε πρώτα ιερέας στην Τσαρίτσανη. Και ύστερα, με το τέλος του 1820, χειροτονιέται επίσκοπος Ρωγών (Αμβρακίας).
Γεμάτος αρετές, από κείνες που κοσμούν τους άξιους επισκόπους «νηφάλιος, σώφρων , φιλάνθρωπος, σοφός, διδακτικός, μη πάροινος, μη πλήκτης, μη αισχροκερδής- αλλ’ επιεικής, αφιλάργυρος, αντεχόμενος του κατά την διδαχήν πιστού λόγου, ίνα δυνατός ή», όπως γράφει ο βιογράφος του Ν. Αφεντάκης, ανέβηκε στο υψηλό αξίωμα του επισκόπου. Και γυρίζει σ’ όλα τ’ απόμακρα χωριά του Βάλτου και του Ξηρόμερου για να σπείρει το σπόρο του Ευαγγελίου, αλλά και να στρατολογήσει νέους άνδρες για τον Αγώνα.
Τα εχθρικά κανονιοστάσια ρίχνουν βροχή τις βόμπες στο Μεσολόγγι και ο επίσκοπος Ιωσήφ εκτελεί χωρίς διακοπή τα αρχιερατικά του καθήκοντα. Μαζί του και όλος ο κλήρος. Τον σταυρό Τον υψώνει στην Ωραία Πύλη και στους προμαχώνες και το ξίφος ζώνεται, όταν υπάρχει ανάγκη.
Ζει στο Μεσολόγγι ως ο φτωχότερος ίσως όλων των κατοίκων. Τα ρακένδυτα ιμάτια του είναι σε όλους η γνωστή μαρτυρία της μεγάλης του φτώχειας. Αλλά κανέναν δεν κατηγορεί γι’ αυτό και σε κανέναν δεν παραπονιέται. Μένει απ’ τα πρώτα βήματα του μέχρι την τελευτή του ο ταπεινός και φτωχός ιερέας του Χριστού. Και μόλις λίγο πριν απ’ το μαρτυρικό του θάνατο, η κυβέρνηση «πληροφορηθείσα τας απ’ αρχής προς την πατρίδα εκδουλεύσεις του και τους ακάματους κόπους του εις την παρούσαν και τας προλαβούσας πολιορκίας του Μεσολογγίου, επαινούσα τον ένθερμον πατριωτισμόν και τα γενναία φρονήματα του επισκόπου Ιωσήφ, θα του χορηγήσει «διακόσια γρόσια μηνιαίως».
Ήρθε στο μεταξύ και ο Ιμπραήμ με τ’ ασκέρια του στο Μεσολόγγι. Η Ιερή Πόλη κλείστηκε στενότερα και οι βομβαρδισμοί έγιναν πιο επικίνδυνοι. Η μοίρα της αφρούρητης πόλης διαγραφόταν πια ζοφερή. Θα άρχιζε σε λίγο το ψυχομαχητό της. Μα οι κλεισμένοι δεν το βάζουν κάτω. Και ανάμεσα στους πρώτους που τους δίνει κουράγιο είναι ο επίσκοπος Ιωσήφ. Την ομόνοια και την ενότητα βλέπει σαν ασπίδα και ψυχή της άμυνας. Και εργάζεται νυχτόημερα συμβουλεύοντας και παρακινώντας, αλλά και πρωτοστατώντας στο κάθε τι καλό.
«Ευλαβέστατοι ιερείς, εντόπιοι και ξένοι, ιερομόναχοι, μοναχοί, ευλογημένοι χριστιανοί της Θεοσώστου ταύτης πόλεως, χάρις είη πάσιν υμίν και ειρήνη από Θεού: παρ’ ημών δε ευχή, ευλογία και συγχώρησις!
Όλοι κοινώς γνωρίζετε ότι εις την κατάστασιν όπου είναι το φρούριόν μας, κατά το παρόν, δεν ημπορεί ν’ αντιπαραταχθή και ν’ ανθέξη εις πρώτην και μόνην ορμήν του εχθρού, όστις εδυναμώθη πολύ τώρα με τον ερχομόν των Αράβων και μολονότι όλον το στρατιωτικόν μας από μεγάλου έως μικρόν είναι πρόθυμον να πολεμήση και τώρα καθώς και προτήτερα, με πατριωτισμόν μέγαν, δια το σεσαθρωμένον φρούριόν μας, έχει υποψίαν μην εισχώρηση ο εχθρός από κανέν των κρημνισθέντων μερών του φρουρίου, και έσται η εσχάτη πλάνη χειρών της πρώτης. «Όθεν ως αρχιερεύς ταπεινός, οπού ευρέθην εδώ και κινδύνευσα μαζί σας, ως το ηξεύρετε, κατά το χρέος σας συμβουλεύω, αύριον, μετά το τέλος της θείας λειτουργίας, οι μεν ιερείς, ιερομόναχοι και μοναχοί να συνταχθήτε εις την κατοικίαν μου, δια να πηγαίνωμεν εις την μεγάλην τάμπιαν, οι δε Πρόκριτοι, εντόπιοι και ξένοι, με όλον τον λαόν, χωρίς να φροντίσουν καφέδες και ρακία, να τρέξουν εις την ιδίαν τάμπιαν με όλην την προθυμίαν, ο μεν με τσαπίο, ο δε με φτυάρι, και άλλος με καλάθι, όποιος έχει, και να δουλεύσωμεν όλοι με πατριωτισμόν καθώς και άλλοτε, διορθώνοντας αυτήν την τάμπιαν, ή την άλλην κρημνισμένην, δια να ιδή το στρατιωτικόν μας και την από μέρους μας δυνατήν προθυμίαν και δούλευσιν, και διπλασιάση τον πατριωτισμόν και ηρωισμόν του, όστις θέλει μας απαλλάξει και από τούτον τον κίνδυνον, ως και από πολλούς άλλους, με την δύναμιν του τιμίου και ζωοποιού σταυρού.
Ακούσατε, λοιπόν, άπαντες την συμβουλήν μου την Αρχιερατικήν, δια να λάβητε ευλογίαν και όχι κατάραν, να λάβητε τον έπαινον παρά των ανθρώπων.
1825 Δεκεμβρίου 19, Μεσολόγγιον
Ο Ρωγών Ιωσήφ και εν Χριστώ ευχέτης πάντων υμών».
«Θάνατον (προτιμείστε) με τα όπλα ανά χείρας».
Και οι αρχηγοί απάντησαν στον Ιμπραήμ:
«Αποθνήσκομεν, αλλά δεν προσκυνούμεν. Οχτώ χιλιάδες αιματοβαμμένα άρματα δεν παραδίδονται. Θα γίνη ό,τι απεφάσισεν ο Θεός, τον οποίον δεν ηξεύρετε ούτε η υψηλότης σας, ούτε εμείς».
Η πείνα όμως και η φρίκη οργιάζει. «Οι στρατιώται αυθαδίαζαν και άρπαζαν οποιονδήποτε σκύλον ή γάταν εύρισκαν εις τον δρόμον» και την μαγείρευαν, γράφει ο Κασομούλης. Και συνεχίζει ο ίδιος: «Άλογα δεν είχαν μείνει άλλα παρά εν άτι, του στρατηγού Γεωργάκη Κίτζιου, ο περίφημος Αλαμπάτζιας, κι εν σαμαριάρικον, το οποίον είχε ο Ν. Στορνάρης… Αρχίσαμεν τις πικραλήθρες, χορτάρι της θαλάσσης- το βράζαμεν πέντε φορές, έως ότου έβγαινεν η πικράδα και ετρώγαμεν με ξίδιν ωσάν σαλάτα, αλλά και με ζουμί από καβούρους ανακατωμένον και τούτο. Εδόθηκαν και εις τους ποντικούς, πλην ήτο ευτυχής όστις εδύνατο να
πιάση έναν. Βατράχους δενείχαμεν, κατά δυστυχίαν…».
Και ο Ιωσήφ «με μεγάλην καρτερίαν και γενναιότητα υπέφερεν όλα της πολιορκίας τα δεινά, χάριν του Μεσολογγίου και της πατρίδος». Βασανίζεται από την πείνα αλλά δε λυγίζει.
Κρατώντας στα χέρια του τον Τίμιο Σταυρό, τρέχει «με τη ρακώδη ενδυμασίαν του, εμψυχώνων και παρήγορων άπασαν την εν Μεσολογγίω φρουράν, και εν γένει τους εν εσχάτη πολιορκίαν διαμένοντας».
Και μόνο όταν η δρεπάνη του λιμού και των νόσων εθέριζε νυχτόημερα τους κλεισμένους και μόνον όταν, όπως γράφει ο Τρικούπης, «οι πολιορκούμενοι ρακοφορούντες, τετραχηλισμένοι, αυχμηροί και υπό της πείνης και της κακουχίας κατασκελετευμένοι, δισδιάγνωστοι και φασματώδεις… έπιπταν κατά γης λιποθυμούντες, ασθενείς και τραυματίαι, εστερούντο πάσης θεραπείας, πτώματα έκειντο εν τοις οδοίς και οι ζώντες ανάπνεαν την αποφοράν των» και κάθε ελπίδα βοηθείας χάθηκε, ήρθε η ώρα των μεγάλων αποφάσεων.
Έφτασε η 10 Απριλίου, η τελευταία μέρα της πολιορκίας. Από το πρωί οι αρχηγοί της φρουράς, της πόλης και της εκκλησίας, συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Γ. Τζαβέλα «να σκεφθούν ωρίμως, πως έπρεπε να οικονομήσωμεν τον λαόν, ώστε οι εχθροί να μην μας καταλάβουν.
Και μόνο όταν η δρεπάνη του λιμού και των νόσων εθέριζε νυχτόημερα τους κλεισμένους και μόνον όταν, όπως γράφει ο Τρικούπης, «οι πολιορκούμενοι ρακοφορούντες, τετραχηλισμένοι, αυχμηροί και υπό της πείνης και της κακουχίας κατασκελετευμένοι, δισδιάγνωστοι και φασματώδεις… έπιπταν κατά γης λιποθυμούντες, ασθενείς και τραυματίαι, εστερούντο πάσης θεραπείας, πτώματα έκειντο εν τοις οδοίς και οι ζώντες ανάπνεαν την αποφοράν των» και κάθε ελπίδα βοηθείας χάθηκε, ήρθε η ώρα των μεγάλων αποφάσεων.
Εις ταύτην την συνεδρίασιν ήτον μόνον οι ανώτεροι Αξιωματικοί, αι τοπικοί Αρχαί και ο Αρχιερεύς Ιωσήφ Ρωγών.».
Έγιναν απανωτές συναντήσεις ως το μεσημέρι. Και η τελευταία έγινε το μεσημέρι της ίδιας μέρας στη Μεγάλη ντάπια. Εκεί στο σύνορο της ζωής και του θανάτου των αδελφών απ’ τη μεριά και του χάρου από την άλλη, συζητούν, εξομολογούνται, θεωρούν σαν έργο Θεού την απόφαση της εξόδου τους.
«Η έξοδος«, λέει ο Παπαδιαμαντόπουλος, «είναι πράξις αρεστή στο Θεό και στους ανθρώπους». «Τι λέγεις εσύ, Άγιε Δεσπότη»; ρωτούν τον Ιωσήφ.
-«Μάρτυρας, απαντά, διαισθανόμενος το τέλος του, κι εγώ των αγώνων σας, θέλω ομολογήσει μετά θάνατον την αλήθειαν των δεινών σας και την αρετήν της φρουράς. Είη το όνομα Κυρίου Ευλογημένον».
«Αποφάσισαν όλοι – γράφει ο Κασομούλης – να φονεύσωμεν όλες τις γυναίκες, ανεξαρτήτως, και τα μικρά παιδιά, επί λόγω να μην προδοθούμεν από τας κραυγάς των, και τότε, δεν μείνει κανένας μας ζωντανός, και να μη μείνουν αιχμάλωτοι εις τους εχθρούς- δια να αποφύγωμεν δε την φιλόστοργον συμπάθειαν των πατέρων και αδελφών, απεφασίσθη να σφάξη ο ένας του αλλουνού την οικογένειαν. Όλοι με μίαν φωνήν το αποφάσισαν και ήσαν έτοιμοι να κινηθούν και να ειδοποιήσουν το στράτευμα, να αρχίση».
Γενναία η απόφαση τους, μα σκληρή και απάνθρωπη. Δεν ήταν δυνατό να την ανεχθεί ο επίσκοπος Ιωσήφ. Σηκώνεται όρθιος, και αγέρωχος τους κατακεραυνώνει όλους λέγοντας:
«Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος, είμαι Αρχιερεύς- αν τολμήσετε να πράξετε τούτο, πρώτον θυσιάσατε εμένα! και σας αφήνω την κατάραν του Θεού και της Παναγίας και όλων των Αγίων – και το αίμα των αθώων να πέση εις τα κεφάλια σας!».
«Εκφώνησεν τούτο, εκάθισεν και άρχισεν να κλαίγη».
«Με τις κατάρες του και παρατηρήσεις, εμπόδισεν την ορμήν των Αξιωματικών και ούτως, άρχισαν να σκέπτωνται πως (άλλως) δύνανται να προφυλαχθούν από τα αίτια της ενδεχόμενης προδοσίας».
«Εμείναμεν έως μισή ώρα σιωπώντες- ένας είπεν:
Έγιναν απανωτές συναντήσεις ως το μεσημέρι. Και η τελευταία έγινε το μεσημέρι της ίδιας μέρας στη Μεγάλη ντάπια. Εκεί στο σύνορο της ζωής και του θανάτου των αδελφών απ’ τη μεριά και του χάρου από την άλλη, συζητούν, εξομολογούνται, θεωρούν σαν έργο Θεού την απόφαση της εξόδου τους.
«Η έξοδος«, λέει ο Παπαδιαμαντόπουλος, «είναι πράξις αρεστή στο Θεό και στους ανθρώπους». «Τι λέγεις εσύ, Άγιε Δεσπότη»; ρωτούν τον Ιωσήφ.
-«Μάρτυρας, απαντά, διαισθανόμενος το τέλος του, κι εγώ των αγώνων σας, θέλω ομολογήσει μετά θάνατον την αλήθειαν των δεινών σας και την αρετήν της φρουράς. Είη το όνομα Κυρίου Ευλογημένον».
«Αποφάσισαν όλοι – γράφει ο Κασομούλης – να φονεύσωμεν όλες τις γυναίκες, ανεξαρτήτως, και τα μικρά παιδιά, επί λόγω να μην προδοθούμεν από τας κραυγάς των, και τότε, δεν μείνει κανένας μας ζωντανός, και να μη μείνουν αιχμάλωτοι εις τους εχθρούς- δια να αποφύγωμεν δε την φιλόστοργον συμπάθειαν των πατέρων και αδελφών, απεφασίσθη να σφάξη ο ένας του αλλουνού την οικογένειαν. Όλοι με μίαν φωνήν το αποφάσισαν και ήσαν έτοιμοι να κινηθούν και να ειδοποιήσουν το στράτευμα, να αρχίση».
Γενναία η απόφαση τους, μα σκληρή και απάνθρωπη. Δεν ήταν δυνατό να την ανεχθεί ο επίσκοπος Ιωσήφ. Σηκώνεται όρθιος, και αγέρωχος τους κατακεραυνώνει όλους λέγοντας:
«Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος, είμαι Αρχιερεύς- αν τολμήσετε να πράξετε τούτο, πρώτον θυσιάσατε εμένα! και σας αφήνω την κατάραν του Θεού και της Παναγίας και όλων των Αγίων – και το αίμα των αθώων να πέση εις τα κεφάλια σας!».
«Εκφώνησεν τούτο, εκάθισεν και άρχισεν να κλαίγη».
«Με τις κατάρες του και παρατηρήσεις, εμπόδισεν την ορμήν των Αξιωματικών και ούτως, άρχισαν να σκέπτωνται πως (άλλως) δύνανται να προφυλαχθούν από τα αίτια της ενδεχόμενης προδοσίας».
«Εμείναμεν έως μισή ώρα σιωπώντες- ένας είπεν:
Καθένας να υποσχεθή δια τους εδικούς του… Άλλοι άλλο συζητούντες, αποφάσισαν να μη θανατωθούν μεν, πλην οι υπανδρεμένοι και οι συγγενείς να πείσουν τας οικογενείας των ότι (κατά την έξοδον) να τρέξουν κοντά τους… τα δε μικρά παιδιά να ποτίσουν αψιόνι κατά την ώραντης εξόδου, να κοιμηθούν και να μην κλαίγουν. Και όποιος έχη την τύχην να γλυτώση, καλώς-όποιος πεθάνη, ας πάγη εις το καλόν: κανένα βάρος εις κανένα δε μένει».
Και έγινε η ηρωική έξοδος. Λίγοι γλίτωσαν. Και η Ιερή Πόλη του Μεσσολογγίου έγινε τόπος θυσίας και ολοκαυτώματος.
Και έγινε η ηρωική έξοδος. Λίγοι γλίτωσαν. Και η Ιερή Πόλη του Μεσσολογγίου έγινε τόπος θυσίας και ολοκαυτώματος.
«Όλη η πεδιάς – γράφει ο Κασομούλης που την έβλεπε από κάποιο ριζοβούνι του Ζυγού, όπου βρέθηκε με άλλους βγαίνοντας – έβραζεν από την ανταυγάζουσαν φωτιάν, έχουσαν την πηγήν της από την χώραν, η δε λαμπάδα αυτή του Μεσολογγίου διέδιδε το φως εκείνο το οποίον εσκορπίζετο έως το Βασιλάδι, Κλείσοβαν και εις όλην την πεδιάδαν, και βαστούσεν έως ημάς. Ο δε παντού ανά την πάλιν δουκεφισμός, εφαίνετο ωσάν πλήθος κωλοφωτιών. Από Μεσολόγγι ακούετο ο βρασμός των φωνών γυναικών, δουφεκιών, εκρηγνυομένων πυριτοθηκών και υπονόμων, ένας συγκεχυμένος και απερίγραπτος τρομερός ήχος. Φούρνος αναμμένος εφαίνετο η πόλις, από το ακατάπαυστον πυρ…».
Αλλά η κορωνίδα της πάλης και του ολοκαυτώματος, η κορυφαία λάμψη, εκτός απ’ το σπίτι του Καψάλη, υψώθηκε στον Ανεμόμυλο, το μαρμαρένιο αλώνι της αχείρωτης πόλης. Ο Επίσκοπος Ιωσήφ μαζί με άλλους πολεμιστές, ύστερα από ολονύχτια μάχη, υποχώρησε και πέρασε στη νησίδα του Ανεμόμυλου.
Αλλά η κορωνίδα της πάλης και του ολοκαυτώματος, η κορυφαία λάμψη, εκτός απ’ το σπίτι του Καψάλη, υψώθηκε στον Ανεμόμυλο, το μαρμαρένιο αλώνι της αχείρωτης πόλης. Ο Επίσκοπος Ιωσήφ μαζί με άλλους πολεμιστές, ύστερα από ολονύχτια μάχη, υποχώρησε και πέρασε στη νησίδα του Ανεμόμυλου.
Ο Γ. Τζαβέλας προτείνει να φύγουν από παραλιακό μονοπάτι προς το Ευηνοχώρι. Ο Ιωσήφ αρνείται. Θέλει να μείνει με το ποίμνιο του και την τελευταία ώρα του έσχατου κινδύνου. «Ο ποιμήν ο πιστός, ο την ψυχήν αυτού θέμενος υπέρ των προβάτων”. Και παραμένει μπαίνοντας στον προμαχώνα του Ανεμόμυλου, που στάθηκε περίλαμπρο σύμβολο της συμπαράστασης της εκκλησίας στους υπερασπιστές της πατρίδος.
Ξημερώνει η 11η Απριλίου 1826 και οι βάρβαροι εξαπολύουν κύματα λυσσωδών επιθέσεων κατά του Ανεμόμυλου, φουντώνει και ο ηρωισμός και η αυτοθυσία των κλεισμένων σ’ αυτόν. Δυο μερόνυχτα κρατεί αγώνας τραχύς, δραματικός, απεγνωσμένος και άνισος.
Οι κλεισμένοι, σκελετωμένοι από την πείνα και την αγρύπνια, δεν το βάζουν κάτω. Ανάμεσα τους και ο Ιωσήφ. Αλλά φτάνει η ψυχή τους στην τελευταία της πνοή. Και πάλι αντί να πέσουν, συγκεντρώνουν όση μπαρούτη τους έχει απομείνει. Και ο επίσκοπος Ιωσήφ της βάζει φωτιά, ψιθυρίζοντας:
«Ο δε Κύριος, αποθανόντας ημάς υπέρ του αυτού νόμου, εις αιώνιον αναβίωσιν ζωής ημάς αναστήση».
Και στη στιγμή «από την γην, την θάλασσαν, από τον βυθόν των φλογών, εξεχέοντο στρόβιλοι ψυχών, πιπτουσών εις την άβυσσον ή ιπταμένων εις τους ουρανούς», όπως θα ψάλει ο Β. Ουγκώ. Σύννεφο καπνού με βροντές υψώνονται πάνω απ’ τον Ανεμόμυλο. Και η λάμψη της φωτιάς φώτισε τον ορίζοντα της πόλης, της Ελλάδας, της οικουμένης, ως το πιο λαμπρό σήμα της λευτεριάς.
Οι βάρβαροι ρίχτηκαν να σκυλέψουν τους νεκρούς. Ανάμεσα απ’ τα ερείπια ανασύρουν τον πανσεβάσμιο επίσκοπο Ιωσήφ μισοκαμένον και αιμόφυρτον. Τον αναγνώρισαν και τον πήγαν στον Ιμβραήμ. Εκείνος πρόσταξε να στηθεί αγχόνη μπροστά στον Ανεμόμυλο. Και σε λίγο ο σεπτός ιεράρχης, με γαληνεμένη όψη, ελεύθερη την ψυχή και το φρόνημα, ανέβηκε μετά τις Θερμοπύλες του στο πήγμα εκείνο της αγχόνης.
Παράδωσε την άγια ψυχή του στα χέρια του Πλάστη, αφού υπόφερε τα πάνδεινα.
Σήμερα, σαν μόνη επιτάφια λαμπάδα, καίει ο μισοκαμένος Ανεμόμυλος. Τον τυλίγει σαν σεντόνι η θαλασσινή αύρα και τον θρηνεί ο σιγηλός φλοίσβος του κύματος. Τον θωπεύουν, όμως, και τα αγήρατα αισθήματα της ευγνωμοσύνης και του θαυμασμού όλων των Ελλήνων.
Ξημερώνει η 11η Απριλίου 1826 και οι βάρβαροι εξαπολύουν κύματα λυσσωδών επιθέσεων κατά του Ανεμόμυλου, φουντώνει και ο ηρωισμός και η αυτοθυσία των κλεισμένων σ’ αυτόν. Δυο μερόνυχτα κρατεί αγώνας τραχύς, δραματικός, απεγνωσμένος και άνισος.
Οι κλεισμένοι, σκελετωμένοι από την πείνα και την αγρύπνια, δεν το βάζουν κάτω. Ανάμεσα τους και ο Ιωσήφ. Αλλά φτάνει η ψυχή τους στην τελευταία της πνοή. Και πάλι αντί να πέσουν, συγκεντρώνουν όση μπαρούτη τους έχει απομείνει. Και ο επίσκοπος Ιωσήφ της βάζει φωτιά, ψιθυρίζοντας:
«Ο δε Κύριος, αποθανόντας ημάς υπέρ του αυτού νόμου, εις αιώνιον αναβίωσιν ζωής ημάς αναστήση».
Και στη στιγμή «από την γην, την θάλασσαν, από τον βυθόν των φλογών, εξεχέοντο στρόβιλοι ψυχών, πιπτουσών εις την άβυσσον ή ιπταμένων εις τους ουρανούς», όπως θα ψάλει ο Β. Ουγκώ. Σύννεφο καπνού με βροντές υψώνονται πάνω απ’ τον Ανεμόμυλο. Και η λάμψη της φωτιάς φώτισε τον ορίζοντα της πόλης, της Ελλάδας, της οικουμένης, ως το πιο λαμπρό σήμα της λευτεριάς.
Οι βάρβαροι ρίχτηκαν να σκυλέψουν τους νεκρούς. Ανάμεσα απ’ τα ερείπια ανασύρουν τον πανσεβάσμιο επίσκοπο Ιωσήφ μισοκαμένον και αιμόφυρτον. Τον αναγνώρισαν και τον πήγαν στον Ιμβραήμ. Εκείνος πρόσταξε να στηθεί αγχόνη μπροστά στον Ανεμόμυλο. Και σε λίγο ο σεπτός ιεράρχης, με γαληνεμένη όψη, ελεύθερη την ψυχή και το φρόνημα, ανέβηκε μετά τις Θερμοπύλες του στο πήγμα εκείνο της αγχόνης.
Παράδωσε την άγια ψυχή του στα χέρια του Πλάστη, αφού υπόφερε τα πάνδεινα.
Σήμερα, σαν μόνη επιτάφια λαμπάδα, καίει ο μισοκαμένος Ανεμόμυλος. Τον τυλίγει σαν σεντόνι η θαλασσινή αύρα και τον θρηνεί ο σιγηλός φλοίσβος του κύματος. Τον θωπεύουν, όμως, και τα αγήρατα αισθήματα της ευγνωμοσύνης και του θαυμασμού όλων των Ελλήνων.
Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.
1 σχόλιο:
Σιγκινηθηκα με τον ηρωισμό των Ελλήνων και του επισκόπου Ιωσήφ.
Δημοσίευση σχολίου