Χριστέ, γυναίκα που έπεσε σε χίλιαις αμαρτίαις,
σαν άκουσε, σαν ένοιωσε τη θεϊκή σου χάρι,
Με μυροφόρας φόρεμα, και σ’ τα δάκρυα πνιγμένη
πριν να Σε θάψουνε στη γη, μύρα γλυκά σου φέρνει.
Ωϊμέ! Φωνάζει, ολόγυρα νύχτα είναι νύχτα μαύρη,
νύχτα που ανοίγει και κεντά τους σαρκικούς μου πόθους,
και σκοτεινή κι’ ασέληνος, της αμαρτίας Έρως.
Δέξαι, Χριστέ, τα δάκρυα που χύνω.
Συ που τραβάς σ’ τα σύννεφα της θάλασσας τ
ο κύμα.
Λυγίσου, γύρε την καρδιά σ’ τους αναστεναγμούς μου
Συ, που ‘γυρες τους ουρανούς σ’ τη γέννησί σου απάνω.
Τα’ ανέγγιχτα τα πόδια σου άφες με να φιλήσω
και να σφουγγίσω τα φιλιά με τα πλεκτά μαλλιά μου’
τα πόδια που όταν ήκουσε τον κρότον τους η Εύα
το δειλινό μέσ’ σ’ την Εδέμ εκρύφτηκε από φόβο.
Ταις τόσαις αμαρτίαις μου, τη φοβερή σου κρίση
Ποιος να μετρήση δύναται, Σωτήρ μου ψυχοσώστα;
Μη με θωρής αδιάφορος την ταπεινή σου δούλη
Συ, που έχεις σαν Θεός αμέτρτη ευσπλαχνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου