Το 1821 είναι εκείνο το τσοπανόπουλο, που μη έχοντας όπλα, παρακολουθούσε τη μάχη στα Δερβενάκια άπραγο. Ο Κολοκοτρώνης το μάλωσε: «Τι στέκεις έτσι, ορέ Έλληνα, και χαζεύεις; Γιατί δεν τρέχεις και συ να πολεμήσεις τους Περσιάvους;» - «Μα, δεν έχω άρματα, καπετάνιε μου, του δικαιολογήθηκε ο τσοπάνος. Με τι να πολεμήσω;» - «Με τη γκλίτσα σου, μωρέ Έλληνα! Κι αυτή όπλο είναι.» Το τσοπανόπουλο, χωρίς να δώσει απάντηση, έφυγε τρέχοντας και χάθηκε. Όταν τελείωσε η μάχη, παρουσιάζεται μπροστά στον Γέρο του Μοριά ένα θεόρατο παλληκάρι. Κρατά στα χέρια του ένα μαλαμοκαπνισμένο καριοφίλι, το σελάχι του είναι γεμάτο από ασημοκολλημένες κουμπούρες και το ιδρωμένο πρόσωπό του μαυρισμένο από τους καπνούς της μάχης.
- «Ποιος είσαι συ μωρέ;» του φωνάζει ο Γέρος.- «Δε με γνωρίζεις, καπετάνιε; Είμαι ο τσοπάνος, που έστειλες το μεσημέρι να πολεμήσει με τη γκλίτσα του. Έκανα όπως μου είπες. Σκότωσα έναν Τούρκο, τού πήρα τ’ άρματα και... να ’μαι τώρα», του πρόσθεσε, δείχνοντάς του την πλουμιστή αρματωσιά του με περηφάνια. - «Μπράβο μωρ’ Έλληνα», του είπε χαρούμενος ο Κολοκοτρώνης. Και ευχαριστημένος, χτύπησε φιλικά το παλληκάρι στην πλάτη.
«Μή σκιάζεστε στά σκότη! Ἡ λευτεριά
σάν τῆς αὐγῆς τό φεγγοβόλο ἀστέρι
τῆς νύχτας τό ξημέρωμα θά φέρει».
Ας είναι το 1821 για εσάς, τα παιδιά του 2024, αυτό που γράφει ο πυρπολητής Κωνσταντίνος Νικόδημος στο έργο του «Πρός τήν Νεολαίαν τῶν Ψαριανῶν»:
Οἱ πατέρες ὑμῶν, φίλη νεολαία, ἔζησαν εἰς ἐποχήν μεταβολῶν, ἔπραξαν ἔργα ἄξια διαδόσεως εἰς ὑμᾶς. Ἐγώ δέ ὡς σύγχρονος τῶν πατέρων σας, ἀνέλαβον ἑκουσίως νά συγγράψω τάς πράξεις των διά νά μείνωσιν εἰς ὑμᾶς, φίλη νεολαία, διδάσκαλος καί ὁδηγός τοῦ βίου σας καί γίνετε μιμηταί καί ἐπάξιοι ἀπόγονοι ἐκείνων, ἀφιεροῦντες εἰς τήν πατρίδα τόν νοῦν καί τόν βραχίονα, ἵνα καυχᾶσθε ὡς ἄλλοι Σπαρτιάται:
«Ἅμες δέ γ’ ἐσόμεθα πολλῷ κάρρονες».
Γιάννης Καργάκος
Φιλόλογος του Β ‘ Αρσακείου Λυκείου Ψυχικού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου