«Η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί», λέει ένας από τους πιο σπουδαίους φιλοσόφους της αρχαίας Ελλάδας, ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος. Η αληθινή μας φύση, όπως και ο κόσμος στον οποίο ζούμε, αγαπά να κρύβεται. Δεν θέλει παρρησία στην δήλωσή της ταυτότητάς της προς τα έξω. Θέλει ένα μικρό ή μεγαλύτερο παιχνίδι, όπως το κρυφτό των παιδιών, για να βρούμε τα μυστικά της. Θέλει την παράδοσή μας στην αγάπη για κάθε τι στον κόσμο, για κάθε γωνιά της, για να μας αποκαλυφθεί. Άλλοτε με θόρυβο, άλλοτε με την σιωπή που ταιριάζει στον μύστη, στον ερωτευμένο, αποκαλύπτει τα κρυμμένα μυστικά της.
Οι πατέρες της Εκκλησίας έρχονται να μιλήσουν για την «φυσική θεωρία». Ότι μέσα από τα μυστικά της φύσης ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει την πρόνοια,
μα, κυρίως, την αγάπη του Θεού. Και ενδύεται εκείνη την πρώτη στολή του Παραδείσου. Αυτή της γυμνότητας, η οποία δεν είναι της πονηρίας, αλλά της διαφάνειας. Της εμπιστοσύνης του παιδιού στον Πατέρα. Της εμπιστοσύνης ότι μέσα από την αγάπη ό,τι κρύβεται, θα φανερωθεί.
Στην ακολουθία των Χαιρετισμών ο υμνογράφος, απευθυνόμενος στην Υπεραγία Θεοτόκο, την χαιρετά ως «στολή των γυμνών παρρησίας». Της λέει ότι είναι αυτή η στολή παρρησίας που ενδύονται όλοι οι γυμνοί άνθρωποι. Μόνο που τώρα δεν είμαστε γυμνοί από εμπιστοσύνη, από αγάπη, από αθωότητα, από αναζήτηση της αλήθειας του Θεού, αλλά γυμνοί εξαιτίας των παθών μας και της έλλειψης αγάπης και νοήματος. Γυμνοί από την εμπιστοσύνη στο βλέμμα του Θεού, διότι το έχουμε υποκαταστήσει με το δικό μας πονηρό, εμπαθές βλέμμα, που θεωρεί τον κόσμο ως αντικείμενο για κατάκτηση και όχι για αποκάλυψη της ομορφιάς των μυστικών του, δηλαδή του Δημιουργού του.
μα, κυρίως, την αγάπη του Θεού. Και ενδύεται εκείνη την πρώτη στολή του Παραδείσου. Αυτή της γυμνότητας, η οποία δεν είναι της πονηρίας, αλλά της διαφάνειας. Της εμπιστοσύνης του παιδιού στον Πατέρα. Της εμπιστοσύνης ότι μέσα από την αγάπη ό,τι κρύβεται, θα φανερωθεί.
Στην ακολουθία των Χαιρετισμών ο υμνογράφος, απευθυνόμενος στην Υπεραγία Θεοτόκο, την χαιρετά ως «στολή των γυμνών παρρησίας». Της λέει ότι είναι αυτή η στολή παρρησίας που ενδύονται όλοι οι γυμνοί άνθρωποι. Μόνο που τώρα δεν είμαστε γυμνοί από εμπιστοσύνη, από αγάπη, από αθωότητα, από αναζήτηση της αλήθειας του Θεού, αλλά γυμνοί εξαιτίας των παθών μας και της έλλειψης αγάπης και νοήματος. Γυμνοί από την εμπιστοσύνη στο βλέμμα του Θεού, διότι το έχουμε υποκαταστήσει με το δικό μας πονηρό, εμπαθές βλέμμα, που θεωρεί τον κόσμο ως αντικείμενο για κατάκτηση και όχι για αποκάλυψη της ομορφιάς των μυστικών του, δηλαδή του Δημιουργού του.
«Κάθε πράγμα, μικρό ή μεγάλο, πρέπει να το ζητείς με ιδιαίτερη προσευχή από τον Δημιουργό του» (αββάς Ισαάκ ο Σύρος). Η Παναγία ζήτησε τον Δημιουργό της και Δημιουργό μας όχι με θράσος, αλλά με την εμπιστοσύνη του παιδιού. Αποδέχτηκε την αγάπη και την πρόνοια Του και ντύθηκε την παρρησία της πρώτης στολής, δηλαδή το δικαίωμα να συζητά, να κοινωνεί, να κυοφορεί τον Δημιουργό της και όλων, τον Χριστό μας.
«Η ταπείνωσις κρύπτεσθαι φιλεί». Η Υπεραγία Θεοτόκος δείχνει ότι η αληθινή μας φύση βρίσκεται στην ταπείνωση, όχι στην έπαρση, στο βλέμμα του εγώ, αλλά την παράδοση στο βλέμμα του Θεού. Και η ίδια συνετήρει κάθε ρήμα που άκουγε για τον Υιό της, για το μυστήριο που ζούσε, στην καρδιά της και προχώρησε ακολουθώντας την οδό Του ταπεινά, σπάζοντας την σιωπή της μόνο όταν ήθελε κάτι από αγάπη για τους άλλους. Και σήμερα «κρύπτεσθαι φιλεί». Ο κόσμος προχωρά με το θράσος της αυτοθέωσης και όχι με την στολή της ταπείνωσης. Εκείνη δεν μιλά, σιωπά. Ακούει όμως. Και προσεύχεται δακρύουσα για μας. Όχι μόνο για τα αιτήματα της ζωής στον κόσμο, αλλά για να βρούμε το νόημα που θα μας οδηγήσει στην κοινωνία με τον Χριστό. Το πώς δηλαδή θα γυμνωθούμε από τα φτιασίδια των στολών του κόσμου, των ρόλων της υποκρισίας μας, της φανερής ή κεκαλυμμένης αμαρτίας, και πώς θα ενδυθούμε την στολή της αγάπης.
Ο υμνογράφος λέει στην Παναγία ότι είναι η στοργή που νικά κάθε άλλο πόθο. Η Παναγία είναι το πρότυπο της ανιδιοτελούς μητρικής στοργής, που μας διδάσκει τι σημαίνει αυθεντικός πόθος. Δεν είναι για τον άνθρωπο ως αντικείμενο ηδονής, συμφέροντος, δικαίωσης μέσω αυτού. Είναι το να έχει κάποιος «μερίδα του πόθου του Χριστού εντός του και να νικά και να επικρατεί έναντι κάθε λύπης της διανοίας» (αββάς Ισαάκ ο Σύρος). Και η Παναγία δεν είχε μερίδα του πόθου του Χριστού εντός της αλλά ο μόνος πόθος της ήταν ο Χριστός. Και ο πόθος γεννά στοργή όχι μόνο για τον Υιό και Θεό της, αλλά και για κάθε άνθρωπο, διότι ο Χριστός προσέλαβε τη ανθρώπινη φύση, δηλαδή όλους μας, για να μας ανακαινίσει και να μας απαλλάξει από κάθε άλλο πόθο που μας κρατά ως βαρίδι στον κόσμο τούτο και δεν μας επιτρέπει να Τον ανακαλύψουμε.
«Απορεί πάσα γλώσσα» μπροστά στην Υπεραγία Θεοτόκο. Η γυμνότητα από το πεπερασμένο και την εμπαθή μας κατάσταση μάς κάνει να αισθανόμαστε ότι μόνο η εμπιστοσύνη στον τρόπο της μας απομένει. Στην τρόπο της αγάπης. Της ταπείνωσης, Του πόθου για τον Χριστό. Της εκζήτησής Του σε κάθε σημείο του κόσμου. Ας μεσιτεύει για μας και ας μας αξιώνει να βρίσκουμε τον αληθινό μας προορισμό!
«Η ταπείνωσις κρύπτεσθαι φιλεί». Η Υπεραγία Θεοτόκος δείχνει ότι η αληθινή μας φύση βρίσκεται στην ταπείνωση, όχι στην έπαρση, στο βλέμμα του εγώ, αλλά την παράδοση στο βλέμμα του Θεού. Και η ίδια συνετήρει κάθε ρήμα που άκουγε για τον Υιό της, για το μυστήριο που ζούσε, στην καρδιά της και προχώρησε ακολουθώντας την οδό Του ταπεινά, σπάζοντας την σιωπή της μόνο όταν ήθελε κάτι από αγάπη για τους άλλους. Και σήμερα «κρύπτεσθαι φιλεί». Ο κόσμος προχωρά με το θράσος της αυτοθέωσης και όχι με την στολή της ταπείνωσης. Εκείνη δεν μιλά, σιωπά. Ακούει όμως. Και προσεύχεται δακρύουσα για μας. Όχι μόνο για τα αιτήματα της ζωής στον κόσμο, αλλά για να βρούμε το νόημα που θα μας οδηγήσει στην κοινωνία με τον Χριστό. Το πώς δηλαδή θα γυμνωθούμε από τα φτιασίδια των στολών του κόσμου, των ρόλων της υποκρισίας μας, της φανερής ή κεκαλυμμένης αμαρτίας, και πώς θα ενδυθούμε την στολή της αγάπης.
Ο υμνογράφος λέει στην Παναγία ότι είναι η στοργή που νικά κάθε άλλο πόθο. Η Παναγία είναι το πρότυπο της ανιδιοτελούς μητρικής στοργής, που μας διδάσκει τι σημαίνει αυθεντικός πόθος. Δεν είναι για τον άνθρωπο ως αντικείμενο ηδονής, συμφέροντος, δικαίωσης μέσω αυτού. Είναι το να έχει κάποιος «μερίδα του πόθου του Χριστού εντός του και να νικά και να επικρατεί έναντι κάθε λύπης της διανοίας» (αββάς Ισαάκ ο Σύρος). Και η Παναγία δεν είχε μερίδα του πόθου του Χριστού εντός της αλλά ο μόνος πόθος της ήταν ο Χριστός. Και ο πόθος γεννά στοργή όχι μόνο για τον Υιό και Θεό της, αλλά και για κάθε άνθρωπο, διότι ο Χριστός προσέλαβε τη ανθρώπινη φύση, δηλαδή όλους μας, για να μας ανακαινίσει και να μας απαλλάξει από κάθε άλλο πόθο που μας κρατά ως βαρίδι στον κόσμο τούτο και δεν μας επιτρέπει να Τον ανακαλύψουμε.
«Απορεί πάσα γλώσσα» μπροστά στην Υπεραγία Θεοτόκο. Η γυμνότητα από το πεπερασμένο και την εμπαθή μας κατάσταση μάς κάνει να αισθανόμαστε ότι μόνο η εμπιστοσύνη στον τρόπο της μας απομένει. Στην τρόπο της αγάπης. Της ταπείνωσης, Του πόθου για τον Χριστό. Της εκζήτησής Του σε κάθε σημείο του κόσμου. Ας μεσιτεύει για μας και ας μας αξιώνει να βρίσκουμε τον αληθινό μας προορισμό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου