Η ΣΤΑΜΝΑ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ
Η στάμνα που κρατούσε η Αγία Φωτεινή η Σαμαρείτιδα όταν πήγε στο πηγάδι ν' αντλήσει νερό και συνάντησε Τον Κύριο. Βρίσκεται στη Σαμάρεια, στην Ιερά Μονή του Φρέατος του Ιακώβ.
Γιατί άφησε τη στάμνα της; Θα μπορούσε να πει κανείς σαν πρώτη εξήγηση ότι την ξέχασε. Την ξέχασε, για να πάει να φέρει το μήνυμα. Αλλά κάθε μέρα, ή μέρα παρά μέρα, ερχότανε να πάρει νερό για τη λάτρα του σπιτιού και να πιει η πολυμελής οικογένεια, την οποίαν είχε. Τώρα λοιπόν γι’ αυτό το λόγο ήρθε. Είναι δυνατόν να έφυγε με άδεια χέρια; Να μην πάρει τη στάμνα γεμάτη νερό για τη χρεία; Αλλά, αδελφοί μου, η σημερινή μέρα δεν είναι σαν τις άλλες. Σήμερα δεν είναι σαν τις άλλες μέρες που έπαιρνε νερό και πήγαινε στο σπίτι της.
Σήμερα συνέβη γεγονός, το οποίον είναι συγκλονιστικό γι’ αυτή. Η συνάντησή της με τον Κύριο και η συνομιλία της μαζί Του έφερε μία μεταβολή και αναστάτωση και ανατροπή, θα έλεγα, σε ολόκληρο τον ψυχικό της κόσμο και στα όσα ως τώρα κυριαρχούσαν μέσα της.
Αυτή η μεταβολή δεν είναι δική μου κρίση, αλλά καταφαίνεται από τα λόγια τα οποία πήγε και είπε, μόλις συνάντησε τους συμπατριώτες της. Λέει: «Δεύτε ίδετε άνθρωπον (ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο) ος είπέ μοι πάντα όσα εποίησα» (Ιω. Δ’, 29).
Αυτές οι λέξεις «είπέ μοι πάντα όσα εποίησα…» δείχνουν έναν εσωτερικό κόσμο, ο οποίος έχει αναστατωθεί, ο οποίος έχει ανακαινισθεί. Ελάτε να δείτε κάποιον που μου φανέρωσε ό,τι έχω κάμει στη ζωή μου΄ «μήτι ούτός εστιν ο Χριστός;» (Ιω. Δ’, 29). Αυτή έχει βεβαιωθεί ότι είναι ο Χριστός, διότι της το ομολόγησε ο Κύριος και το βεβαίωσε΄ αλλά το λέει έτσι για να κινήσει το ενδιαφέρον.
Τα λόγια αυτά δείχνουν ότι σήμερα έγινε κάτι κοσμογονικό μέσα στην καρδιά της. Λέει ο ι. Χρυσόστομος: «Ούτως υπό των ειρημένων ανήφθη, ώστε και την υδρίαν αφείναι και την χρείαν δι’ ην παρεγένετο» (Ioannes Chrysostomus, In Johannem, Homiliae 34, 59, 193, 21 TLG).
Από όσα της είπε ο Χριστός άναψε τέτοια φωτιά μέσα της, ώστε και τη στάμνα και τη δίψα να ξεχάσει. Το σκοπό για τον οποίο ήρθε, να ξεδιψάσει αυτή και η οικογένειά της, τον ξεχνάει. Από τί; Από τη φωτιά που άναψε μέσα της.
Εν πάση περιπτώσει είναι δυνατόν να την ξέχασε τη στάμνα, αλλά είναι και δυνατόν να την άφησε εσκεμμένα εκεί. Γιατί να την άφησε εσκεμμένα; Διότι από αυτή την ημέρα και μετά, από αυτή τη συνομιλία, όπως είπα, ένας καινούργιος κόσμος έχει ανοιχθεί μπροστά της και με καινούργια μέτρα μετράει τώρα τα πράγματα της ζωής.
Οπως ο Κύριος ξέχασε την πείνα, έτσι ξέχασε κι αυτή τη δίψα. Έτσι ξέχασε τώρα και το σταμνί. Γιατί; Γιατί είναι δευτερευούσης σημασίας πράγματα. Διότι άλλα πράγματα τώρα πήραν την πρώτη θέση μέσα στη ζωή της και την πολιτεία της.
Αλλά ακόμα, αδελφοί μου, αυτή η στάμνα η εγκαταλελειμμένη είναι γι’ αυτή τη γυναίκα μία ανάμνηση, αν θέλετε, αντιπροσώπευση της ζωής που έκανε ως τώρα. Δεν τη θέλει πια αυτή τη ζωή. Την εγκαταλείπει αυτή τη ζωή.
Καινούργια ζωή αρχίζει και ως εκ τούτου μπορεί να εγκαταλείψει και τη στάμνα, διότι της θυμίζει την απογοήτευση που δοκίμασε ζώντας χωρίς το Χριστό. Δεν το έβλεπε πρώτα αυτό, τώρα το βλέπει. Γιατί τώρα γνώρισε το Χριστό. Τώρα άκουσε τη διδασκαλία Του. Τώρα άνοιξαν τα μάτια της τα πνευματικά και έτσι, ας πούμε, η στάμνα, σαν ένας αντιπρόσωπος εκείνης της παλιάς ζωής, της είναι πλέον περιττή.
Λέει ένας ερμηνευτής: «Ούτως άρα ταχέως προετίμησε το ύδωρ του Χριστού της του Ιακώβ πηγής» (Βλ. Τρεμπέλας Π. Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, εκδ. «Σωτήρ», σελ. 153). Ξεχνάει τη δίψα. Προτιμάει το νερό που έδωσε ο Χριστός. Το ύδωρ το ζων, που όποιος πιει απ’ αυτό, καθώς της είπε, δεν ξαναδιψάει.
Προτιμάει αυτό το νερό παρά το νερό απ’ το πηγάδι του Ιακώβ. Και λέει ο Ι. Χρυσόστομος μία παρατήρηση, την οποίαν σας παρακαλώ να την προσέξουμε, διότι από κει βγαίνει το δίδαγμά μας. «Ήλθεν υδρεύσασθαι (ήλθε για να πάρει νερό) και επειδή της αληθινής πηγής επέτυχε (και επειδή τώρα βρήκε την αληθινή πηγή με το ζωντανό νερό), κατεφρόνησε της αισθητής (κατεφρόνησε την πηγή την υλική) διδάσκουσα ημάς… (τί μας διδάσκει;) εν τη των πνευματικών ακροάσει πάντων υπεροράν» (Ioannes Chrysostomus, In Johannem, Homiliae 34, 59, 193, 21 TLG).
Οταν έχουμε μπροστά μας τον καινούργιο πνευματικό κόσμο και ασχολούμεθα με αυτόν και τον μελετάμε, τον κόσμο που μας φανερώνει ο Χριστός και το Ευαγγέλιό Του, όλα πρέπει να τα περιφρονούμε.
«Πάντων υπεροράν των βιοτικών και μηδένα λόγον αυτών ποιείσθαι» (Ioannes Chrysostomus, In Johannem, Homiliae 34, 59, 193, 21 TLG) και δεν κάνουμε κουβέντα πλέον γι’ αυτά τα πράγματα. Όλα όσα συζητούσε ως τώρα δεν την ενδιαφέρουν πλέον. Αλλες κουβέντες κάνει τώρα, που τις εμπνέει ο Χριστός και η διδασκαλία Του. Αυτό είναι το μήνυμα για μας.
Και την αφήνει τη στάμνα για να γίνει γνήσια ιεραπόστολος. Και έγινε γνήσια ιεραπόστολος. Μας το λέει το ευαγγέλιο. Ηλθαν οι Σαμαρείτες και παρακαλούσαν τον Κύριο να μείνει. Αλλά μας το λέει και η εκκλησιαστική μας ιστορία με το βίο της και με το μαρτύριό της. Λοιπόν, η στάμνα ήταν βάρος γι’ αυτήν. Η ιεραποστολή θέλει εύζωνους στρατιώτες.
Τώρα προσέξτε κάτι. Ο κάθε πιστός, από την ώρα που συνειδητοποιεί την πίστη του και τη διδασκαλία του Χριστού μας, είναι ιεραπόστολος και πρέπει να φέρνει αυτό το μήνυμα κατά τον άλφα ή βήτα τρόπο στους συνανθρώπους του. Για να είναι ιεραπόστολος και να φέρνει αυτό το μήνυμα, δεν πρέπει νά ‘χει βάρη επάνω του.
Πόσες βαριές στάμνες, υδρίες, κουβαλάμε εμείς, ρωτήστε τον εαυτόν σας. Γεμάτες με εγωισμό, δειλία, ασυνέπεια, ακόμα και με νόμιμες απαιτήσεις της ζωής… Τις κουβαλάμε και αυτό είναι εμπόδιο στην ιεραποστολή μας και στο έργο μας το ιεραποστολικό. Λέει ο ι. Χρυσόστομος: «Οταν γαρ πυρωθή ψυχή τω πυρί τω θείω, προς ουδέν των εν τη γη λοιπόν ορά..» (Ioannes Chrysostomus, In Johannem, Homiliae 34, 59, 193, 21 TLG).
Αμα ανάψει η φωτιά του Χριστού μεσ’ την καρδιά, δεν βλέπει ο άνθρωπος τα γήινα πράγματα. «Ενός εστι μόνου, της κατεχούσης αυτήν φλογός» (Ioannes Chrysostomus, In Johannem, Homiliae 34, 59, 193, 21 TLG). Η ψυχή ένα πράγμα νιώθει και αισθάνεται, τη φλόγα που την καίει.
Αρχ.Χριστόδουλος Φάσσος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου