Τότε ἔζησε κάτι τό ξαφνικό, ἀναπάντεχο καί ὑπερθαύμαστο. Εἶδε σάν νά ἄνοιξε ἡ στέγη του κι ἔνοιωσε νά κατεβαίνει ὁ μακάριος Γέροντας. Γνώρισε τή γλυκειά ζεστή φωνή του, πού τοῦ εἶπε:
«Μή φοβᾶσαι, παιδί μου, ἐγώ εἶμαι ὁ γιατρός... Θά περάσει ὁ πόνος, θά γίνεις καλά». Εἶδε μόνο τό χέρι του, ἀπό τόν καρπό καί κάτω, γνώρισε τό ἐπιμάνικο πού φοροῦσε, ὅταν λειτουργοῦσε. Μέ τό χέρι του, τό τόσο γνωστό σέ αὐτόν καί ἀγαπημένο, ἀφοῦ πάμπολλες φορές τό εἶχε ἀσπασθεῖ, τόν ἄγγιξε ἀπό τόν ὦμο μέχρι τά δάκτυλα, σάν ἕνα χάδι ἀνάλαφρο καί ἰαματικό. Ἀμέσως οἱ πόνοι ἐξαφανίσθηκαν.
Τήν ἄλλη ἡμέρα μποροῦσε νά σηκώνει ἄνετα τό χέρι του καί νά ἐργάζεται ἀκούραστα, σηκώνοντας βάρη καί κάνοντας ὁποιαδήποτε χειρωνακτική ἐργασία. Προπαντός ὅμως ἔχοντας τή βεβαιότητα ὅτι ὁ ὅσιος ἦταν ἀνάμεσά τους, τούς παρακολουθοῦσε καί κατηύθυνε τή ζωή τους.
Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου