Το Ναύπλιο δεν είναι μόνο μια πανάρχαια πόλη, στην οποία ο Μύθος και η Ιστορία χάνονται στο βάθος του χρόνου, η πρώτη πρωτεύουσα του ελεύθερου κράτους, στους δρόμους της οποίας παίχθηκε η ιστορία του Νέου Ελληνισμού αλλά και μια τραγική και «θανάσιμη» πόλη. Το κυριακάτικο πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου 1831 στις 6.45′ περίπου με το παλιό ημερολόγιο, στην πόρτα του Αγίου Σπυρίδωνος δολοφονήθηκε ο πρώτος Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας.
Πλατεία Σιντριβανίου με το Παλατάκι του Καποδίστρια
Ο κυβερνήτης το πρωινό της αποφράδας εκείνης ημέρας ξεκίνησε για να εκκλησιαστεί, όπως συνήθιζε, στον Άγιο Σπυρίδωνα, προστάτη άγιο της πατρίδας του της Κέρκυρας. Βγήκε από την κυβερνητική κατοικία, το γνωστό παλατάκι, αργότερα κατοικία και του Όθωνα, (που βρισκόταν στο χώρο όπου σήμερα βρίσκεται το άγαλμα του Όθωνα), από την κύρια ανατολική καμαρωτή είσοδο προς την πλατεία Σιντριβανιού, σημερινή πλατεία Τριών Ναυάρχων, φορώντας τη βαθυγάλαζη ρεντικότα, άσπρο παντελόνι και βαθυγάλαζο καπέλο, συνοδευόμενος από τους δυο φρουρούς, τον Γ. Κοζώνη και Α. Λεωνίδα, έστριψε δεξιά και έφθασε στο Μεγάλο Δρόμο (οδό Βασ. Κων/νου), ακολούθησε πορεία προς τα δυτικά και σε λίγο συνάντησε, την σημερινή οδό Αγγέλου Τερζάκη, (πρώην Ε. Σωφρόνη), και έστριψε αριστερά κατευθυνόμενος προς τον Άγιο Σπυρίδωνα.
Σχέδιο πόλης Ναυπλίου (1834) με την πορεία του Καποδίστρια
Προχώρησε στην οδό Αγγέλου Τερζάκη λίγα μέτρα και στην συμβολή των οδών Δ. Πλαπούτα και Αγγέλου Τερζάκη μέσα στο μουχρωμένο πρωινό πάνω στο σταυροδρόμι συνάντησε μπροστά του κακό σημάδι, τους δυο Μαυρομιχαλαίους, Κωνσταντίνο και Γεώργιοντυμένους με τα καλά τους, φορώντας φουστανέλες, συνοδευόμενους από δυο φρουρούς τον Ι. Καραγιάννη και τον Α. Γεωργίου διότι ήταν υπό επιτήρηση, με τον οπλισμό τους, καινούριες μπιστόλες που είχαν αγοράσει πριν από λίγες μέρες από μαγαζί του Ναυπλίου.
Οι Μαυρομιχαλαίοι κατοικούσαν σε μικρή απόσταση ανατολικότερα από τον τόπο συνάντησης στην οδό Γ. Τερτσέτη, πάροδο της οδού Πλαπούτα μεταξύ της πλατείας του Αγίου Γεωργίου και της οδού Αγγέλου Τερζάκη, και είχαν βγει με κακό σκοπό, αναζητώντας πρωΐ – πρωΐ την Κυριακή τον Κυβερνήτη για ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον γνωστό μανιάτικο τρόπο για λόγους τιμής.
Ο κυβερνήτης τους χαιρέτησε βγάζοντας το καπέλο του αμίλητος, εκείνοι ξαφνιάστηκαν και του ανταπέδωσαν σιωπηλοί τον χαιρετισμό. Στη συνέχεια ο Κυβερνήτης συνέχισε απρόσκοπτα με τους δυο συνοδούς φρουρούς του την πορεία του προς την εκκλησία, ακολουθώντας το καθιερωμένο σύντομο δρομολόγιο του κυριακάτικου εκκλησιασμού του με αργό περπάτημα συνολικής διάρκειας επτά λεπτών περίπου. Έστριψε δεξιά στην αρχή της οδού Σταϊκοπούλου και προχώρησε προς την εκκλησία.
Οι Μαυρομιχαλαίοι μετά τον χαιρετισμό μέσα στο πρωινό δεν ακολούθησαν τον Κυβερνήτη, αλλά έφυγαν γρήγορα ανηφορίζοντας νότια της οδού Τερζάκη το ανηφορικό στενό με τα σκαλοπάτια, διέσχισαν στη συνέχεια τη μικρή πλατεία μπροστά από την εκκλησία και έφτασαν νωρίτερα στον Άγιο Σπυρίδωνα, όπου περίμεναν τον Κυβερνήτη στην πόρτα της εκκλησίας, όπως έκαναν και την προηγούμενη Κυριακή, αλλά ο Κυβερνήτης έγκαιρα ειδοποιημένος δεν είχε πάει στην εκκλησία.
Η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα
Ο Κυβερνήτης αφού προχώρησε αριστερά (δυτικά) στην αρχή της οδού Σταϊκοπούλου, έστριψε δεξιά στο πρώτο στενό ανηφορικό δρόμο, που οδηγεί από την Σταϊκοπούλου, στην πλατεία του Αγίου Σπυρίδωνα, μπροστά από το ιερό της εκκλησίας. Μόλις ανέβηκε τον ανηφορικό δρόμο και πρόβαλε στο στενό του Αγίου Σπυρίδωνα, σημερινή οδό Ιωάννη Καποδίστρια, κοντοστάθηκε για λίγο να αναπνεύσει και να ξεκουραστεί, αλλά αντίκρυσε ξανά μπροστά του τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, να στέκεται έξω στη δεξιά πλευρά της πόρτας της εκκλησίας, υποπτεύθηκε το κακό, έστρεψε για λίγο το κεφάλι του προς τα ανατολικά στη μικρή πλατεία, όπου βρισκόταν η οικία του υπουργού Ροδίου, και αψηφώντας τον κίνδυνο και με πίστη στο θεό συνέχισε την ηρωική πορεία του προς τον τόπο του μαρτυρίου.
Όπως προκύπτει από τη δικογραφία δημοσιευμένη στη Γενική Εφημερίδα, ο Κυβερνήτης μόλις έφθασε στην πόρτα και πάτησε το πόδι του στο πλατύσκαλο και έμπαινε στην εκκλησία, ο Κων/νος Μαυρομιχάλης, κρατώντας με το αριστερό κατεβασμένο χέρι το φέσι του, σήκωσε το δεξιό χέρι που κρατούσε κρυμμένη την οπλισμένη μπιστόλα κάτω από λευκό μπουρνούζι, τράβηξε τη σκανδάλη και τον πυροβόλησε εκ των όπισθεν στην πίσω δεξιά πλευρά της κεφαλής, ενώ συγχρόνως ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, που στεκόταν στην εσωτερική πλευρά της πόρτας, όρμησε και τον χτύπησε με μαχαίρι στη δεξιά πλευρά της κοιλιάς στη βουβωνική χώρα.
Στη συνέχεια ο I. Καραγιάννης ένας από τους φρουρούς των Μαυρομιχαλαίων, ο οποίος στεκόταν εξωτερικά της εκκλησίας απέναντι στην είσοδο της εκκλησίας κοντά στην τούρκικη κρήνη, πυροβόλησε άστοχα κατά των φρουρών του Καποδίστρια, αλλά η σφαίρα αστόχησε και χτύπησε στη δεξιά πλευρά της πόρτας όπου σώζεται και σήμερα η λαβωματιά της πέτρας από το κτύπημα της σφαίρας.
Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης μετά το φονικό ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλοπάτια στο απέναντι σοκκάκι από την πόρτα του Αγίου Σπυρίδωνα, την οδό Πλάτωνος, αλλά τον πυροβόλησε θανάσιμα ο μονόχειρας φρουρόςτου Καποδίστρια, Γ. Κοζώνης. Ο Κωνσταντίνος, θανάσιμα τραυματισμένος, ανέβηκε τη σκάλα, έστριψε αριστερά στο σοκκάκι αναζητώντας καταφύγιο σε σπίτια της περιοχής ξεσηκώνοντας με τις φωνές τη γειτονιά.
Συνελήφθη όμως σε λίγο, η πόλη ολόκληρη αναστατώθηκε από το φονικό του Κυβερνήτη, το οργισμένο πλήθος και στρατιώτες τον λιντσάρισαν, κτυπώντας τον με ξύλα και σπαθιά και τον έσερναν στα καλντερίμια τ’ Αναπλιού ως την πλατεία του Πλάτανου (Συντάγματος), μπροστά από το ενετικό κτίριο του στρατώνα (σημερινό Μουσείο), όπου εξεψύχησε. Το οργισμένο πλήθος έριξε το άψυχο κορμί του στη θάλασσα.
Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, έργο του Διονυσίου Τσόκου, 1850.
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης αμέσως μετά το φονικό, μαζί με τους δυο φρουρούς των Μαυρομιχαλαίων έφυγε προς τα δυτικά της εκκλησίας τρέχοντας προς το Βουλευτικό, ακολουθώντας στη σημερινή οδό Καποδιστρίου, και κατέφυγε στη Γαλλική πρεσβεία, που βρισκόταν στην οδό Σταϊκοπούλου, δυτικότερα από το Μουσείο, δίπλα στην οικία του ταγματάρχη Θ. Βαλλιάνου, λέγοντας «τον σκοτώσαμε… χίλια κομμάτια έγινε…».
Στη συνέχεια παραδόθηκε στις αρχές, φυλακίστηκε δικάσθηκε από στρατοδικείο και εκτελέσθηκε διά τουφεκισμού στις 10 Οκτωβρίου στην Πλατεία, έξω από τα ανατολικά τείχη της πόλης και της Πύλης της Ξηράς, στην περιοχή που σήμερα βρίσκεται το κτίριο του ΟΤΕ και ο σταθμός του τραίνου. Το φονικό του Κυβερνήτη βύθισε σε βαθύ πένθος και απογοήτευση το πανελλήνιο.
Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας προσέφερε τον εαυτό του θυσία και με το αίμα του βάφτηκε στο Ναύπλιο η πόρτα του Αγίου Σπυρίδωνα, προστάτη της πατρίδας του της Κέρκυρας. Με την δολοφονία του κόπηκε βίαια η προσπάθεια ανάκαμψης και εκσυγχρονισμού του μόλις ελεύθερου νέου Ελληνικού κράτους. Ο θάνατος του Κυβερνήτη έγινε λαϊκός θρήνος, μέσα από τα δημοτικά τραγούδια. Ο χώρος της δολοφονίας του I. Καποδίστρια στο Ναύπλιο είναι ένας από τους τραγικότερους και ιερότερους χώρους της πατρίδας μας.
Μπροστά από την εκκλησία, λίγο πριν την είσοδο, υπάρχει ακόμα το καντήλι, στον τόπο μαρτυρίου του Κυβερνήτη. Ο άδικος και τραγικός θάνατος του I. Καποδίστρια παραμένει ζωντανός στη μνήμη των Ελλήνων που επισκέπτονται καθημερινά τον μαρτυρικό τόπο του θανάτου του. Τη θλιβερή είδηση της δολοφονίας του Κυβερνήτη με χαρακτηριστικά μοτίβα της δημοτικής ποίησης την περιγράφει, μεταξύ των άλλων, και το ακόλουθο πελοποννησιακό τραγούδι, που αποτελείται από 14 δεκαπεντασύλλαβους στίχους:
Ένα πουλάκι ξέβγαινε ‘πό μέσ’ από τ’ Ανάπλι,
στην Κόρθο κάνει κολατσιό και στη Βστίτσα γιόμα,
στην Πάτρα μπαρκαρίζεται, στο Μεσολόγγι πάει,
πάει χαμπέρια των Κλεφτών και των καπεταναίων.
-Πες μας, πες μας, πουλάκι μου, κανα-καλό χαμπέρι.
-Τι να σας πω, μωρέ παιδιά, τι να σας μολογήσω,
εψές, προψές που πέρναγ’ από μέσ’ από τ’ Ανάπλι,
άκουσα το μουσαφερέ και τηγ κρυφή κουβέντα,
τόν Κυβερνήτη σκότωσαν οι Μαυρομιχαλαίοι.
Ένα πουλάκι ξέβγαινε ‘πό μέσ’ από τ’ Ανάπλι,
στην Κόρθο κάνει κολατσιό και στη Βστίτσα γιόμα,
στην Πάτρα μπαρκαρίζεται, στο Μεσολόγγι πάει,
πάει χαμπέρια των Κλεφτών και των καπεταναίων.
-Πες μας, πες μας, πουλάκι μου, κανα-καλό χαμπέρι.
-Τι να σας πω, μωρέ παιδιά, τι να σας μολογήσω,
εψές, προψές που πέρναγ’ από μέσ’ από τ’ Ανάπλι,
άκουσα το μουσαφερέ και τηγ κρυφή κουβέντα,
τόν Κυβερνήτη σκότωσαν οι Μαυρομιχαλαίοι.
Τρεις ντουφεκιές του ρίξανε με τρι’ ασημένια βόλια.
Το ‘να τόμ πήρε στηγ καρδιά και τ’ άλλο στο πλεμόνι,
το τρίτο το φαρμακερό τόμ πήρε στο κεφάλι.
Το στόμα τ’ αίμα γέμισε, τ’ αχείλι του φαρμάκι
κ’ η γλώσσα τ’ αηδονολαλεί σαν το χελιδονάκι.
Είναι αξιοσημείωτο ότι στο δημοτικό τραγούδι, με βάση το δημοτικό μοτίβο δεν αναφέρει μια ντουφέκια (μπιστολιά) αλλά τρεις(!) με τρία ασημένια! βόλια.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι σε άλλο εκτενέστερο δημοτικό τραγούδι με εμφανή λόγια στοιχεία περιγράφει με ιστορική ακρίβεια τη σκηνή της δολοφονίας :
«Μια Κυριακή ξημέρωσε, να μη είχε ξημερώσει
ο Κυβερνήτης κίνησε να πάει στην Εκκλησία,
στην πόρτα όπου επάτησε, σκύβει να προσκυνήσει,
ο Γιώργης και ο Κωνσταντής δυο μπέηδες της Μάνης,
μια μπιστολιά του ρίξανε, φαρμακερό μαχαίρι.»
Χρήστος Πιτερός
Αρχαιολόγος Δ’ ΕΠΚΑ Ναυπλίου
Ναυπλιακά Ανάλεκτα VII, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, Δεκέμβριος 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου