ένας ψίθυρος
όπως το φώς του πρωινού
δειλά σαν μπαίνει
από τις χαραμάδες.
............
Καθόταν στη γωνιά της
μαυροντυμένη κι έπλεκε
ξέφτια από κύματα
κόκκινα κεραμίδια σερπαντίνες,
πολύχρωμες κλωστές
από τα περασμένα έπλεκε
με τα μαλακά της δάκτυλα.
Κι άλλοτε στην κουζίνα
μου έπλενε το πρόσωπο,
άλλοτε αναστέναζε βαθιά
πόσο έμοιαζα στην κάθε κίνηση
με τον πραματευτή παππού μου
που 'χε χαθεί
στην πρώτη νιότη του.
Μιά αγαθή σκιά ήταν η γιαγιά μου,
ένας ψίθυρος
όπως το φώς του πρωινού δειλά σαν μπαίνει από τις χαραμάδες.
Μα όταν πάνω
από τις πυκνές ρυτίδες
σήκωνε εκείνα τα μάτια,
ανάκατα μπλέ και πράσινο
άστραφτε ο ουρανός
άστραφταν οι μπαχτσέδες
της Σωζόπολης!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου